Οι αιχμάλωτοι πολέμου και η μεταχείρισή τους από τον εχθρό, είναι ένα από τα πλέον οδυνηρά θέματα της ιστορίας. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, καταγράφηκαν άπειρες θηριωδίες στα διάφορα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, όπου η απάνθρωπη συμπεριφορά, τα μαζικά εγκλήματα, τα βασανιστήρια και οι εξευτελισμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη. Αυτό το γεγονός, μπορεί, υπό πολλές προϋποθέσεις, να γίνει κατανοητό λόγω της εξαχρειωμένης ηθικής των πολεμικών συνθηκών.
Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί, η στάση της σοβιετικής κυβέρνησης απέναντι στους δικούς της στρατιώτες, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και, κυρίως, απέναντι σε εκείνους που είχαν την τρομερή αυτή τύχη τους πρώτους μήνες μετά την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων και την ραγδαία προέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων στη ρωσική ενδοχώρα.
Η σοβιετική κυβέρνηση εγκατέλειψε στην μοίρα τους εκατομμύρια στρατιώτες του Κόκκινου στρατού, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό, τουλάχιστον, μαρτυρούν, έγγραφα του Ρωσικού Κρατικού Αρχείου Εξωτερικής Πολιτικής που αποχαρακτηρίστηκαν πριν λίγα χρόνια. Από αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έγγραφα της αλληλογραφίας μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, τα οποία μας αποκαλύπτουν μία σοκαριστική ιστορία που παρέμενε στην σκιά της επίσημης ιστοριογραφίας μέχρι πρόσφατα και αποκαλύπτουν πως η σοβιετική κυβέρνηση όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη των αιχμάλωτων στρατιωτών της, όχι μόνο τους εγκατέλειψε βορά στις ορέξεις των χιτλερικών, μα και εμπόδιζε τις προσπάθειες άλλων κρατών να τους βοηθήσουν.
Ανάλογα με τις πηγές, εν γένει, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου αιχμαλωτίστηκαν από 4 έως 6 εκατομμύρια σοβιετικοί, εκ των οποίων, περίπου τα 2/3 πέθαναν εν αιχμαλωσία. Η μεγάλη διαφορά στους αριθμούς, οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στις διαφορετικές προσεγγίσεις ιστορικών και δημογράφων που ασχολούνται με αυτό το ζήτημα. Η αιτία όμως των τεράστιων απωλειών μεταξύ των αιχμαλώτων, οφείλεται στην απάνθρωπη μεταχείρισή τους από τους ναζιστές και στην άρνηση της Γερμανίας να τηρήσει τους όρους των διεθνών συνθηκών.
Είναι γνωστό ότι ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, ως διεθνής οργανισμός με έδρα την Γενεύη, κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε τεράστια συμβολή στην ανακούφιση των αιχμαλώτων πολέμου, των τραυματιών και των προσφύγων.
Την 23η Ιουνίου 1941 ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός έστειλε τηλεγράφημα στον υπουργών Εξωτερικών της Ε.Σ.Σ.Δ. Μόλοτοφ, στο οποίο υπογράμμιζε την ετοιμότητα του οργανισμού να παράσχει κάθε βοήθεια στην Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στην απάντησή του ο Μόλοτοφ επιβεβαίωσε το ενδιαφέρον της χώρας του. Στη συνέχεια ο διεθνής οργανισμός, ίδρυσε στην ουδέτερη Τουρκία ένα γραφείο ενημέρωσης, όπου έπρεπε να γίνεται η ανταλλαγή πληροφοριών για τους αιχμαλώτους των δύο πλευρών της σύγκρουσης και πρότεινε στα δύο κράτη που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση να ανταλλάξουν νότες σχετικά με την ετοιμότητά τους να τηρήσουν τις δύο διεθνείς συνθήκες, της Χάγης και της Γενεύης.
Κατά το διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου έγινε αυτή η ανταλλαγή των επίσημων διπλωματικών εγγράφων ανάμεσα στην Ε.Σ.Σ.Δ. και την Γερμανία, όπου οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν πως θα τηρούν τις συνθήκες. Η Ε.Σ.Σ.Δ. βέβαια, δήλωσε πως θα τηρεί μόνο εκείνη της Χάγης. Τα δύο εμπόλεμα κράτη υπογράμμιζαν στις νότες τους πως η τήρησή των όρων των διεθνών συνθηκών θα γίνει μόνο αν πράξει το αντίστοιχο και η άλλη πλευρά.
Οι προθέσεις των δύο χωρών, έμειναν τα χαρτιά. Ούτε η Γερμανία, ούτε η Σοβιετική Ρωσία τήρησαν τις δύο συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες απαγορευόταν η αποστολή αιχμαλώτων πολέμου σε βαριές εργασίες, επιβαλλόταν η σωστή διατροφή τους, είχαν το δικαίωμα να λαμβάνουν και να αποστέλουν επιστολές, δέματα, ενώ το κράτος που τους είχε αιχμαλωτίσει ήταν υποχρεωμένο να καταθέσει καταστάσεις με τα ονόματά τους και να τα καταθέσει στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό.
Σύμφωνα με τα έγγραφα που αποχαρακτηρίστηκαν πριν μερικά χρόνια, η σοβιετική κυβέρνηση συνεργάστηκε με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό το διάστημα από τον Ιούνιο του 1941 μέχρι το τέλος εκείνη της χρονιάς. Ήταν μία συνεργασία όμως που επιδεινωνόταν διαρκώς. Αυτό οφειλόταν σε μία σειρά γεγονότων: οι στρατιώτες του Κόκκινου στρατού αιχμαλωτίζονταν μαζικά, ενώ οι πληροφορίες από τα στρατόπεδα μιλούσαν για απάνθρωπη συμπεριφορά εκ μέρους των Γερμανών. Ωστόσο, οι δύο πλευρές, με την μεσολάβηση του Ερυθρού Σταυρού προσπαθούσαν να βρουν κάποια έστω σημεία επαφής.
Τον Δεκέμβριο του 1941 ο αναπληρωτής Λαϊκός Κομισάριος Εξωτερικών Βισίνσκι ενημέρωσε τον προϊστάμενό του Μόλοτοφ για τα εξής: η Ε.Σ.Σ.Δ. είχε ενημερωθεί από την Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ρουμανία, την Ιταλία και την Σλοβακία ότι είναι έτοιμες να καταθέσουν τις καταστάσεις των σοβιετικών αιχμαλώτων, με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας. Η Γερμανία έστειλε μία κατάσταση 300 ονομάτων, ενώ η Ρουμανία για περίπου 3.000. Ο Βισίνσκ, έγραφε στο ενημερωτικό του σημείωμα πως είναι έτοιμη κατάσταση με τα ονόματα Γερμανών αιχμαλώτων και πως θεωρεί σκόπιμο να κατατεθεί, διαφορετικά η Ε.Σ.Σ.Δ. θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Ωστόσο, ο Μόλοτοφ, σημείωσε στο περιθώριο του εγγράφου: “Δεν χρειάζεται να στείλουμε καταστάσεις (οι Γερμανοί παραβιάζουν τις αρχές του δικαίου κλπ)…” Μετά από αυτό το γεγονός όλα τα εισερχόμενα έγγραφα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού προς το Λαϊκό Κομισαριάτο Εξωτερικών Υποθέσεων, είχαν στο περιθώριο τους την ιδιόχειρη σημείωση του Μόλοτοφ «Να μην απαντηθεί».
Στα τέλη του 1941, είχαν ήδη αιχμαλωτιστεί περισσότεροι από 3.000.000 άνθρωποι και ένας από τους στόχους της σοβιετικής ηγεσίας ήταν να σταματήσει αυτή η αιμορραγία. Ο σοβιετικός στρατιώτης έπρεπε να κατανοήσει πως αν αιχμαλωτιστεί δεν θα λάμβανε δέματα με τρόφιμα από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και δελτάρια από το σπίτι, μα πως τον περιμένει ο αναπόφευκτος θάνατος. Στην απόφαση του Γενικού Επιτελείου σχετικά με τη σύλληψη και την παραπομπή στο στρατοδικείο του στρατηγού Πάβλοφ, κάτω από την υπογραφή του Ι. Β. Στάλιν, γράφει: «Πανικόβλητος, δειλός, λιποτάκτης, χειρότερος και από τον εχθρό».
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως η Ε.Σ.Σ.Δ. δεν ήταν υποχρεωμένη να κάνει οποιεσδήποτε δαπάνες. Η ζάχαρη θα αγοραζόταν με χρήματα ελβετικών τραπεζών, ενώ τα καράβια που θα την μετέφεραν θα ήταν με έξοδα της Μεγάλης Βρετανίας. Ένα από τα έγγραφα του συγκεκριμένου αρχείου, είναι η επιστολή ενός Βρετανού διπλωμάτη προς το Υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α. σχετικά με την παροχή βοήθειας στους σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου. Στο έγγραφο αυτό ο διπλωμάτης αναφέρει πως συναντήθηκε με τον Μόλοτοφ σε μία δεξίωση και τον ρώτησε πού οφείλεται η σοβιετική στάση. Ο Μόλοτοφ του απάντησε πως δεν είναι σκόπιμο πολιτικά να δοθεί η ευκαιρία στην Γερμανία να φανεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης ικανή για ανθρωπιστικές ενέργειες. Εννοείται όμως πως όλες οι ενέργειες για την τήρηση των όρων που προβλέπονταν στις διεθνείς συνθήκες, θα έπρεπε να τηρούνται και από τις δύο πλευρές. Αυτό σήμαινε πως αν ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός κατάφερνε να συμφωνήσει με τους Γερμανούς σχετικά με την παράδοση ποσοτήτων ζάχαρης στους σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου, ανάλογη θα πρέπει να ήταν και η στάση της Ε.Σ.Σ.Δ. απέναντι τους Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου. Την διανομή των τροφίμων και των φαρμάκων στα στρατόπεδα αιχμαλώτων θα την αναλάμβαναν οι αντιπροσωπείες του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, πράγμα που σήμαινε ότι θα πρέπει να είχε πρόσβαση στα στρατόπεδα που βρίσκονταν στα εδάφη της Ε.Σ.Σ.Δ. και αυτό ήταν κάτι που συναντούσε την κατηγορηματική άρνηση εκ μέρους της σοβιετικής κυβέρνησης. Παρά τα κατ’ επανάληψη αιτήματα, οι απεσταλμένοι του Ερυθρού Σταυρού δεν έλαβαν βίζα για την Ε.Σ.Σ.Δ.
Η αναζήτηση των αιτιών για την άρνηση συνεργασίας της Ε.Σ.Σ.Δ. με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό οδηγεί στα εξής:
η πολιτική σκοπιμότητα
η άσκηση πίεσης στους στρατιώτες σχετικά με την φρίκη της αιχμαλωσίας
η περιφρόνηση προς τους Γερμανούς
η δυσπιστία προς τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό
η απροθυμία να επιτρέψουν σε εκπροσώπους δυτικών κρατών να επιθεωρήσουν τα δικά της στρατόπεδα.
Φυσικά, τεράστια είναι η ευθύνη της χιτλερικής ηγεσίας, για τα δυσθεώρητα ποσοστά θνησιμότητας των σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει όμως και η σταλινική ηγεσία, η οποία αρνήθηκε να στηρίξει ηθικά και υλικά τους δικούς της αιχμαλωτισμένους στρατιωτικούς, τους οποίους εγκατέλειψε στην τύχη τους.
Για λόγους ιστορικούς, θα πρέπει να αναφέρουμε πως, η Ρουμανία και η Φιλανδία, δύο χώρες που είχαν συγκρουστεί στρατιωτικά με την Ε.Σ.Σ.Δ. αντιμετώπισαν πολύ καλύτερα τους σοβιετικούς αιχμάλωτους. Στα γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων το ποσοστό θνησιμότητας ήταν 65%, την στιγμή που στα αντίστοιχα φιλανδικά ήταν 30% και στα ρουμανικά μόνο 6%. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε πως τον Απρίλιο του 1942 η ρουμανική κυβέρνηση απέστειλε επιστολή με την οποία δήλωνε πως επέλεξαν 632 άτομα από το σύνολο των σοβιετικών αιχμαλώτων, οι οποίοι κρίθηκαν ανίκανοι για στρατιωτική υπηρεσία και πρότειναν την ανταλλαγή τους με Ρουμάνους αιχμαλώτους πολέμου. Ο Μόλοτοφ σημείωσε στο περιθώριο της επιστολής «Να μην απαντηθεί». Λίγο αργότερα, μία νέα επιστολή παραδόθηκε στην σοβιετική κυβέρνηση, στην οποία η ρουμανική πλευρά πρότεινε την ανταλλαγή 1018 σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου με πληροφορίες για Ρουμάνους αιχμαλώτους πολέμου, δηλαδή για ανταλλαγή ζωντανών ανθρώπων με κάποιες έγγραφες καταστάσεις. Η σοβιετική κυβέρνηση δεν έδωσε καμία σημασία. Το συντριπτικό ποσοστό θανάτων στα φιλανδικά στρατόπεδα αναφέρεται στην περίοδο του χειμώνα 1941 – 1942. Τον Μάρτιο του 1942 ο Μάννερχέιμ, επικεφαλής του φιλανδικού παραρτήματος του Ερυθρού Σταυρού, έστειλε εμπιστευτική επιστολή στην Γενεύη, με την οποία ενημέρωνε την ηγεσία του διεθνούς οργανισμού πως στην Φιλανδία υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου, πως οι συνθήκες κράτησής τους είναι άσχημες, πως η ίδια η Φιλανδία αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα με τις ελλείψεις σε τρόφιμα και παρακαλούσε για βοήθεια. Τον Μάιο του 1942 έφτασε στη Φιλανδία το πρώτο καράβι με 5.000 δέματα των 5 κιλών, τα οποία περιείχαν κονσέρβες, βούτυρο και ζάχαρη. Τα δέματα αυτά διανεμήθηκαν σε 10.000 από τους πλέον εξαντλημένους αιχμαλώτους. Στη συνέχεια, αυτού του είδους οι αποστολές δεμάτων συνεχίστηκαν, αν και όχι σε τακτική βάση. Στην Ελβετία, μία ομάδα καθηγητών πανεπιστημίων και επιχειρηματιών ίδρυσαν ένα Ίδρυμα βοήθειας για τους σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου στην Φιλανδία, το οποίο λειτουργούσε με εθελοντικές εισφορές πολιτών και οργανώσεων. Η ίδια η Σοβιετική Ένωση αγνόησε όλες τις προτάσεις που της έγιναν για να βοηθήσει τους δικούς της αιχμαλώτους πολέμου.
Ανάμεσα σε άλλα έγγραφα του προαναφερθέντος φακέλου υπάρχει και μία επιστολή του Μόλοτοφ προς τον Αμερικανό πρέσβη, στην οποία ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών δήλωσε πως δεν τον ενδιαφέρει η πρόταση του Βατικανού για την παροχή ενημέρωσης σχετικά με τους αιχμαλώτους πολέμου. Είναι προφανές ότι το πρόβλημα των αιχμαλώτων πολέμου δεν ανησυχούσε μόνο τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Ανάλογες προσπάθειες κατέβαλαν οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Τουρκία και η Σουηδία. Το Βατικανό ανέλαβε πρωτοβουλία να μεσολαβήσει για την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στην Γερμανία και την Ε.Σ.Σ.Δ. Η αρνητική απάντηση του Μόλοτοφ στο Βατικανό, ακύρωσε αυτή την πρωτοβουλία.
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως σε κανένα από τα έγγραφα δεν υπάρχει σημείωση του Στάλιν, ωστόσο, από την ανάγνωση των ονομάτων στα οποία μοιράζονταν αυτά τα έγγραφα, φαίνεται πως ήταν μεταξύ των μόνιμων παραληπτών τους. Την κύρια ευθύνη της αλληλογραφίας όμως την είχε το Λαϊκό Κομισαριάτο Εξωτερικών Υποθέσεων, δηλαδή ο Μόλοτοφ.
Ιδιαίτερα τραγική ήταν όμως και η συνέχεια. Σύμφωνα με τα έγγραφα που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας, καταρρίπτεται ο μύθος πως όλοι οι σοβιετικοί αιχμάλωτοι που απελευθέρωθηκαν από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, στάλθηκαν στα Γκουλάγκ. Η αλήθεια είναι πως η Ν.K.V.D. αμέσως οργάνωσε στρατόπεδα στα οποία έγινε έλεγχος του κάθε αιχμαλώτου ξεχωριστά. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, περίπου 1.500.000 καταγράφηκαν από τις ειδικές επιτροπές, εκ των οποίων στα Γκουλάγκ στάλθηκαν 245.000.
Η Σοβιετική Ένωση ήταν η μοναδική χώρα που αρνήθηκε τη συνεργασία με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, μη επιτρέποντας ούτε καν την παρουσία αντιπροσωπείας στα εδάφη της. Η Γερμανία αρνήθηκε, επίσης, τη συνεργασία με τον διεθνή οργανισμό, αλλά μόνο όσον αφορούσε τους σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου, συνεργάστηκε όμως όσον αφορά στους δυτικούς αιχμαλώτους πολέμου. Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιδιαίτερη αντίληψη των χιτλερικών για τους Ρώσους, τους οποίους θεωρούσαν υπάνθρωπους και επιδίωκαν την μαζική τους εξόντωση, όπως φαίνεται μάλιστα από τις θηριωδίες που διέπραξαν στα εδάφη που έθεσαν υπό την κατοχή τους κατά τη διάρκεια του πολέμου.