Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε ένα πολύ αστείο μιμίδιο στο twitter που με έβαλε σε σκέψεις. Ένας καθηγητής Αμερικανικού πανεπιστημίου έστειλε επιστολή στους φοιτητές του που περίπου έλεγε τα εξής: «Γεια σας, δυστυχώς θα πρέπει να επαναπρογραμματίσουμε το διαγώνισμα και θα πρέπει να ακυρώσω το μάθημα της Τρίτης. Ενάντια στη θέλησή μου, έπεσα θύμα πυροβολισμού και βρίσκομαι στην εντατική. Επίσης, έχω κορονοϊό και το διαζύγιο από τη σύζυγό μου περιπλέκεται… Αν είμαι ζωντανός, το διαγώνισμα θα διεξαχθεί την επόμενη Δευτέρα».
Η ιστορία αυτή, ασχέτως του αν είναι απλό χιούμορ ή όντως συνέβη, είναι ενδεικτική του πως κυλάει το 2020 για το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών. Το δίδαγμα της ιστορίας αυτής είναι ότι ο καθηγητής, παρά το όσα του συμβαίνουν, μόλις σταθεί στα πόδια του θα συνεχίσει τη δουλειά του κανονικά.
Μέσα στους τελευταίους μήνες οι κυβερνήσεις έχουν λάβει μέτρα που πριν τον Ιανουάριο θα ήταν αδιανόητα. Οι υπουργοί Οικονομικών, ιδιαίτερα σε χώρες σαν τη δική μας, πρέπει να βιώνουν μία πολύ δύσκολη και απρόβλεπτη περίοδο. Παράλληλα, τουλάχιστον μέχρι να είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει εμβόλιο, η οικονομική δραστηριότητα θα χαρακτηρίζεται πρωτίστως από την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι λογικό οι πολιτικοί, εκ φύσεως δέσμιοι του πολιτικά εφικτού και του πολιτικού κόστους, να επιλέγουν πολύ προσεκτικά τις μεταρρυθμιστικές μάχες που δίνουν. Ενδεχομένως, ορισμένοι να σκέφτονται ότι η πανδημία είναι μία εξαιρετική ευκαιρία για να βάλουν ορισμένες επίπονες μεταρρυθμίσεις στα ντουλάπια και να επικεντρωθούν σε πολιτικές που είναι λιγότερο αμφιλεγόμενες και δεν περιέχουν μεγάλο πολιτικό ρίσκο. Όμως είναι διαφορετικό αυτή η πολιτική συμπεριφορά να επικρατήσει σε μία προηγμένη, εύρωστη χώρα από ότι σε μία χώρα που χρειάζεται επειγόντως να μεταρρυθμιστεί.
Η χώρα μας σίγουρα εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία. Μετά από 10 μνημονιακά χρόνια, μία τριετία αναιμικής ανάπτυξης, και με σπουδαίες προκλήσεις να βρίσκονται ενώπιόν μας, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια της μεταρρυθμιστικής κωλυσιεργίας για τρεις κυρίως λόγους.
Πρώτον, την προηγούμενη δεκαετία χάσαμε το ένα τέταρτο του πλούτου της χώρας μας. Εκατομμύρια πολίτες σήμερα ζουν χειρότερα από ότι ζούσαν πριν μία δεκαετία. Με τους ρυθμούς ανάπτυξης που καταγράφουμε - ακόμα και αν δεν υπήρχε πανδημία - ο χρόνος που θα χρειαστούμε για να φτάσουμε στα προηγούμενα επίπεδα διαβίωσης μετριέται σε δεκαετίες. Οι προβλέψεις αυτές, με την οικονομική επίδραση της πανδημίας, γίνονται ακόμα χειρότερες για το μέλλον.
Το κύριο διαθέσιμο εργαλείο που έχουμε ως χώρα για να ανατρέψουμε αυτή τη δυσμενή κατάσταση είναι η οικονομική πολιτική - εξάλλου ο μύθος του λεφτόδεντρου καταρρίφθηκε πανηγυρικά τα προηγούμενα χρόνια. Κάθε μέρα που περνά και το κράτος μας δεν εξορθολογεί τις δαπάνες και τις προτεραιότητες του, που δεν μεταρρυθμίζεται το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας, στην πραγματικότητα αναβάλλουμε την επάνοδο της χώρας μας στα προ-κρίσης επίπεδα. Αυτή η επάνοδος έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο για το βιοτικό επίπεδο της χώρας μας αλλά και για την άγραφη υπόσχεση που δίνει κάθε γενιά στις επόμενες: να παραδώσει μία χώρα σε καλύτερη κατάσταση από αυτή που την έλαβε.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη δημογραφική πραγματικότητα της χώρας μας. Ο ολοένα και πιο γηρασμένος πληθυσμός της Ελλάδας αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για τη δημοσιονομική μας κατάσταση. Όσο διατηρούμε το αναδιανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα, τόσο πιο πολύ θέτουμε τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας μας σε αμφιβολία και στερούμε πολύτιμους πόρους από την παραγωγική διαδικασία.
Τέλος, έχουμε ήδη ενδείξεις ότι η οικονομική ελευθερία σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ταχύτητα της επανόδου μίας οικονομίας μετά από ένα πανδημικό γεγονός. Η απελευθέρωση της αγοράς από τα πανίσχυρα δεσμά του κράτους και της υπερφορολόγησης, όχι μόνο θα απαλύνει τους Έλληνες από την τιμωρητική φορολογία στην οποία υπόκεινται σήμερα, αλλά θα δώσει πραγματική αναπτυξιακή προοπτική σε μία οικονομία που τη χρειάζεται απεγνωσμένα.