Το κείμενο «Σύγχυση αντί μουσικής» ήταν το κύριο άρθρο της εφημερίδας «Πράβντα» της 28ης Ιανουαρίου 1936 και το θέμα που διαπραγματευόταν ήταν η όπερα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς «Η λαίδη Μάκβεθ του Μτσένς». Κύρια ιδέα του κειμένου ήταν η καταδίκη και η συντριπτική κριτική του έργου του μουσουργού με τις κατηγορίες της «αντιλαϊκής», «φορμαλιστικής» μουσικής.
Το κύριο άρθρο ήταν πάντα ανυπόγραφο, πράγμα που υποδαύλισε τη δημιουργία διαφόρων αστικών μύθων ως προς την πατρότητά του. Κατά καιρούς ακούστηκαν τα ονόματα του Ι. Β. Στάλιν, του Π. Μ. Κερζέντσεφ αλλά και του συνεργάτη της εφημερίδας Μπορίς Πέζνικοφ. Νεότερες ιστορικές έρευνες της τελευταίας εικοσιπενταετίας έδειξαν πως το κείμενο αυτό έγραψε ο Νταβίντ Ζασλάφσκι.
Το συγκεκριμένο άρθρο ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα νέο, πολύ πιο ισχυρό κύμα κομμουνιστικής προπαγάνδας κατά της ρωσικής τέχνης και γραμματείας και αγκάλιασε όλους τους τομείς ακόμη και το θέατρο, με την έναρξη των διώξεων του Βσέβολοντ Μέγιερχολντ.
Η επίθεση κατά του Σοστακόβιτς συνεχίστηκε με νέο άρθρο της «Πράβντα» την 6η Απριλίου με τίτλο «Το ψεύδος του μπαλέτου» με βασική κατηγορία την «επιπολαιότητα του μουσουργού».
Λίγο αργότερα, η εκστρατεία της ρωσικής διανόησης πήρε τέτοιες διαστάσεις που ακόμη και στο περιοδικό «Το σκάκι στην ΕΣΣΔ» εμφανίστηκε ένα άρθρο που υπέγραφαν οι Μ. Μ. Μποτβίνικ και Λ. Φ. Σποκόινι με τίτλο «Σύγχυση στην σκακιστική σύνθεση» που εμφανώς παραπέμπει στο «πρωτότυπο - πρότυπό» του.
Λίγα λόγια για τον «συγγραφέα» του άρθρου
Ο Νταβίντ Ιόσιφοβιτς Ζασλάφσκι γεννήθηκε το 1880 και πέθανε το 1965. Στη ζωή του απέκτησε τις ιδιότητες του επιφυλλιδογράφου, του ιστορικού και κριτικού της λογοτεχνίας, του δημοσιογράφου αλλά και του στελέχους της σοσιαλδημοκρατίας και, στη συνέχεια, του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Γόνος οικογένειας υπαλλήλου από νεαρή ηλικία γοητεύτηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής. Λόγω της συμμετοχής του στις φοιτητικές βίαιες διαδηλώσεις αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Κιέβου. Το μεταίχμιο των αιώνων τον βρίσκει μέλος της σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης του Κιέβου και μάλιστα με την πλευρά των Μενσεβίκων. Το 1903 ήταν μέλος της «Γενικά Εβραϊκής Εργατικής Ένωσης Ρωσίας» και ως πολιτικό της στέλεχος εργάστηκε στο Βίλνιους, τη Ρίγα και την Οδησσό. Συνελήφθη αρκετές φορές τόσο στη γενέθλιά του πόλη όσο και στο Βίλνιους. Φυλακίστηκε πολλές φορές. Συμμετείχε στο 5ο συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας που έλαβε χώρα στο Λονδίνο το 1905. Το 1910 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου και το 1912 μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη, όπου εργάστηκε ως επαγγελματικό στέλεχος των Μενσεβίκων στις εκδόσεις περιοδικών και εφημερίδων.
Η λογοτεχνική, ούτως ειπείν, δραστηριότητα του Ζασλάφσκι ξεκίνησε το 1904 όταν άρχισε να δημοσιεύει επιφυλλίδες σε διάφορες εβραϊκές και ρωσικές φιλελεύθερες εφημερίδες. Έγραφε με άνεση τόσο στα ρωσικά όσο και στα γίντις, με διάφορα ψευδώνυμα, πράγμα που εμπλούτισε την εμπειρία και τις γνώσεις τους για τον τρόπο λειτουργίας και τη σημασία του Τύπου και της προπαγάνδας. Το 1906 εκδόθηκε, μάλιστα, το πρώτο του βιβλίο στο Βίλνιους με τίτλο «Τζουζέπε Γκαριμπάλντι».
Το 1917 τον βρίσκει στην Αγία Πετρούπολη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της εβραϊκής οργάνωσης «Μπούντα» και δημοσιογράφο των εφημερίδων «Ημέρα» και «Εργατική εφημερίδα» των Μενσεβίκων», μέσα από τις σελίδες των οποίων ασκούσε κριτική στους Μενσεβίκους - Διεθνιστές και αποκαλούσε τον Λένιν «έμμισθο πράκτορα του γερμανικού γενικού επιτελείου». Τρεις φορές ο Λένιν τον χαρακτήρισε δημόσια «συκοφάντη και κάθαρμα».
Την επόμενη χρονιά και μετά το κλείσιμο όλων των εφημερίδων των Μενσεβίκων, επιστρέφει στο Κιέβο και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Το 1919 τον διαγράφουν από την «Εβραϊκή Ένωση Ρωσίας» επειδή συνεργάστηκε με εφημερίδες όσο η Ουκρανία ήταν υπό την εξουσία της Λευκής Φρουράς του στρατηγού Ντενίκιν. Λίγο αργότερα, με μια ανοιχτή του επιστολή στην εφημερίδα «Κομμουνιστής» του Κιέβου ομολόγησε πως είχε εκτιμήσει λανθασμένα τους Μπολσεβίκους και πως εγκαταλείπει την πολιτική δραστηριότητα προκειμένου να αφιερωθεί στη λογοτεχνική. Μετά από σύντομη παραμονή στη Μόσχα, επιστρέφει στο Πέτρογκραντ και ασχολείται με τη μελέτη του ρωσικού επαναστατικού κινήματος μέχρι το 1930 ως επικεφαλής ειδικής επιτροπής. Από το 1922 μέχρι το 1932 δημοσίευσε διάφορα κείμενα για το εβραϊκό ζήτημα και ήταν μέλος της Εβραϊκής ιστορικής - εθνογραφικής εταιρείας, ενώ παράλληλα έγραψε διάφορα έργα σχετικά με την σοβιετική πολιτική έναντι των Εβραίων.
Την ίδια περίοδο ξεκινάει η συνεργασία του με τις νέες σοβιετικές εφημερίδες ενώ μετά τον θάνατο του Λένιν και πριν αρχίσει να εργάζεται στις κομματικές εφημερίδες δημοσίευσε στη «Πράβντα» μια επιστολή διακηρύσσοντας την αλληλεγγύη του προς τους Μπολσεβίκους. Ξεκινάει το 1926 να δημοσιεύει επιφυλλίδες στην εφημερίδα «Κόκκινη εφημερίδα» και «Ιζβέστια». Δύο χρόνια αργότερα γίνεται μέλος της συντακτικής επιτροπής της «Πράβντα». Το 1934 γίνεται μέλος του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι). Κατά ένα παράδοξο τρόπο δεν τον αγγίζει κανείς στα χρόνια του Μεγάλου Τρόμου 1936 - 1938. Δεν τον άγγιξε κανείς ούτε το 1948 παρόλο που ήταν μέλος της Εβραϊκής Αντιφασιστικής Επιτροπής, πράγμα που του στοίχισε μόνο την κομματική επίπληξη για μειωμένα αντανακλαστικά. Τον Ιανουάριο του 1953 μετά την ανακοίνωση ότι συνελήφθησαν οι «γιατροί - φονιάδες» του Κρεμλίνου διαγράφηκε από το ΚΚΣΕ και απολύθηκε από τη δουλειά του. Λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο, μετά το θάνατο του Στάλιν επέστρεψε τη θέση του.
Ο Ζασλάφσκι ήταν αναμφίβολα ένας ταλαντούχος δημοσιογράφος, αλλά όντας ενσάρκωση του λενινιστικού αμοραλισμού, προσαρμοζόταν πολύ εύκολα στις αλλαγές της πολιτικής της ΕΣΣΔ. Πιάνοντας τα μηνύματα των καιρών έγραφε άρθρα για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ ανάλογα με τις επιθυμίες του κόμματος. Την δεκαετία του 1930 ήταν ένας από εκείνους τους δημοσιογράφους της ΕΣΣΔ που ασκούσαν την μεγαλύτερη επιρροή στο σοβιετικό κοινό. Ήταν ένας από τους διώκτες του Οσίπ Μαντελστάμ το 1929 και του Μπορίς Παστερνάκ το 1958. Το κόμμα εκτίμησε τις προσπάθειες και τις υπηρεσίες του και στον έστειλα στο περιοδικό «Κροκοντίλ» να το επανασχεδιάσει και να φροντίσει για την αύξηση του αναγνωστικού του κοινού.
Μετά τον θάνατο του Στάλιν διατήρησε τη θέση του αλλά και την επιρροή του μέσα στο ΚΚΣΕ και αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Νικήτα Χρουστσόφ ήταν ο βασικός εκφραστής της κομματικής γραμμής στα γράμματα και τις τέχνες. Για τις υπηρεσίες του αυτές τιμήθηκε με δύο μετάλλια Λένιν το 1944 και το 1960, με το παράσημο της Κόκκινης εργατικής σημαίας το 1955, με το παράσημο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1η τάξεως το 1945 και πλήθος άλλων μεταλλίων.