Υπάρχουν τεσσάρων ειδών πολιτικές παρατάξεις, κατά σειρά προτίμησης: πρώτον, οι φιλελεύθερες, οι οποίες ακολουθούν φιλελεύθερη πολιτική. Η πολιτική τους επιτυγχάνει και ο έπαινος αποδίδεται στον φιλελευθερισμό. Δεύτερον, οι σοσιαλιστικές, οι οποίες εφαρμόζουν σοσιαλιστική πολιτική. Η πολιτική τους αποτυγχάνει και η κατηγορία αποδίδεται στον σοσιαλισμό. Τρίτον, οι «σοσιαλιστικές» παρατάξεις, οι οποίες στην πράξη (τουλάχιστον εν μέρει) ακολουθούν φιλελεύθερη πολιτική. Η πολιτική τους επιτυγχάνει (εν μέρει) και ο έπαινος αποδίδεται στον σοσιαλισμό. Τέταρτον, οι «φιλελεύθερες» παρατάξεις, οι οποίες στην πράξη ακολουθούν σοσιαλιστική πολιτική. Η πολιτική τους αποτυγχάνει και ο ψόγος αποδίδεται, ως μη όφειλε, στον φιλελευθερισμό.
Πρωταρχική είναι στο σημείο αυτό η ευθύνη των πολιτικών και μάλιστα αυτών που θεωρητικά είναι υποστηρικτές της ελεύθερης οικονομίας. Το γεγονός ότι τον καιρό που έχουν την ευθύνη της διακυβέρνησης μιας χώρας συχνά παίρνουν μέτρα τελείως αντίθετα προς τις φραστικές τους διακηρύξεις οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους: πρώτον, όσο αυξάνεται ο κρατικός παρεμβατισμός και διογκώνεται ο δημόσιος τομέας τόσο αυξάνονται η ισχύς, η σημασία και η επιρροή τους, καθώς και τα ωφελήματα που απολαμβάνουν (όπως έχει αναλύσει διεξοδικά η Σχολή Δημόσιας Επιλογής). Δεύτερον, οι πολιτικοί λαμβάνουν υπόψη τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη και, επομένως, τείνουν στη λήψη μέτρων «δημοφιλών» στην κοινή γνώμη (π.χ. επιβολή κατώτατου μισθού, έλεγχοι τιμών) και στην αποφυγή μέτρων αντιδημοτικών (π.χ. περιορισμοί υπερβολικών «δικαιωμάτων» των συνδικαλιστών). Η τακτική αυτή, είτε οφείλεται στους παραπάνω λόγους είτε απλώς σε άγνοια, έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα, αφού επιτρέπει στους αντιπάλους να ισχυρίζονται ότι η ελεύθερη οικονομία επιφέρει δυσμενείς συνέπειες, ενώ στην πράξη δεν εφαρμόζεται αυτή, αλλά κάποια μορφή μικτής οικονομίας που πλησιάζει ολοένα περισσότερο στο σύστημα της κεντρικά προγραμματισμένης οικονομίας, δηλ. στον σοσιαλισμό. Ασφαλώς το σύγχρονο κράτος έχει πολλές και σημαντικές αρμοδιότητες να επιτελέσει, άρα κάποιας μορφής μικτή οικονομία είναι όχι μόνον αναπόφευκτη, αλλά και επιθυμητή, όμως, όπως σε κάθε κοκτέιλ μεγάλη σημασία έχει η δοσολογία. Η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε πει: As in every cocktail, it is the mix that counts.
Μετά τους πολιτικούς, ο φιλελευθερισμός δέχεται τα περισσότερα πλήγματα από δύο κυρίως κατηγορίες ανθρώπων: τους επιχειρηματίες και τους διανοούμενους. Πολλοί επιχειρηματίες ζητούν ελευθερία για όλους τους άλλους, αλλά κρατική παρέμβαση για την επιχείρησή τους, που την ταυτίζουν με το εθνικό συμφέρον και η οποία έχει ανάγκη από προστασία, δασμούς, επιχορηγήσεις για να επιβιώσει (ευνοιοκρατικός καπιταλισμός). Οι διανοούμενοι θέλουν ελευθερία για τον εαυτό τους. Δεν χρειάζονται κάποια κρατική υπηρεσία για να τους προστατεύσει ή να τους υποδείξει τι θα γράψουν. Θεωρούν, όμως, ότι όλη η υπόλοιπη κοινωνία έχει ανάγκη κρατικής παρέμβασης για να προστατευθεί και να καθοδηγηθεί. Ωστόσο, η ελευθερία είναι μία και αδιαίρετη: περιλαμβάνει την ελευθερία παραγωγής και διακίνησης τόσο των αγαθών όσο και των ιδεών.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ είχε πει: «Το εγγενές ελάττωμα του καπιταλισμού είναι η άνιση κατανομή των ευεργετημάτων, η εγγενής αρετή του σοσιαλισμού είναι η ίση κατανομή της αθλιότητας». Καμία προπαγάνδα, καμία ψεύτικη ή ρητορική υπόσχεση, κανένας εξορκισμός δαιμόνων ή αποδιοπομπαίων τράγων δεν μπορεί να καλύψουν τις επιτυχίες, διαχρονικά και διατοπικά, του «ασυντόνιστου» φιλελευθερισμού και τις αποτυχίες του «επιστημονικού» σοσιαλισμού.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Σαββάτου 22 Φεβρουαρίου