Δημοσιεύθηκε χθες ο φετινός Δείκτης Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας του Tax Foundation που κατατάσσει βάσει των στοιχείων του 2019 τη χώρα μας στην 29η θέση μεταξύ των 36 χωρών του ΟΟΣΑ.
Παρά το γεγονός ότι η κατάταξη της χώρας μας κατά πιθανότητα θα βελτιωθεί του χρόνου καθώς η σημερινή κυβέρνηση έχει ήδη εφαρμόσει αλλαγές στο φορολογικό σύστημα που κινούνται σε γενικές γραμμές στη σωστή κατεύθυνση, η 29η θέση καταδεικνύει το τεράστιο χάσμα που καλείται η Ελλάδα να καλύψει προκειμένου να καταστεί φορολογικά ανταγωνιστική σε σχέση με τις συγκρίσιμες μ’ αυτή χώρες.
Ιδιαίτερα μάλιστα σε ό,τι αφορά τα υποπεδία των φόρων ιδιοκτησίας (32η θέση) και κατανάλωσης (31η θέση), αλλά και της εταιρικής και διεθνούς φορολόγησης (22η και 24η θέση αντίστοιχα) οι επιδόσεις της χώρας μας είναι απογοητευτικές. Μόνο σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση των φυσικών προσώπων (8η θέση), η ελληνική επίδοση είναι ικανοποιητική.
Η σημασία της φορολογικής ανταγωνιστικότητας στην ανάπτυξη και την ευημερία μιας χώρας είναι τεράστια. Αρκεί για αυτό να αναλογιστεί κανείς το ότι σήμερα μια επιχείρηση έχει τη δυνατότητα και την ευχέρεια να επιλέξει σε ποια χώρα θα εγκατασταθεί, πού θα τοποθετήσει την έδρα της, τις μονάδες παραγωγής, τις περιφερειακές τις διοικήσεις, για να έχει από εκεί πρόσβαση σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Κι αυτό όχι μόνο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ισχύει στον ύψιστο βαθμό, αλλά και εκτός αυτής.
Πώς λοιπόν μπορούμε να πείσουμε μια επιχείρηση να εγκατασταθεί στην Ελλάδα και όχι σε κάποιον γείτονα και εταίρο μας, απ’ όπου θα έχει εύκολη επιχειρηματική πρόσβαση και στη δική μας χώρα; Αυτό ακριβώς το ερώτημα απαντούν έγκυροι δείκτες όπως αυτός της Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητα, ή ο Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας, παραμετροποιώντας ακριβώς εκείνους τους παράγοντες που ενθαρρύνουν ή αποθαρρύνουν την επιχειρηματική δράση σε μια χώρα.
Οι δείκτες αυτοί λειτουργούν τριπλά: Στους επενδυτές και τους επιχειρηματίες, δίνουν μια αδρή συγκριτική εικόνα μεταξύ των διαφόρων χωρών. Στους αρμόδιους για τη χάραξη της πολιτικής δίνουν την πληροφόρηση που χρειάζονται ως προς του πού χωλαίνει ή τα πηγαίνει καλά η χώρα τους σε σχέση με τις υπόλοιπες συγκρίσιμες. Στους πολίτες, συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των λόγων της οικονομικής ευδαιμονίας ή κακοδαιμονίας της χώρας.
Είναι ευτυχές το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση δίνει σημασία στη μελέτη αυτών των δεικτών, σχεδιάζει και εφαρμόζει τις πολιτικές της έχοντας κατά νου και τη βελτίωση των επιδόσεων της χώρας στους κρισιμότερους απ’ αυτούς τους δείκτες. Βεβαίως, κανένας δείκτης δεν είναι τυφλοσούρτης - η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη απ’ ό,τι μπορούν να καταδείξουν λίγοι αριθμοί. Όμως τα εργαλεία αυτά δείχνουν - το λέει κι η λέξη - τα στραβά και τα σωστά, αλλά και την κατεύθυνση που πρέπει να έχουν οι δημόσιες παρεμβάσεις. Μας επιτρέπουν να μη βαδίζουμε στα τυφλά!