Του Αλέξανδρου Σκούρα
Χθες το βράδυ ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε μια τηλεοπτική συνέντευξη στον Νίκο Χατζηνικολάου. Εκεί, ο έμπειρος δημοσιογράφος αφού πρώτα συζήτησε τα θέματα της άμεσης επικαιρότητας - το Μακεδονικό και την επικείμενη ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση - ρώτησε τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας για τις προτάσεις του σχετικά με την οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Και τότε συνέβη κάτι το εξαιρετικά συχνό στον δημόσιο λόγο της χώρας μας: Ο κ. Χατζηνικολάου σχεδόν στην ίδια πρόταση κάλεσε τον κ. Μητσοτάκη αφενός να εφαρμόσει «φιλολαϊκή» πολιτική επιδομάτων και αφετέρου να μειώσει φόρους όπως ο ΕΝΦΙΑ. Ένας συνδυασμός που δεν χρειάζεται διδακτορικό στην οικονομική επιστήμη για να κατανοήσει κάποιος πως μάλλον είναι δύσκολο να επιτευχθεί.
Βεβαίως, οι δημοσιογράφοι δεσμεύονται ακόμη λιγότερο απ' ό,τι οι πολιτικοί μας στο λόγο τους από τα όρια του εφικτού. Πολλές φορές μάλιστα η ανάδραση του κοινού τους, τους ωθεί να υιοθετήσουν ετερόκλητα και αντιφατικά μεταξύ τους επιχειρήματα, όπως αυτό που περιέγραψα παραπάνω.
Όμως αυτό έχει τις συνέπειές του. Για παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος που σε μια συνέντευξή του χαρακτηρίζει ο ίδιος «φιλολαϊκή» την πολιτική των επιδομάτων, ουσιαστικά αποκλείει μ' αυτόν τον χαρακτηρισμό την οποιαδήποτε κριτική εξέταση των συνεπειών που έχει αυτή η «φιλολαϊκή» πολιτική στην οικονομία και την κοινωνία. Με απλά λόγια, ακόμη και με μία του λέξη, ένας δημοσιογράφος μπορεί να ορίσει το πλαίσιο μιας συζήτησης - και σωρευτικά αυτό συμβάλλει στον ορισμό του πλαισίου του δημόσιου λόγου ευρύτερα.
Οι φιλελεύθεροι υποστηρίζουμε με ισχυρά επιχειρήματα ότι φιλολαϊκό δεν είναι να μοιράζεις επιδόματα, αλλά να δημιουργείς τις προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων με τη μείωση των φόρων, για νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, για ευκαιρίες δημιουργίας και προκοπής για όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες.
Η διεύρυνση των επιδομάτων προϋποθέτει περισσότερους φόρους. Αυτό το ξέρουν φυσικά οι έμπειροι δημοσιογράφοι, οι οποίοι απ' ό,τι φαίνεται αναπαράγουν τα αντανακλαστικά αισθήματα του κοινού τους - τα οποία όμως οι ίδιοι συνδιαμόρφωσαν - που ζητούν να φορολογηθεί περισσότερο ο πλούτος. Μια πρόταση όμως που, μεταξύ των άλλων προβλημάτων της, είναι και ανεδαφική: Οι πλούσιοι, όπως αποδεικνύει η εμπειρία στην Ελλάδα και αλλού, θα βρουν τρόπους να βγάλουν τα χρήματά τους, και ακόμη χειρότερα θα αποφύγουν να τα επενδύσουν σε μια χώρα που τους φορολογεί τιμωρητικά. Κι έτσι απομένει το γνωστό υποζύγιο - η μεσαία τάξη, που διαρκώς συρρικνώνεται μέχρι τα μέλη της να βρεθούν κι αυτά στην ανάγκη επιδομάτων. Τότε όμως, δεν θα υπάρχουν χρηματοδότες.
Αυτό το επιχείρημα, μολονότι απλό, είναι λιγότερο εύπεπτο από την πλάνη του Ρομπέν των Δασών «πάρτε τα από τους έχοντες και μοιράστε τα στους φτωχούς», που συχνά συμφέρει τους δημοσιογράφους μας να αναπαράγουν αντανακλώντας έτσι σε μεγάλο βαθμό τις προκαταλήψεις του δημόσιου λόγου ευρύτερα - προκαταλήψεις που στην Ελλάδα κλίνουν ακόμη προς τον κρατισμό και τον μαρξισμό.
Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό; Με δύο προϋποθέσεις, που περιγράφει με ενάργεια ο Φρίντριχ Χάγιεκ στο δοκίμιό του Οι διανοούμενοι και ο σοσιαλισμός: Η πρώτη είναι να ακυρωθούν στην πράξη αυτά τα δήθεν επιχειρήματα, κάτι που συνέβη με πάταγο στην Ελλάδα - και όχι μόνο τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο δεύτερος είναι οι φίλοι της ελευθερίας να καταστήσουν τα δικά τους επιχειρήματα εύληπτα και διαθέσιμα για όποιους θα τα αναζητήσουν. Να τα κάνουν ελκυστικά και δημοφιλή και να τα παρουσιάσουν σε εύχρηστη μορφή τόσο στο γενικό κοινό όσο και στους δημοσιογράφους και τους υπόλοιπους «μεταπράτες ιδεών». Αυτή είναι κατ' εξοχήν η δουλειά των δεξαμενών σκέψης, και ένας στόχος που στο ΚΕΦίΜ εξαρχής και σταθερά ιεραρχούμε ψηλά. Πολύ σύντομα, θέλουμε η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών όταν ακούει ρητά ή όχι κάποιον να προτείνει ταυτόχρονα περισσότερα επιδόματα και μείωση φόρων, να καταλαβαίνει αμέσως το λάθος.