Όλα δείχνουν πλέον πως βρισκόμαστε στο τελευταίο μίλι της πανδημίας. Οι εμβολιασμοί προχωρούν με ταχύτατους ρυθμούς, τα κρούσματα στις ΜΕΘ μειώνονται και η οικονομία σταδιακά βγαίνει από το lockdown.
Όλοι κοιτάζουμε την επόμενη μέρα και τις προκλήσεις που τη συνοδεύουν: την τεράστια εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και την ψηφιακή επανάσταση.
Για άλλη μια φορά όμως, δεν κοιτάζουμε όλοι στην ίδια κατεύθυνση.
Δυστυχώς για τους πολλούς, κάποιοι ονειρεύονται να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να πιάσουμε, ως χώρα, το νήμα εκεί που το αφήσαμε το 2009.
Ονειρεύονται την προ οικονομικής κρίσης εποχή. Τότε που η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων πολιτών συνεχώς μεγάλωνε. Τότε που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 18.100 ευρώ το 2005, έφτασε τα 21.800 ευρώ το 2008.
Αυτή, όμως, είναι η μια πλευρά που κάποιοι στον δημόσιο διάλογο χρησιμοποιούν για να θολώσουν, εσκεμμένα, τον καθρέφτη, εκμεταλλευόμενοι τον φόβο και την αγωνία των συμπολιτών τους.
Μπορεί στην Ελλάδα να γεννήθηκε ο μύθος και μέσω αυτού να δόθηκαν ερμηνείες κατά το δοκούν, αλλά σήμερα, αν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε μυθοπλαστικά την πραγματικότητα, το αποτέλεσμα θα είναι οδυνηρό.
Η ωμή πραγματικότητα λέει ότι μέχρι το 2009 όλα ήταν επίπλαστα και ένα μικρό αεράκι ήταν ικανό να φέρει την καταστροφή, όπως και την έφερε.
Ζούσαμε με δανεικά. Μεγάλωνε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αλλά ταυτόχρονα διογκωνόταν και το δημόσιο χρέος. Ζούσαμε με δανεικά χωρίς η χώρα να έχει παραγωγική βάση.
Ζούσαμε καταναλωτικά με ένα εμπορικό ισοζύγιο που συνεχώς γινόταν και πιο ελλειμματικό. Ζούσαμε με δανεικά και συνεχώς διογκώναμε τις δαπάνες χωρίς να επιτυγχάνουμε αποτελεσματικότητα, χωρίς δηλαδή να παρέχουμε ένα ικανοποιητικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Καταναλώναμε ως χώρα τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων αδιαφορώντας για τις επόμενες γενιές.
Παίρναμε τις αγροτικές επιδοτήσεις και αντί να τις χρησιμοποιούμε στη βελτίωση των καλλιεργειών και στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας τις χρησιμοποιήσαμε, σε μεγάλο βαθμό, στην αγορά εισαγόμενων καταναλωτικών προϊόντων.
Νομιμοποιήσαμε στη συνείδησή μας και κάναμε κοινωνικά αποδεκτή την εισφοροδιαφυγή και τη φοροδιαφυγή και όλα αυτά έγιναν ανεκτά και από την κρατική μηχανή.
Αδιαφορήσαμε για την υγιή και καινοτόμο επιχειρηματικότητα και στηρίξαμε την κρατικοδίαιτη και αδιαφανή οικονομική δράση. Ταυτίσαμε την υγεία με το φακελάκι και την παιδεία με την παραπαιδεία.
Αυτές είναι λίγες μόνο από τις αιτίες που οδήγησαν την Ελλάδα στο αδιέξοδο. Το τίμημα ήταν μεγάλο. Έγινε ακόμη μεγαλύτερο με την εμφάνιση της πανδημίας.
Δε θα έπρεπε να θέλουμε να γυρίσουμε, στην Ελλάδα του χτες, σε μια εποχή πριν από την κρίση γιατί η εποχή αυτή γέννησε την κρίση.
Η χώρα έχει ανάγκη από μια διαφορετική πορεία. Έχει ανάγκη από βαθιές μεταρρυθμίσεις στο κράτος, στη δικαιοσύνη, στην παιδεία, στην υγεία, στα εργασιακά και σε πολλούς άλλους τομείς. Έχει ανάγκη από στήριξη των υγιών και καινοτόμων επιχειρηματικών δυνάμεων.
Πάνω απ' όλα έχει ανάγκη να φύγουμε από το παρελθόν, να ελευθερώσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας και να υφάνουμε μια άλλη αντίληψη για την ανάπτυξη της χώρας.
Παρουσιάζεται μπροστά μας μια τεράστια ευκαιρία, όχι απλώς να θεραπεύσουμε τις οικονομικές πληγές που προκαλεί η πανδημία, αλλά να καλύψουμε το χαμένο έδαφος δεκαετιών και να διορθώσουμε τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης.
Είναι η μεγάλη ευκαιρία η χώρα να αναπροσαρμόσει το παραγωγικό της μοντέλο, να δώσει βάρος στη βιομηχανική και την πρωτογενή παραγωγή, ταυτόχρονα με την ψηφιοποίηση.
* O Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου