Η δική μου γενιά κοιμήθηκε με το μολύβι και το τετράδιο στην τσάντα, με τη γραφομηχανή και με το καρτελάκι του ερευνητή που εκεί κρατούσε με το μολυβάκι του τις σημειώσεις του και ξύπνησε με έναν υπολογιστή και ένα πληκτρολόγιο στο οποίο αποθηκεύει τώρα ο δάσκαλος, ο μαθητής, ο φοιτητής, ο ερευνητής, όλη τη γνώση. Η αμέσως επόμενη γενιά γεννήθηκε με το κινητό και το πληκτρολόγιο στο χέρι, ώστε πλέον όλοι μέσω του διαδικτύου αναζητούμε πια τη γνώση ανά την υφήλιο, ενώ κάποτε ταξιδεύαμε και γνωρίζαμε Βιβλιοθήκες και Αρχεία στη χώρα μας και σε άλλες χώρες, στα οποία περνούσαμε μέρες και μήνες της ζωής μας. Σ’ αυτό τον καινούργιο κόσμο έπρεπε να προσαρμοστούν τα πάντα, το κράτος, οι υπηρεσίες, η εκπαίδευση, τα σπίτια μας τα ίδια που γέμισαν καλώδια και κάθε είδους παρόχους. Η αλλαγή, όπως γίνεται πάντα δε βρήκε όλους έτοιμους, αλλά πολλούς δεν τους βρήκε και πρόθυμους. Καθόλου παράξενο γεγονός. Στην ιστορική διαχρονία η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας γεννούσε φοβίες και προκαλούσε αντιδράσεις σε μεγάλο μέρος της κοινωνία.
Η πανδημία και η ανάγκη να ανταποκριθούμε στην εργασία μας, να διεκπεραιώσουμε τις υποχρεώσεις μας με υπηρεσίες και να κρατήσουμε τα παιδιά μας σε επαφή με το σχολείο μας πήγε ένα βήμα παρακάτω. Μας έφερε στα μονοπάτια της τηλεργασίας και της τηλεκπαίδευσης, τους περισσότερους μάλιστα εντελώς απροετοίμαστους και σε επίπεδο γνώσεων και σε επίπεδο εξοπλισμού. Ανέτοιμο υπήρξε και το Υπουργείο μας το οποίο επί δεκαετίες, που η ασύγχρονη και η σύγχρονη εκπαίδευση έχουν θεσπιστεί σε άλλα κράτη και οι καθηγητές εκεί χρησιμοποιούσαν αυτά τα εργαλεία στην δουλειά τους, αγρόν ηγόραζε, ώστε αναγκάστηκε να στήσει σε μια έκτακτη κατάσταση έναν μηχανισμό σχεδόν εκ βάθρων. Φυσικά, στην αρχή επέτρεψε την παρακολούθηση και τη διδασκαλία προαιρετικά, αναγνωρίζοντας τις ελλείψεις του εγχειρήματος και πιστώνοντας, παράλληλα, στον εαυτό του τον κατάλληλο χρόνο, για να οργανωθεί περαιτέρω για μια κρίση που φάνηκε απ’ την αρχή ότι θα είχε διάρκεια.
Θα μπορούσε να ασκηθεί κριτική στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου σε πολλά επίπεδα, για τις ελλείψεις στην προετοιμασία της σχολικής χρονιάς που διανύουμε, το έργο αυτό όμως ανήκει στην αντιπολίτευση, εγώ θα επικεντρώσω την κριτική μου σε ευρύτερα ζητήματα που αφορούν τόσο στη στάση ημών των ιδίων λειτουργών της εκπαίδευσης, που οφείλουμε την αυτοκριτική μας επίσης, όσο και σ’ αυτό που θεωρώ γενικότερο πρόβλημα της Παιδείας και απ’ το οποίο εκπορεύονται οι επιμέρους παθογένειές της. Κατά τη γνώμη μου αυτό δεν είναι άλλο απ’ τον κομματισμό και την χειραγώγηση του εκπαιδευτικού θεσμού από κομματικές πλειοψηφίες ή μειοψηφίες σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης. Tο προηγούμενο διάστημα μάλιστα, η χειραγώγηση του εκπαιδευτικού θεσμού από ακραίες μειοψηφίες, υστερημένες πολιτικά και οπισθοδρομικές ιδεολογικά, με τις εκδηλώσεις βίας στα Πανεπιστήμια έφτασε ακόμη και να σοκάρει την κοινωνία.
Η πολεμική στην τηλεκπαίδευση
Ήδη από την άνοιξη η ανάγκη να περάσουμε στην τηλεκπαίδευση αντιμετωπίστηκε καχύποπτα ή ακόμη και πολεμήθηκε από ισχυρή μερίδα του εκπαιδευτικού κόσμου στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με επιχειρήματα λογικά και βάσιμα σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά και μ’ έναν αντιδραστικό αρνητισμό που προήλθε και πάλι από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους και μεγάλη μερίδα των συνδικαλιστών της εκπαίδευσης που συγκαλυμμένα έκρυβαν την άρνησή τους στο εγχείρημα πίσω από τις ελλείψεις σχολείων, καθηγητών και μαθητών που λογικά υπήρχαν εφόσον δεν είχε γίνει ποτέ πριν μια οργανωμένη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των ανθρώπων της. Πολλοί διαβλέπουν πίσω απ’ αυτές τις συμπεριφορές ακόμη και τεχνοφοβία. Κριτική που εδράζεται στο διατυπωμένο ως απειλή επιχείρημα του «τεχνοφασισμού» που εκστομίζουν πολλές αριστερές φωνές εντός και εκτός εκπαίδευσης. Αν δεχτούμε αυτή την κριτική θα πρέπει να το συνδυάσουμε με το επιχείρημα που προβλήθηκε αρκετά απ’ τον εκπαιδευτικό κόσμο ότι η μορφή αυτή εργασίας στο μέλλον θα υποκαταστήσει το δάσκαλο και τη φυσική τάξη.
Ακόμη και αν δει κανείς καλοπροαίρετα την ανησυχία αυτή μερίδας των εκπαιδευτικών, μπορεί να αντιτάξει καταρχάς αυτό που όλοι αναγνωρίζουμε, ότι το σχολείο είναι ένας χώρος κοινωνικοποίησης επίσης, όπως και ότι η σχέση δασκάλου μαθητή είναι αναντικατάστατη για πολλούς παιδαγωγικούς και κοινωνικούς λόγους, ώστε είναι αδύνατον το όποιο πονηρό σχέδιο να θελήσει ποτέ να εξαφανίσει το σχολικό θεσμό. Άλλωστε η πολιτική ηγεσία, όπως και η επιστημονική κοινότητα ακριβώς με το επιχείρημα αυτό ξανάνοιξε τα σχολεία και την άνοιξη και το φθινόπωρο. Ακόμη παραπέρα οι ίδιοι που αντέδρασαν στην τηλεκπαίδευση, όταν εκλήθημεν να επιστρέψουμε στις τάξεις, εντελώς ανακόλουθα με την προηγούμενη στάση τους, κατηγορούσαν τότε την κυβέρνηση ότι μας οδηγεί ως πρόβατα στη σφαγή. Επίσης, η όποια αντίδραση συναντήσαμε την άνοιξη παραγνώριζε το έκτακτο της κατάστασης και την ανάγκη κράτος και εκπαιδευτικοί να σταθούμε το δυνατόν καλύτερα στο ύψος των περιστάσεων. Πολλοί το έπραξαν, όχι όλοι όμως. Πολλά παιδιά την άνοιξη μείναν χωρίς τον δάσκαλό τους ή τον καθηγητή τους που επικαλέστηκε κατά περίπτωση άγνοια των τεχνολογιών, αδυναμία να συμβαδίσει με τις εξελίξεις -πάντα με ευθύνη του Υπουργείου και ποτέ προσωπική- ή ακόμη και επαναστατική αντίδραση στις εντολές του «νεοφιλελεύθερου και αυταρχικού Υπουργείου». Πολλοί άλλοι ξενύχτησαν, ρώτησαν, έμαθαν, τα κατάφεραν καλά ή καλύτερα. Αυτοί περιέσωσαν τελικά την αξιοπρέπεια του κλάδου, την ίδια στιγμή που μια μερίδα του φάνηκε να αντιδρά στις εξελίξεις και στις αλλαγές και κυρίως στο αναπάντεχο.
Αμέσως μετά ξέσπασε ένας ακόμη διχασμός, αυτή τη φορά για τις «κάμερες» στις τάξεις που δεν θα ήταν κάμερες, Αλλά η επιλογή του όρου έγινε εσκεμμένα για να τονίσει την «απειλή». Επιχειρήματα, αντεπιχειρήματα, νομικές προσφυγές εκ μέρους συνδικαλιστικών φορέων, επίκληση στην απειλή των προσωπικών δεδομένων, δημοκρατικές και προοδευτικές, όπως αυτάρεσκα αυτοαποκαλούνται, ευαισθησίες και πάλι οι εκπαιδευτικοί αντικείμενο κριτικής από την κοινωνία, για κάτι που σημειώνω ότι στην Ευρώπη χρησιμοποιείται ευρέως από συναδέλφους πολλών χωρών εδώ και χρόνια και για ποικίλους λόγους. Ομφαλοσκοπούμε ή κρυβόμαστε; Είμαστε πιο δημοκράτες απ’ τους άλλους ή φοβόμαστε κάτι; Αυτό δεν θα απαντηθεί, γιατί η πολιτική ηγεσία, παρά την έγκριση και των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων, ανέκρουσε πρίμνα και ο αγώνας αυτός του εκπαιδευτικού κόσμου δικαιώθηκε, στη συνείδησή τουλάχιστον αυτών που πρωτοστάτησαν. Αμφιβάλλω πολύ όμως και σήμερα για τις απόψεις της κοινωνίας, τουλάχιστον αυτών που δεν κινούνται από κομματικό φανατισμό, γιατί και εδώ παρεισέφρησε η κομματική και αντιπολιτευτική αντιπαλότητα. Η πλειοψηφική αυτή μερίδα της κοινωνίας που δουλεύει μέσω υπολογιστή πια, επικοινωνεί μέσω υπολογιστή, ψωνίζει και ενημερώνεται για τα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών, αν δεν έχουν κιόλας και τα δικά της παιδιά φοιτήσει κάποτε σ’ αυτά, εξακολουθεί να αναρωτιέται ποια είναι η απειλή.
Η αντίδραση στις ψηφιακές εκλογές
Ώσπου ανέκυψε ένα ακόμη ζήτημα, το θέμα των ηλεκτρονικών εκλογών των αιρετών αντιπροσώπων μας. Οι αγωνιστές της δημοκρατίας, οι μπροστάρηδες του συνδικαλιστικού προοδευτισμού, επικουρούμενοι από κομματικούς μηχανισμούς και πάλι στις επάλξεις καταγγέλλουν, ως άλλοι Τράμπ την ηλεκτρονική ψήφο, την επιλογή του Σαββάτου ως ημέρας των εκλογών που μας στέρησε τη συνδικαλιστική μας αργία, αλλά κυρίως την απειλή του δικαιώματός μας του συνέρχεσθαι. Εδώ η πολιτική ηγεσία κρατήθηκε στις επάλξεις μέχρι τέλους και ο αγώνας των συνδικαλιστών «δικαιώθηκε» λόγω των χαμηλών ποσοστών συμμετοχής, ενώ η ΟΛΜΕ ζητά επί πίνακι τα κεφάλια των εξωμοτών ψηφοφόρων, για να τα θέσει στη «χλεύη» των αγωνιστών. Με νεότερη σήμερα ανακοίνωσή της δε δηλώνει την άρνησή της να νομιμοποιήσει την εκλογή, των αιρετών ανέδειξαν οι προηγούμενες εκλογές και επιμένει -εκτός από την επωδό της παραίτησης της Υπουργού- στην επανάληψη των εκλογών με φυσική κάλπη, όταν το επιτρέψει η πανδημία. Θεωρώ αυτονόητη απαίτηση να γίνουν αυτές και σε εργάσιμη μέρα…
Η κοινωνία εν τω μεταξύ κοιτά σαστισμένη και προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι ο εχθρός αυτή τη φορά. Το πληκτρολόγιο ή ο φόβος μήπως υπάρξει καθολική συμμετοχή και κουνηθούν τα λιμνάζοντα ύδατα και ανατραπούν οι συνδικαλιστικές ισορροπίες; Πάντως δεν φαίνεται και πολύ λογικό σε μια κοινωνία που κάνει σχεδόν τα πάντα απ’ το σπίτι της, που επιζητά την ευκολία του πληκτρολογίου και του κινητού, που υποστηρίζει την εκλογή Μπάιντεν με φυσική, ηλεκτρονική ή επιστολική ψήφο να ακούει τους δασκάλους των παιδιών της να μιλούν για «τεχνοφασισμό» και για διαβλητές εκλογές, αν αυτές γίνουν σε ψηφιακές κάλπες. Δεν ακούγεται λογικό και προοδευτικό τον 21ο αιώνα να επικαλούμαστε δημοκρατικές διαδικασίες που μας γυρίζουν στα σφαιρίδια και στο χαρτάκι στην κάλπη, την ίδια στιγμή που ομνύουμε στην οικολογία και πρωτοστατούμε στα κινήματα υπέρ της. Πολλές οι αντιφάσεις…
Όπως επίσης, δεν ποιεί διδασκαλικό ήθος η χαιρέκακη και σχεδόν εκδικητική στάση πολλών για την προχθεσινή και εν μέρει την χθεσινή αδυναμία της πλατφόρμας WEBEX να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εκπαίδευσης τόσων ατόμων. Δεν μπορεί μια εκπαιδευτική διαδικασία που αφορά στα παιδιά μας να χρησιμοποιείται ως μοχλός κομματικών επιδιώξεων και ψηφοθηρικών τακτικών και να γίνεται αντικείμενο κομματικής πολεμικής και δεν μπορεί κανείς να γελοιοποιείται προσποιούμενος τον απογοητευμένο από την αποτυχία του Υπουργείου, επειδή δήθεν έχασαν τα παιδιά το μάθημά τους, ενώ λίγες μέρες πριν υποκινούσε και στήριζε καταλήψεις. Η αλήθεια είναι ότι διευθυντές και εκπαιδευτικοί, όλο το Σαββατοκύριακο που προηγήθηκε, ετοιμαστήκαμε και καταβάλλαμε προσπάθεια για να ανταποκριθούμε, η απογοήτευση μας λοιπόν προχθές ήταν λογική. Απογοήτευση όμως, γιατί οι περισσότεροι ξέραμε αυτό που δεν προέβλεψε το Υπουργείο, ότι έπρεπε δηλαδή να υπάρχει εναλλακτική για τη δύσκολη στιγμή. Απογοήτευση επίσης, γιατί θέλαμε να κάνουμε τη δουλειά μας και να υποστηρίξουμε και γνωστικά και παιδευτικά τις ανάγκες των μαθητών μας, όχι κραυγές όμως πολιτικού και κομματικού καιροσκοπισμού. Αυτό δεν ταιριάζει σε δασκάλους. Αυτό δεν είναι το ήθος του δασκάλου.
Ο κομματισμός στην εκπαίδευση
Θα συμφωνήσω ότι το Υπουργείο δεν πρέπει να μας παιδεύει κάθε φορά με τις παλινωδίες του, τις ελλείψεις ή τις σκοπιμότητές του και εμάς και τους μαθητές και την κοινωνία ολόκληρη. Θα συμφωνήσω ότι οι ελλείψεις και λόγω κρίσης στα σχολεία είναι πολλές και ακόμη παραπέρα το περιεχόμενο, τα προγράμματα σπουδών και οι μέθοδοι διδασκαλίας μας απαρχαιωμένα. Η επιμόρφωσή μας ανύπαρκτη ή υποκριτική και επιφανειακή προκειμένου μόνο να σπαταληθούν μερικά ΕΣΠΑ ακόμη. Επίσης, ο εξορθολογισμός της διοίκησης και των τοποθετήσεών μας μονίμως ζητούμενα και τώρα πια και το προσωπικό γερασμένο. Θα τονίσω παράλληλα όμως, ότι μέσα στα σχολεία φωλιάζει κάθε είδους κομματικός μηχανισμός, ακόμη κ περιθωριακές ή μειοψηφικές πολιτικά ομάδες που στο όνομα της δημοκρατίας και των διεκδικήσεων εκφράζουν κάθε είδους πιθανά και απίθανα αιτήματα και συχνά υπονομεύουν την ομαλή λειτουργία των σχολείων με καταλήψεις, αφίσες, συνθήματα, αντιπαραθέσεις, οργανωμένες ομάδες διεκδίκησης που λίγο απέχουν και από τη βία που βλέπουμε στα Πανεπιστήμια, ώστε τελικά εκθέτουν με την αντίδρασή τους σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια ή αλλαγή, το σύνολο του εκπαιδευτικού κόσμου. Αυτό είναι μέρος της μιζέριας, της στείρας αντίδρασης και της παθογένειας της ελληνικής εκπαίδευσης. Τουλάχιστον τα Πανεπιστήμια έχουν κάνει δυο βήματα στην τηλεκπαίδευση και στις ηλεκτρονικές εκλογές και μάλλον αδιαμαρτύρητα.
Τη μέρα που θα δείτε λοιπόν τους συνδικαλιστές μας και τους εκπαιδευτικούς εκείνους που δεν αναγνωρίζουν το ρόλο τους πρώτα σαν ψηφοφόρους του ενός ή του άλλου κόμματος, αλλά ως δασκάλους να οργίζονται, επειδή οι μαθητές μας χάνουν το μάθημά τους κ αυτό δε θα συναρτάται με ιδιοτελή αιτήματα μαξιμαλιστικών αριθμών προσλήψεων και άλλα συμφέροντα ημών αντιπολιτευτικού ή άλλου χαρακτήρα, τη μέρα που θα δείτε τους συνδικαλιστές μας και τον κλάδο μας να μιλά με την ψυχή του δασκάλου και να μην κατεβάζει κατεβατά που έστειλε το κόμμα το πρωί στο μέιλ και τη γραμμή που συμφώνησαν στις μαζώξεις την προηγούμενη, τη μέρα που δε θα ακούτε λέξεις όπως "το σύστημα", το μαθητικό κίνημα", τα "αντεργατικά μέτρα", τα «πλήγματα στους αρίστους και το επιτελικό κράτος», διεκδικήσεις για τα εργασιακά μας δικαιώματα χωρίς να συνοδεύονται από προτάσεις για τις υποχρεώσεις μας και άλλα γνωστά αιτήματα διορισμών, μισθών και υλικοτεχνικής υποδομής που αυτοτελώς προβάλλονται ως η μόνη αναγκαία λύση για τα προβλήματα της εκπαίδευσης, τη μέρα που αίτημα θα είναι να ακολουθήσουμε την γενιά των millennials στα ενδιαφέροντά της και να εκσυγχρονίσουμε τις μεθόδους διδασκαλίας μας, τη γραφειοκρατία μας και τις εκλογές μας με τα ψηφιακά μέσα που μας δίνει η εποχή μας, τότε θα έχουμε φτιάξει εκπαιδευτικό σύστημα. Κυρίως τότε θα έχουμε επαναπροσδιορίσει τι σημαίνει δάσκαλος και η ίδια η κοινωνία θα μας αναγνωρίσει, όπως κάποτε, την αξία μας.
Μεγάλη μερίδα του εκπαιδευτικού κόσμου που κινείται από αδράνεια, φόβο του καινούργιου ή ιδεοληψία και κυρίως ο αυτάρεσκα αυτοαποκαλούμενος προοδευτικός συνδικαλισμός που έχει ωστόσο ριζώσει στη γλώσσα, στα συνθήματα, στα αιτήματα, στις πρακτικές και στις διεκδικήσεις των αρχών του προηγούμενου αιώνα, παραβλέπει σκοπίμως, χάρη συμφέροντος κι όχι δικαίου και δημοκρατικών δικαιωμάτων τα οποία επικαλείται, ότι η κοινωνία εκτιμά πρώτα κ αναγνωρίζει την αξία του δασκάλου, του επιστήμονα και του εργαζομένου και έρχεται μετά να σε επιβραβεύσει κι αυτή και το κράτος με τις αμοιβές που σου αξίζουν και κυρίως με τη θέση που αξίζεις στη συνείδηση των συμπολιτών σου. Όταν είσαι απαξιωμένος στη συνείδηση του κόσμου δεν καταξιώνεσαι με τα χρήματα του κόσμου όλου, με τους διορισμούς του κόσμου όλου, με την καλύτερη υλικοτεχνική υποδομή του κόσμου όλου.
Όταν φάσκεις και αντιφάσκεις, όταν αρνείσαι τα πάντα, ακόμη και τα αυτονόητα για την εποχή σου ή νομίζεις ότι η κοινωνία δεν βλέπει ότι προσπαθείς να περισώσεις τα κεκτημένα σου, όταν έχεις την τεχνολογία εχθρό σου ενώ απευθύνεσαι στη γενιά που κυρίως αυτή την αφορά και όταν μονίμως επιρρίπτεις την ευθύνη στο κράτος, λες κι εγώ και εσύ δεν είμαστε κράτος, δεν έχουμε την ευθύνη των λόγων μας, των πράξεων και δεν είμαστε το έμψυχο δυναμικό του κράτους και της εκπαίδευσης, τότε κανείς δεν σε παίρνει στα σοβαρά. Σημασία δεν έχει να υποστηρίζουν τα κόμματα τις διεκδικήσεις μας, αλλά η κοινωνία.
Την κοινωνία όμως δεν την πείθεις με λόγια, με καταλήψεις, με άρνηση των αλλαγών και με την αναπαραγωγή ενός ξύλινου κομματικού λόγου, ο καθένας της δικής του παράταξης. Την κοινωνία την πείθεις με το ήθος και την εργατικότητα του δασκάλου, με την προσαρμοστικότητά σου στην εποχή και στις απαιτήσεις της και μετά τα άλλα έρχονται. Κάποτε οι δάσκαλοι δεν είχαν τίποτα, αλλά είχαν μαζί με τον γιατρό και τον παπά -για διαφορετικό λόγο ο καθένας- τον θαυμασμό και την αναγνώριση της κοινότητας.
Η Παιδεία είναι πολιτικό θέμα. Αναμφισβήτητα. Η Παιδεία δημιουργεί πολίτες και επιστήμονες. Δεν είναι κομματικό όμως. Φοβάμαι ότι εκεί τα μπλέξαμε κι αντί να εκπαιδεύουμε την κοινωνία, την παιδεύουμε με τις συμπεριφορές μας και με τις συνεχείς αντιδράσεις μας. Αναρωτιέμαι αν τουλάχιστον την ικανοποιούμε με τη δουλειά μας.