Αρκετοί ρομαντικοί αριστεροί, εμπνευσμένοι από το μαρξισμό, συχνά θεωρούν ότι στην κομμουνιστική ουτοπία τους, κάθε άνθρωπος φέρεται προς το συνάνθρωπό του σαν να ήταν μέλη της ίδιας οικογένειας. Όπως οι γονείς στηρίζουν τα παιδιά τους, έτσι και η κοινωνία οφείλει να λειτουργεί σύμφωνα με το μαρξιστικό μοτίβο «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Στην πράξη βέβαια, μάθαμε πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο και ανέφικτο, όμως το νοητικό πείραμα της παρομοίωσης της κοινωνίας με μία οικογένεια είναι ενδιαφέρον. Πώς θα έμοιαζε άραγε η ελληνική κοινωνία αν ήταν μία οικογένεια;
Η ελληνική οικογένεια σήμερα είναι μία γηρασμένη οικογένεια με διάμεση ηλικία τα 43,4 χρόνια. Τα νεότερα μέλη της αναμένεται να ζήσουν πάνω από τα 80 χρόνια αλλά το έτος 2050 η οικογένεια θα είναι αισθητά μικρότερη από ότι είναι σήμερα καθώς θα χάσει περισσότερα μέλη από αυτά που θα γεννηθούν. Βέβαια, η οικογένεια ανήκει στην καλή κοινωνία των παγκόσμιων οικογενειών. Είναι η 34η πλουσιότερη οικογένεια του κόσμου, ανήκει στην ευρωπαϊκή και βορειοατλαντική οικογένεια, γεγονός που την καθιστά ισχυρή και επαρκώς προστατευμένη από κακοπροαίρετους γείτονες ή κλέφτες.
Στην οικονομία τα πράγματα είναι κάπως χειρότερα. Η μέση ελληνική οικογένεια έχει καθαρό διαθέσιμο εισόδημα περίπου 17 χιλιάδες δολάρια ετησίως. Οι λογαριασμοί της στις τράπεζες όχι μόνο είναι άδειοι, αλλά χρωστάει και το 15% του ετήσιου εισοδήματός της σε δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Επιπρόσθετα, κάθε μέλος της έχει και ένα χρέος της τάξης των 34 χιλιάδων δολαρίων, ποσό που αντιστοιχεί στο δημόσιο χρέος κατά κεφαλήν. Όσον αφορά τη φορολογία, το μόνο που αξίζει να αναφέρουμε είναι πως κάθε χρόνο οι δαπάνες της οικογένειας για τα κόστη της επικοινωνίας, αγαθά οικιακής χρήσης, ένδυση, μεταφορές, στέγαση, φως - νερό τηλέφωνο, βενζίνη, φαγητό και ποτό, είναι περίπου οι μισές από τους φόρους που πληρώνει.
Η ελληνική οικογένεια δεν είναι ευτυχισμένη. Αντίθετα, αν τη συγκρίνουμε με τις 40 καλύτερες οικογένειες του πλανήτη (μέλη του ΟΟΣΑ), είναι η δεύτερη πιο μίζερη. Αυτό είναι λογικό αφού περίπου τα μισά της μέλη δεν δουλεύουν, είτε επειδή είναι συνταξιούχοι είτε επειδή θέλουν να βρουν δουλειά και δε βρίσκουν. Το πρόβλημα της ανεργίας είναι, δυστυχώς, μεγαλύτερο στα παιδιά της οικογένειας που βρίσκουν δουλειά μόνο για δύο τετράμηνα κάθε χρόνο (33% νεανική ανεργία). Σε ότι αφορά τη σχέση κράτους και οικογένειας, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 28% των κρατικών δαπανών πηγαίνει σε συντάξεις των παππούδων και των γιαγιάδων και μόλις το 8% στην εκπαίδευση των παιδιών.
Στον τομέα της εκπαίδευσης, η οικογένεια στέλνει τα παιδιά της σε ένα αρκετά συγκεντρωτικό και απαξιωμένο δημόσιο σχολείο που σε σύγκριση με τα σχολεία των ανεπτυγμένων οικογενειών κατατάσσεται τρίτο από το τέλος. Μόνο 1 στα 4 ενήλικα μέλη της δεν έχει τελειώσει το λύκειο ενώ στα παιδιά, τα κορίτσια φαίνεται ότι παίρνουν τα γράμματα λίγο καλύτερα από τα αγόρια.
Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, η οικογένειά μας τα πήγε καλά στην πρώτη φάση της πανδημίας. Δυστυχώς, τις τελευταίες εβδομάδες δείχνει το κακό της πρόσωπο. Τα μισά μέλη της πιστεύουν ότι ο κορονοϊός είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Παράλληλα, ένα στα τρία μέλη της είναι τόσο ψεκασμένο που νομίζει ότι ο κορονοϊός δημιουργήθηκε για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, όπως τον αναγκαστικό εμβολιασμό ή την κατάργηση των ελευθεριών μας.
Η οικογένειά μας είναι μία καλή οικογένεια, με μεγάλες αδυναμίες και αρκετές προοπτικές. Φαίνεται ότι λογαριάζει περισσότερο τους παππούδες και τις γιαγιάδες από τα παιδιά, στα οποία έχει φορτώσει και ένα τεράστιο αναλογικά χρέος. Όμως, τα νέα παιδιά είναι ταυτόχρονα και η κύρια ελπίδα της οικογένειας για ένα καλύτερο μέλλον. Πότε θα ασχοληθεί με τις δικές τους ανάγκες; Μόνο οι γονείς και οι παππούδες το γνωρίζουν.