Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Δημοσιεύουμε φωτογραφίες μανάδων με παιδιά στην αγκαλιά που κλαίνε και φοβούνται, ανδρών και γυναικών μαχητών που αναλαμβάνουν πάλι όπλα και πάνε στο μέτωπο αποχαιρετώντας τους γέρους γονείς τους, αναπολούμε τις εποχές που γιορτάζαμε το Νεβρόζ μαζί τους στην πλατεία Εξαρχείων, χορεύοντας όλοι μαζί, Έλληνες και Κούρδοι αυτοεξόριστοι, κύκλιους χορούς — και… αυτά. Παρακολουθούμε, και μάλιστα παρακολουθούμε λοξά, με το ένα μάτι, κι αυτό μισόκλειστο, όσα γίνονται στα ανατολικά μας με την τουρκική επιχείρηση στη Συρία, και τίποτε άλλο.
Κι ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που προβλέπουν μεγάλη αύξηση των προσφυγικών ροών στα νησιά μας, γιατί και πού να πάνε τόσοι εκτοπισμένοι και δυστυχείς —ο κόσμος είναι πολύς εκεί, και το χώμα άγονο—, από κοντά, κάποιοι δικοί μας λένε πόσο ανόητοι ήσαν όσοι φώναζαν όλα τα προηγούμενα χρόνια για μια κάποια μείωση των υπέρογκων στρατιωτικών δαπανών μας, καθώς «βλέπουμε τώρα τι θα παθαίναμε έτσι και ήμασταν λιγότερο ικανοί να αποτρέψουμε μία τουρκική επίθεση στο Αιγαίο»: θα μας τα έπαιρναν όλα, λέει, θα χάναμε εδάφη και στρατό.
Αναφορικά με το πρώτο, λυπούμαι πολύ που το λέω αλλά είναι πολύ λογικό που απλώς παρακολουθούμε, και μάλιστα με το ένα μάτι —κι αυτό μισόκλειστο—, και είναι επίσης πολύ λογικό που βλέπουμε μιαν άκρη μόνο από όσα διαδραματίζονται εκεί —κι αυτή μόνο σε ένα πρωτογενές επίπεδο: συναισθηματικά, φεϊσμπουκικά, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο εκφράζουμε τη λύπη μας για μια μεγάλη πυρκαγιά ή για ένα χτυπημένο ζωάκι—, γιατί απλούστατα δεν μπορούμε, δεν είμαστε σε θέση, να κάνουμε απολύτως τίποτε άλλο.
Η Τουρκία είναι ένας μεγάλος παίκτης στην περιοχή, συνομιλεί ως ίσος προς ίσον με δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, και τίποτε δεν φαίνεται ικανό να τη «συνετίσει». Εμείς πάντως σίγουρα όχι — ακόμη και αν γινόμασταν ακόμη πιο έκδηλα συναισθηματικοί στις αντιδράσεις μας, ακόμη και αν τις εξωτερικεύαμε πιο έντονα, ακόμη και αν ανεβάζαμε πιο πολλές φωτογραφίες στα social media — ή ακόμη και αν οι πολιτικοί μας ηγέτες εξέδιδαν πιο αυστηρές ανακοινώσεις. Όχι, η Ελλάδα —το πολιτικό της προσωπικό και οι πολίτες της— δεν είναι ικανή να κάνει κάτι γι' αυτό που συμβαίνει.
Μήπως όμως μπορεί να κάνει κάτι η μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα στην οποία ανήκει η Ελλάδα; Μπα. Ούτε αυτή μπορεί. Η Ευρώπη μπορεί μεν να βαδίζει, στ' αλήθεια ή στα ψέματα, τον δρόμο της Ολοκλήρωσης, αλλά αυτό είναι ένα όνειρο που θα αργήσει πολύ ακόμη να κάνει τα πρώτα του βήματα — βασικά, θα αργήσουμε πολύ να αντιληφθούμε πραγματικά όλοι ακόμη και την ίδια την αναγκαιότητά του. Ίσα-ίσα: ο δρόμος αυτός, εξαιτίας των αντιευρωπαϊστών —ακροδεξιών, εθνικιστών, λαϊκιστών της Αριστεράς, αλλά και μεγάλου μέρους των λαών της: εκείνου του μέρους που άγεται και φέρεται από τους επιτηδείους των δύο άκρων χωρίς να είναι σε θέση να σκεφτεί πως έτσι βγάζει μοναχό του τα μάτια του—, είναι σήμερα βομβαρδισμένος, κατασπαραγμένος, ένα ρημαδιό, και χρειάζεται να επινοηθούν νέοι τρόποι για να μαζέψει, πρώτα-πρώτα, τα κομμάτια του ώστε να συνεχίσει, ίσως, μετά ό,τι πρέπει να συνεχιστεί.
Άρα τι άλλο να κάναμε; Τι άλλο είμαστε σε θέση να κάνουμε; Οι πολίτες της Ευρώπης μπορούν απλώς να παρακολουθούν, να λυπούνται και να υπογράφουν ψηφίσματα στο ίντερνετ —ανύπαρκτης χρησιμότητας και μηδαμινής ισχύος— και κάποιοι εκ των ηγετών των μεγάλων, και πλουσιότερων από εμάς, χωρών μπορούν απλώς να μιλούν για μία σειρά πιθανών εμπορικών κυρώσεων («Δεν θα σας πουλήσουμε άλλα όπλα στο μέλλον») και άλλα τέτοια.
Αναφορικά με το δεύτερο τώρα, τις επιθετικές ορέξεις της Τουρκίας που σταματούν μπροστά στην αποτρεπτική δύναμη του στρατού μας… Στ' αλήθεια, δεν το πιστεύουμε αυτό. Όχι γιατί δεν έχουμε εμπιστοσύνη στην ισχύ των όπλων μας. Έχουμε. Μάλιστα, χάριν της συζητήσεως, μπορούμε να υποθέσουμε πως διαθέτουμε και υπεροπλία έναντι των γειτόνων μας. (Δεν διαθέτουμε υπεροπλία, το αντίθετο, αλλά είπαμε: έστω). Παρ' όλα αυτά, δεν νομίζουμε πως είναι κανόνας να επιτίθεται ένα κράτος σε ένα άλλο μόνο εάν είναι σίγουρο ότι θα «κερδίσει τον πόλεμο» χάρη στην υπεροπλία του. Για την ακρίβεια, οι σύγχρονοι πόλεμοι δεν γίνονται όπως στην αρχαιότητα ή όπως τον καιρό του Ναπολέοντα — ούτε καν όπως κατά τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν θα ξεκινούσε ποτέ μία εκστρατεία εναντίον μας. Ένα «επεισόδιο» θα συνέβαινε. Που, σιγά-σιγά, θα εξελισσόταν σε «γεγονός», και ίσως μάλιστα τετελεσμένο γεγονός.
Όχι: ούτε μία πιθανή —ή απίθανη— δική μας υπεροπλία θα μπορούσε ποτέ να μας προστατεύσει έναντι των επιθετικών, επεκτατικών ή άλλης γεωπολιτικής βάσεως ορέξεων της Τουρκίας αν η Ελλάδα δεν ήταν —πρωτίστως αυτό— κομμάτι της Ευρώπης. Αν δεν ήταν σπλάχνο από τα σπλάχνα της. Η Τουρκία δεν επιτίθεται, ούτε θα επιτεθεί, στην Ελλάδα, κατά τον ίδιο λόγο που δεν επιτίθεται, ούτε θα επιτεθεί, στη Γερμανία, επί παραδείγματι, ή στη Γαλλία. Με άλλα λόγια, όχι: δεν μας σώζει που έχουμε τόσο ισχυρό στρατό και που εξοικονομούμε όσα εξοικονομούμε (παίρνοντας από οπουδήποτε αλλού) για στρατιωτικές δαπάνες και παρελάσεις.
Μας σώζει που διακόσια χρόνια τώρα Είμαστε Ευρώπη.
Αυτό, αν θυμάστε, ήταν που διακυβεύτηκε τα προηγούμενα χρόνια. Και αυτό είναι το #1 που πρέπει να μας απασχολεί σε πρώτο επίπεδο.
Και σε δεύτερο; Σε δεύτερο επίπεδο —και μακρινό: το ξέρω πολύ καλά— πρέπει να μας απασχολεί πώς θα γίνουμε ΕΜΕΙΣ εκείνοι που θα σφυρηλατήσουν την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, τον μόνο τρόπο δηλαδή για να εξακολουθεί να υπάρχει ισχύς, ευτυχία, ελπίδα, πλούτος και απόλυτη, άνευ ορίων και άνευ όρων, ελευθερία στην ήπειρό μας. Για να εξακολουθούν να υπάρχουν δηλαδή δυνατότητες για ΟΛΟΥΣ. Ναι, εμείς: ένα μικρό περιφερειακό αδύναμο κράτος.
Αλλά, διάολε, όχι όποιο κι όποιο: αν μη τι άλλο, πάνω σε μία ιδεατή, ίσως και φαντασιακή, Ελλάδα χτίστηκε ο ανθρώπινος ναός της Ευρώπης.
Αυτή πρέπει να γίνει η νέα Μεγάλη Ιδέα του έθνους.