Του Αλέξανδρου Σκούρα
Πόσες φορές έχουμε ακούσει την έκφραση “ζούμε σε μία μετά-ιδεολογική εποχή” ή “δεν μας ενδιαφέρουν οι ιδεολογίες αλλά μόνο η κοινή λογική” από πολιτικούς, αναλυτές και δημοσιογράφους; Η αλήθεια είναι πως στην Ελλάδα όπου κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ, της ριζοσπαστικής αριστεράς, με τους εθνολαϊκιστές των ΑΝΕΛ, το επιχείρημα της μετά-ιδεολογικής εποχής μοιάζει ορθό και ισχυρό. Αν λάβουμε υπόψη μας και τις διεθνείς εξελίξεις, όπου λαϊκιστές όλων των κομμάτων είτε συνεργάζονται είτε λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, η πολιτική απαλλαγμένη από τα βαρίδια των ιδεολογιών και των διαφόρων -ισμών ενδεχομένως να προβάλλεται ως το κυρίαρχο μοντέλο των επόμενων δεκαετιών.
Το λάθος του να ξεγράψουν τις ιδεολογίες και τη σημασία τους το έχουν κάνει αρκετοί πολιτικοί στο παρελθόν, όμως κάθε φορά τις έβρισκαν πάντα μπροστά τους. Η πολιτική ιδεολογία, οποιαδήποτε από όσες υπάρχουν, λειτουργεί σε δύο βασικά επίπεδα. Στο πρώτο, προσπαθεί να απαντήσει το βασικό ερώτημα του τι καθιστά μία ιδανική κοινωνία και δευτερευόντως τους τρόπους με τους οποίους μπορεί αυτή να επιτευχθεί. Κατά συνέπεια, η ιδεολογική ταυτότητα ενός πολιτικού, ενός κόμματος ή μίας παράταξης, δεσμεύει όσους συμμετέχουν σε αυτήν όχι μόνο ως προς το τι είδους αντίκτυπο επιθυμούν να έχουν στην κοινωνία αλλά και για τα μέσα με τα οποία μπορούν να επιδιώξουν τους σκοπούς τους.
Αν αναλογιστούμε τι σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι είναι κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που αντλεί έμπνευση από τα κόμματα και τα κινήματα του Φόρουμ του Σάο Πάολο, ή ότι η Νέα Δημοκρατία ασπάζεται τον ριζοσπαστικό (παλαιότερα) ή τον κοινωνικό (σήμερα) φιλελευθερισμό, συμπεραίνουμε ότι η ιδεολογική ταυτότητα των κομμάτων δίνει στους πολίτες το δικαίωμα να κρατούν υπόλογους τους πολιτικούς και να απαιτούν από εκείνους συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που να είναι συμβατές με την διακηρυγμένη ιδεολογία τους. Έτσι, η ιδεολογική ταυτότητα ενός πολιτικού χώρου δημιουργεί απαιτήσεις, δεσμεύσεις, και προσδοκίες που από τη μία πλευρά επιτρέπουν στα κόμματα να προσεγγίσουν εκλογικά κοινά χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσουν κάθε κομμάτι της πλατφόρμας τους αλλά από την άλλη αυξάνουν τον κίνδυνο της απογοήτευσης των ψηφοφόρων αν δείξουν ασυνέπεια προς τις αρχές τους.
Αυτή η σχέση κόστους-ωφέλειας στην υιοθέτηση μίας ιδεολογικής γραμμής είναι ο βασικός υπολογισμός που κάνουν τα κόμματα όταν πρόκειται να διαλέξουν το στρατόπεδο των ιδεών στο οποίο θα τοποθετηθούν. Όσο οι ψηφοφόροι αδιαφορούν, αγνοούν, ή δεν ενδιαφέρονται για τις ιδεολογίες, τόσο αυξάνεται η ισχύς των κομμάτων που επιλέγουν να απαλλαχθούν από τις υποχρεώσεις που δημιουργούν οι ιδεολογικές διακηρύξεις. Αντίθετα, όταν οι ψηφοφόροι, έχοντας ανάγκη από σαφήνεια και προβλεψιμότητα, στρέφονται προς τις ιδεολογίες, τα κόμματα και οι πολιτικοί υψώνουν τα ιδεολογικά τους λάβαρα ψηλά.
Πέρα όμως από την παρατήρηση αυτής της σχέσης κόστους-ωφέλειας, το βασικό σημείο που καθιστά θεμιτή και απαραίτητη την ιδεολογικοποίηση της πολιτικής, είναι η ανάγκη ελέγχου των πολιτικών. Βλέπετε, όταν ψηφίζουμε μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια και εκλέγουμε 300 βουλευτές και μία κυβέρνηση προκειμένου να λάβουν σημαντικότατες αποφάσεις για λογαριασμό μας, δεν είναι δυνατόν να έχουμε εικόνα του πως θα χειριστούν κάθε ζήτημα που θα κληθούν να αποφασίσουν. Χωρίς γνώση των σκοπών τους, των ιδανικών και των αρχών που τους δεσμεύουν, και των μέσων που οι πολιτικοί μας είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν για να επιτύχουν στο έργο τους, είναι αδύνατο για εμάς τους πολίτες να προβλέψουμε πως οι έχοντες την εξουσία θα την ασκήσουν στο όνομά μας. Χωρίς μία διακηρυγμένη ιδεολογική ταυτότητα οι πολιτικοί έχουν το ελεύθερο να πράξουν όχι μόνο όπως νομίζουν, αδιαφορώντας για το τι πραγματικά θέλουν οι εκλογείς τους, αλλά και σύμφωνα με το προσωπικό τους συμφέρον.
Συμπέρασμα; Όταν ακούμε πολιτικούς να διακηρύσσουν το τέλος των ιδεολογιών, ας κρατάμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι ίσως τελικά να προτιμούν την άσκηση εξουσίας χωρίς τους φραγμούς, τους ελέγχους, και τις υποχρεώσεις που δημιουργεί η ιδεολογική τοποθέτηση.