«Υπάρχει μια μυστική κρύπτη στη ζωή κάθε ανθρώπου, που την κρατά κλεισμένη. Ξέρει ότι υπάρχει εντός του, ξέρει ότι μπορεί να μπει όποτε θέλει, αλλά δεν το τολμά ποτέ. Γιατί; Γιατί είναι βέβαιος ότι από εκεί θα ορμήσουν όλα τα πράγματα που φοβήθηκε από τότε που γεννήθηκε έως τώρα και θα τον κατασπαράξουν.»
Αλέξης Σταμάτης «Αθώα πλάσματα», εκδ. Καστανιώτη, σελ.272
Ο Αλέξης Σταμάτης, είναι από τους συγγραφείς που ακόμα κι αν υπογράφουν ψυχολογικό ή κοινωνικό μυθιστόρημα, ιστορία ενηλικίωσης ή θεατρικό κείμενο, το πρώτο επίπεδο είναι νουάρ αφήγηση. Γνωρίζοντας καλά ότι τα μυστικά της ύπαρξης έτσι τα προσεγγίζει ή τα διαβάζει κανείς: σαν το αίνιγμα που εμπεριέχουν.
Στα «Αθώα πλάσματα» το καινούργιο του μυθιστόρημα, τα αντιφατικά δίπολα και οι κατ’ ευφημισμόν εκφράσεις ξεκινούν ήδη από τον τίτλο: «Αθώα πλάσματα», για ένα σκοτεινό νουάρ, υπαρξιακό θρίλερ, όπου ουδείς αναμάρτητος.
Με το πανάρχαιο δίπολο έρωτας- θάνατος, άγιος- εγκληματίας, θύτης- θύματα, υποκείμενο- αντικείμενο, εν ολίγοις η αιώνια μάχη Καλού και Κακού να δεσπόζει από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα.
Ο κεντρικός του ήρωας, ένας μοναχικός Στέφανος, ιδιωτικός ερευνητής κατ’ επάγγελμα, κουβαλώντας το δικό του σκοτεινό παρελθόν επιστρέφει στην Αθήνα και δέχεται μια παράξενη επίσκεψη. Η Μαριάννα, επίδοξη πελάτης, του ζητά να την παρακολουθήσει. Αρχικά της αρνείται. Αλλά χωρίς να το καλοκαταλάβει, ακολουθώντας τα ίχνη της πέφτει επάνω σε ένα περίεργο ζευγάρι και στην σχεδόν μυθιστορηματική αυτοκτονία της. Κι από εκεί και ύστερα έχει πολλά να μάθει. Κατ’ αρχάς ότι «Ο άγιος δεν είναι μόνο για το θαύμα είναι και για το τραύμα. Ο άγιος και ο εγκληματίας ζευγάρι». Αμέσως μετά εκείνο που ήδη αποτελεί την πεμπτουσία της συγγραφής για τον ίδιο, ότι «Πρέπει να μπορείς να ακούς ό,τι δεν διατυπώνεται». Το γνωστό σε όλους μας ακόμα και εμπειρικά «Όταν παίρνεις γίνεσαι, όταν δίνεις είσαι». Την πικρή αλήθεια του πανεπόπτη εαυτού «Ο εαυτός μου με κοιτάζει δύο μέτρα μπρος μου ή πίσω μου, ανάλογα. Βούληση ή παράσταση; Είμαι η αντανάκλαση του εαυτού μου.» Την βιωμένη πραγματικότητα ότι «Τα αισθηματικά διλήμματα λύνονται σωματικά». Και την ανυπακοή της ανθρώπινης φύσης ήδη από την εκδίωξή της από τον παράδεισο: «Τα πεπρωμένα είναι για τους χαρισματικούς ανθρώπους. Όχι για εκείνους που σπαταλούν όλο αυτό το περίπλοκο, το τρελό συνονθύλευμα, για να αράξουν τεμπέλικα στα σπλάγχνα τους και να τα τσιμπολογάνε σιγά σιγά μέχρι να μη μείνει κοκαλάκι. Τα πεπρωμένα δεν είναι για εκείνους που ζουν για να περάσει η ώρα, η μέρα, η στιγμή».
Και οι ήρωες του Αλέξη Σταμάτη, και σ’ αυτό το πρόσφατο μυθιστόρημα είναι ανυπάκοοι, δηλαδή, «χαρισματικοί», γεννημένοι για το καλύτερο και για το χειρότερο.
Αποδεικνύοντας κατ’ εξακολούθηση ότι «Θα είμαστε πάντα ο εαυτός μας και η ηχώ μας. Η ηχώ των λέξεων, των πράξεών μας. Μέχρι να πεθάνουμε· έτσι κι αλλιώς, όλοι θα πεθάνουμε» και πως «Η πράξη είναι πάντα το μετά. Ενώ θα έπρεπε να είναι το κατά τη διάρκεια», σκιαγραφεί μια ατμοσφαιρική, κινηματογραφική σχεδόν ιστορία όπου τα πάντα διαρκώς ανατρέπονται, το δίπολο θύτης- θύμα, παίκτης και πιόνι αλλάζουν θέση, αποκαλύπτοντας ότι το παρελθόν είναι γεμάτο από πράξεις που αντανακλούνται στο μέλλον κι εμείς φερέφωνα πια μιας παλιάς δικής μας επιλογής σε ένα διαρκές διπλό ταξίδι: στους άλλους και μέσα μας.
Ο ήρωάς του, παρατηρώντας και παρακολουθώντας τους άλλους, ανακαλύπτει τον σκοτεινό του εαυτό, ξαναπροβάλλει το ξεχασμένο παρελθόν του στο ταραγμένο παρόν, μαθαίνει- θέλει δε θέλει- ακόμα κι εκείνα που επιμελώς έχει φροντίσει να ξεχάσει.
Η τεχνική ζωής, συνήθως διπλή: «Εσύ ψάχνεις τον πυρετό των προορισμών, εγώ κινούμαι μες στη σιωπή της διαδικασίας. Πρέπει να σεβόμαστε την παραδοξότητα όσων μάς συμβαίνουν». Και η συγγραφική διαπίστωση «Είμαι πια στο ναυάγιο των λέξεων. Έχω πνιγεί από την ίδια μου τη γνώση.»
Αλλά όπως και να έχουν τα πράγματα «Όμως, ο πόνος υπάρχει. Ακόμα και η Εκκλησία υποστηρίζει ότι οι πόνοι του Χριστού ήταν πραγματικοί και όχι συμβολικοί. Οι νομοί της φύσης λειτουργούσαν πάνω στο σταυρό».
Με ασθματική, αφηγηματική φωνή, κατακερματισμένη αντίληψη γεγονότων και μέσα από διαρκή πυρετώδη δράση, ο Αλέξης Σταμάτης μοιάζει σα να έχει βαλθεί σ’ αυτό του το μυθιστόρημα να απαντήσει σε όλους τους υπαρξιακούς γρίφους, να μην αφήσει αίνιγμα για αίνιγμα άλυτο, ώστε ξεκάθαρος να βαδίσει προς την καινούργια του αποκαλυπτική κατάσταση ακόμα κι όταν την ίδια στιγμή μυθιστορηματικά την απορρίπτει: «Ίσως για αυτόν το λόγο δεν θέλησα να γίνω ποτέ πατέρας, για να μην είμαι υπεύθυνος για αυτή την απειλή θανάτου. Για να μη φέρω έναν μελλοντικό νεκρό στον κόσμο».
Γιατί το αναφέρουμε; για τον απλούστατο λόγο ότι τα «Αθώα πλάσματα» γεννήθηκαν μαζί με τον Ερμή, το γιό του.
Ένα καλοσχεδιασμένο, μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια μυθιστόρημα, για το οποίο ο συγγραφέας ορκίζεται πως ήξερε μόνο την αρχική φράση. Μπορεί, εν τέλει, και μια ιστορία που αναζήτησε τον κατάλληλο συγγραφέα της για να γραφτεί, να την αφηγηθεί κι έτσι να υπάρξει.
Τι είναι τα «Αθώα πλάσματα» τελικά; Αστυνομικό, θρίλερ, οντολογικό μυθιστόρημα, μια παραβολή; Η τελική ετυμηγορία ανήκει στον αναγνώστη. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για το πιο σύνθετο, απολαυστικό και ώριμο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη.