Με αφορμή την τρέχουσα οικονομική κρίση, πλήθος είναι οι αναφορές και οι παραλληλισμοί με ανάλογες καταστάσεις στο παρελθόν, συνήθως σε μια προσπάθεια να αντληθούν χρήσιμα διδάγματα για το παρόν.
Στο πεδίο αυτό, η συνεισφορά των ιστορικών μοιάζει αυτονόητη, έστω και αν η παρουσία τους στο περιβάλλον που διαμορφώνουν τα ΜΜΕ είναι μάλλον περιορισμένη.
Πρόσφατα, μελέτησα τις απαντήσεις που κλήθηκαν να δώσουν ιστορικοί, οι οποίοι εργάζονται στη Βρετανία, στο ερώτημα: «Η απότομη άνοδος πάντοτε ακολουθεί την απότομη πτώση;» (Does boom always follow bust?) Σταχυολογώ ορισμένες χρήσιμες επισημάνσεις, προτού καταλήξω στις δικές μου εκτιμήσεις:
Βέβαιο φαίνεται ότι την πτώση λόγω κρίσης δεν ακολουθεί πάντοτε η άνοδος και, το κυριότερο, τίποτα δεν εγγυάται ότι η όποια άνοδος θα έχει διάρκεια. Μπορεί την πτώση να διαδεχθεί μια θεαματική ανοδική αντίδραση τύπου ‘V’ ή μια σταδιακή ανάκαμψη τύπου ‘U’, αλλά και παρατεταμένη στασιμότητα τύπου ‘L’.
Η ενίσχυση της ζήτησης μετά την κρίση αποτελεί βασικό στοιχείο ανόδου: Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών σημείωσε ραγδαία αύξηση, καθώς έπρεπε να αναπληρωθούν τα αποθέματα που είχαν εξαντλήσει οι πολεμικές ανάγκες, και οι καταναλωτές έβγαιναν από μια παρατεταμένη περίοδο στερήσεων.
Πρόσθετη ώθηση έδωσαν στη μεν παραγωγή οι καινοτομίες που γέννησε η πίεση των πολεμικών αναγκών, στη δε κατανάλωση η εκτεταμένη χρήση της διαφήμισης και τα νέα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.
Ωστόσο, μέσα σε μια περίπου δεκαετία, η εντυπωσιακή ανάπτυξη, ιδίως στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, εκείνη των ΗΠΑ, έδωσε τη θέση της στην κρίση και παρατεταμένη ύφεση.
Αλλού, τα πράγματα εξελίχθηκαν ακόμα χειρότερα: Στην Ευρώπη του αυταρχισμού και της αυτάρκειας που υποδαύλισε η οικονομική κρίση, την ύφεση ακολούθησε η καταστρεπτικότερη σύρραξη της Ιστορίας. Αντίθετα, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποδείχτηκε καταλυτικός προκειμένου το άρμα της αμερικανικής οικονομίας να «ξεκολλήσει» από την ύφεση και να καλπάσει με ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης.
Άλλα παραδείγματα δείχνουν προς άλλες κατευθύνσεις. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, έπειτα από μια οικονομική κρίση στη δεκαετία του 1990, η οικονομία καθηλώθηκε σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς τύπου ‘L’.
Επίσης, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η ανάκαμψη έγινε αισθητή κυρίως στους δείκτες των χρηματιστηρίων (ιδίως της Wall Street) και πολύ λιγότερο στην πραγματική οικονομία, όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης γενικά παρέμειναν χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους προ κρίσης.
Αντίθετα, οι οικονομίες των «τίγρεων» της Ασίας, οι οποίες δοκιμάστηκαν κατά καιρούς από τη δεκαετία του 1990, συνήθως ανέκαμπταν με αξιοσημείωτη ταχύτητα. Ο κινητήριος μοχλός ήταν οι ξένες επενδύσεις.
Σήμερα, η άρση της καραντίνας και η χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων είναι φυσικό να αυξάνουν τη ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες. Είναι όμως αρκετή η τόνωση του τζίρου σε κομμωτήρια, καφέ και πολυκαταστήματα για να αναπληρώσει χαμένα κέρδη, φορολογικά έσοδα ή θέσεις εργασίας, και μάλιστα μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας;
Από την εποχή του μεσοπολεμικού Κραχ, δικαιούται κάποιος να υποδείξει ιστορικά προηγούμενα, σύμφωνα με τα οποία η παρέμβαση του Κράτους ως επενδυτή επιδρούσε ως καταλύτης προκειμένου να σπάσει ο φαύλος κύκλος των μειωμένων εσόδων, των πτωχεύσεων, της ανεργίας και της ύφεσης.
Τόσο στην περίπτωση της αμερικανικής οικονομίας επί Ρούζβελτ όσο και στα πρόσφατα παραδείγματα από τις ασιατικές οικονομίες, φαίνεται ότι το κλειδί της ταχείας ανάκαμψης μετά την κρίση ήταν οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία:
Στην πρώτη περίπτωση, τα μεγάλα έργα του New Deal και, πολύ περισσότερο, η τεράστια ζήτηση που συνόδευσε την ανάδειξη των ΗΠΑ σε «οπλοστάσιο της Δημοκρατίας» μετά την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έθεσαν τις βάσεις για έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης και υψηλής απασχόλησης.
Στη δεύτερη περίπτωση, η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις ευέλικτες οικονομίες της νοτιοανατολικής (ιδίως) Ασίας διατήρησε τη ροή επενδυτικών κεφαλαίων σε επίπεδα ικανά να εγγυηθούν την ανάκαμψη μετά την εκάστοτε κρίση.
Απλουστεύοντας, οι επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα φαίνεται να εγγυώνται την ταχύτερη έξοδο από την κρίση προς την ανάκαμψη. Αυτό προϋποθέτει κλίμα εμπιστοσύνης που καλλιεργεί πρωτίστως το Κράτος. Αν τα στοιχεία αυτά λείψουν, η παρέμβαση του κράτους, αν και βραχυπρόθεσμα χρήσιμη, επιφέρει σοβαρές παρενέργειες για την υγεία των δημόσιων οικονομικών – και αυτά τα κοιτούν οι σοβαροί επενδυτές.
Τέλος, ας μη λησμονείται ότι η σημερινή κρίση, όπως και άλλες από το απώτατο παρελθόν, πυροδοτήθηκε από «εξωγενές» αίτιο – έναν ιό σήμερα, βακτήρια, ξηρασία, πλημμύρες και άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες στο παρελθόν. Ο βαθμός εξόδου των ανθρώπινων κοινωνιών από την κρίση ήταν ανάλογος της ικανότητας προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες. Σε περίπτωση αποτυχίας, ακολουθεί η παρακμή ή και η κατάρρευση.
Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.