Πριν λίγα χρόνια ήμουν καλεσμένος σε ένα τηλεοπτικό πάνελ ενός περιφερειακού καναλιού. Η συζήτηση αφορούσε την άνοδο της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς στην Ευρώπη και την Αμερική. Σε μία στιγμή ένιωσα ότι το πάνελ μιλούσε για το θέμα ως απλός παρατηρητής και θεώρησα χρέος μου να θυμίσω σε όλους πως την περίοδο εκείνη στην ελληνική βουλή υπήρχαν εκπρόσωποι του ναζισμού (Χρυσή Αυγή), δικαιολογητές του σταλινισμού (ΚΚΕ), και κάθε λογής υπερασπιστές απολυταρχικών καθεστώτων (στις ακραίες συνιστώσες που τότε υπήρχαν ακόμα στο ΣΥΡΙΖΑ). Ο δημοσιογράφος που συντόνιζε τη συζήτηση σοκαρίστικε και μου ζήτησε να μην γίνονται τέτοιου είδους αναφορές στο ΚΚΕ.
Αυτή την άμεση αντίδραση του δημοσιογράφου δεν την περίμενα. Έχοντας μόλις γυρίσει από μία πολυετή παραμονή στις ΗΠΑ, θεωρούσα ότι αυτό που ανέφερα πως ήταν υπεράνω κριτικής. Όμως έκανα λάθος. Η αριστερά στην Ελλάδα είχε μέχρι πρόσφατα ένα εδραιωμένο ηθικό πλεονέκτημα (που προσωρινά έχει υποχωρήσει) το οποίο πηγάζει από τις σκοτεινές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας της χώρας μας.
Το ΚΚΕ, ως ο σταθερότερος και ιστορικότερος εκφραστής της αριστεράς, βρίσκεται συχνά στο απυρόβλητο τόσο λόγω της διαιώνισης των ιστορικών ενοχών για τις περιόδους του εμφυλίου, της χούντας, και του θεσμικού αντικομμουνισμού όσο και λόγω της έλλειψης σοβαρής ιδεολογικής δουλειάς από άλλες παρατάξεις. Οι εκπρόσωποί του σπανίως αντιμετωπίζονται σαν ιδεολογικοί συνεχιστές των πιο βάρβαρων και καταπιεστικών καθεστώτων και ακόμα πιο σπάνια καλούνται να αιτιολογήσουν αυτή την ιδεολογική προσήλωση. Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα υποκρίνεται ότι το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα σαν όλα τα υπόλοιπα, κανονικό και φυσιολογικό, που δεν χρειάζεται να συζητήσουμε περισσότερο.
Το ΚΚΕ ανταποδίδει αυτή την παραχώρηση κρατόντας έναν θεσμικό ρόλο στην αριστερά, μη δίνοντας πολλά δικαιώματα και μη δημιουργώντας πολλά προβλήματα στην πολιτεία. Ποιος άλλωστε μπορεί να ξεχάσει πως το ΚΚΕ περιφρούρησε τη Βουλή από εξαγριωμένους διαδηλωτές το 2011, προστατεύοντας έτσι την τιμή της χώρας μας και το ίδιο το πολίτευμα. Εξάλλου, όλοι γνωρίζουμε ότι ακόμα και στις διαδηλώσεις που εμφανίζονται οι γνωστοί μπαχαλάκηδες, οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ ή του ΠΑΜΕ είναι πάντοτε εκείνοι που περιφρουρούν τον κόσμο τους και διαδηλώνουν επί το πλείστον ειρηνικά. Φυσικά, αυτή η θεσμική στάση σίγουρα δεν πηγάζει από κάποια προσήλωση του ΚΚΕ στο Σύνταγμα, τα ατομικά δικαιώματα ή τη φιλελεύθερη δημοκρατία μας. Το ίδιο το καταστατικό του κόμματος λέει ξεκάθαρα ότι αυτό το σύστημα πρέπει να αντικατασταθεί από κάτι διαφορετικό.
Η άνεση με την οποία οι διαδηλωτές του ΚΚΕ παραβίασαν την απαγόρευση των συναθροίσεων λόγω της πανδημίας στην πρόσφατη επέτειο του Πολυτεχνείου προκάλεσε τον θυμό και τις αντιδράσεις χιλιάδων πολιτών που συνειδητοποίησαν ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολίτες δύο κατηγοριών. Είναι σαφές ότι ούτε εδώ το ΚΚΕ έδωσε πολλά δικαιώματα, αφού οι συμμετέχοντες στη διαδήλωση τήρησαν αποστάσεις και γενικά τα μέτρα που ίσχυαν πριν την απαγόρευση. Όμως ας μη γελιόμαστε, η συγκεκριμένη πράξη ήταν μία τεράστια επίδειξη ισχύος από πλευράς τους.
Το ΚΚΕ, με τα οργανωμένα και πειθαρχημένα μέλη του, την εκπληκτική οργάνωση και εμπειρία στον πολιτικό λόγο και ακτιβισμό, ξέρει πολύ καλά ότι μπορεί να δημιουργήσει σοβαρότατα προβλήματα σε οποιαδήποτε κυβέρνηση. Μπορεί να κλείσει εθνικές οδούς, να κατεβάσει χιλιάδες ανθρώπους και να καταλύσει το κέντρο της Αθήνας, να κάνει απεργίες σε μεγάλες βιομηχανίες μέχρι αυτές να καταρρεύσουν. Βασισμένο σε αυτή την ωμή μορφή εξουσίας, το ΚΚΕ μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την κοινή γνώμη και έτσι εκμεταλλεύεται άριστα το αδύνατο σημείο όλων των πολιτικών που κυβερνούν: το πολιτικό κόστος.
Η δυνατότητα του συγκεκριμένου κόμματος να διαχειρίζεται αυτές τις ισορροπίες με μαεστρία, είναι και η κύρια πηγή της δυσανάλογα μεγάλης, σε σχέση με την εκλογική του επιρροή, δύναμης που έχει.