«Μεγάλη Παρασκευή σπάσανε τα νερά μου, την ώρα που καθάριζα μπιζέλια» […] «Οι Βραχοπηγιώτισσες το ‘χαν για κακό να γεννήσεις τη μέρα που πέθανε ο Χριστός. Αφού καμιά φορά, έτσι και λάχαινε καμιά χωριανή να κοιλοπονέσει Μεγάλη Παρασκευή, της λέγαν να σφιχτεί, να κλείσει τα μπούτια, και να κάνει κουράγιο ως τα μεσάνυχτα, για να γεννηθεί το παιδί Μέγα Σάββατο- κι αν πάλι αυτό δεν κρατιόταν, δήλωναν στο ληξιαρχείο πως ήταν γεννημένο άλλη μέρα, θαρρείς και ξεγελιέται η μοίρα με χαρτούρα».
Αναγνωστικά με είχε κερδίσει από τα πρώτα του βιβλία εκείνα τα παράξενα, «Στοιχειωμένος» (2001, το αγαπημένο μου), «Ραμπαστέν» (1999), «Το τετράγωνο» (2000), «Ανιμάλ» (2002), «Το βιβλίο των βίτσιων» (1999), την εποχή που μικράκι ακόμα εξέδιδε στον Εξάντα και τον περνούσαμε για Γάλλο. Σε μια από τις πρώτες του συνεντεύξεις έμαθα ότι είναι Πέτρος Χατζόπουλος, πώς είχε την ικανότητα να ξεπετά ένα βιβλίο στην καθισιά, απίστευτες γνώσεις, μεγάλη αφηγηματική ικανότητα, την ίντριγκα και το παραμύθι μέσα του, ιδιαίτερο και αυτοσαρκαστικό χιούμορ.
Στα επόμενα χρόνια όλα τα μάθαμε. Αλλά φοβάμαι ότι κι εκεί μείναμε, σκαλώσαμε στα αυτοβιογραφικά και στα χιουμοριστικά του. Κι έτσι, καθηλωμένοι από το συγκλονιστικό «Το βιβλίο της Κατερίνας», την θεατρική «Ρένα», το γενναίο και παρηγορητικό «Χρονικό τρέλας» και από το εξοντωτικά γλυκόπικρο «Αυτοκτονώντας ασύστολα», ενδεχομένως επειδή κι ο ίδιος δεν μας αφήνει να «πεινάσουμε και να διψάσουμε» για καινούργια του δουλειά, πολύ φοβάμαι ότι δεν θα προσέξουμε ως οφείλουμε τη «Δέσποινα». Και θα είναι κρίμα.
Πρώτον, διότι ο Κορτώ είναι εξπέρ στους μονολόγους. Μεγάλος εξπέρ στους γυναικείους μονολόγους.
Δεύτερον, επειδή ο Αύγουστος αγαπά τις γυναίκες, τις πονά, τις αφουγκράζεται και καθαρίζει για πάρτη τους, ενίοτε.
Τρίτον, επειδή σε δύσκολους καιρούς γεννιέται και ξαναγεννιέται ως «Δέσποινα» η μάνα Παναγιά, και πάντα κάποιος Χρήστος θυσιάζεται αποκτώντας τους δικούς του «χρηστιανούς» τη στιγμή που η μάνα και η κάθε μάνα το μόνο που ονειρεύεται είναι ένα ζωντανό και ευτυχισμένο σπλάχνο «κι ας μη το ξέρει ούτε ο περιπτεράς», δεν θέλει ο γιος της να γίνει Μεσσίας και ούτε ως νεκρός να ανήκει σε όλο το ντουνιά.
Αξιομνημόνευτο είναι το πώς, σε 220 μόλις σελίδες, ο συγγραφέας αναφέρεται σε τόσα πολλά. Ξεκινώντας από τα πικρά, η Δέσποινα έχει χάσει και τον Ιωσήφ (τον άντρα της) και τον γιό της, πηγαινοέρχεται στους τάφους, αρνείται τον διάσημο νεκρό της «τραβάτε παρακάτω στον Παναγούλη» επιθυμεί να τους φωνάξει, μηρυκάζει, μήπως και βρει απάντηση, στα παλιά: το χωριό της, τους μεσήλικες γονείς της Ιωακείμ και Άννα (είπαμε, με παραβολές εκστομίζουμε αλήθειες, αγγίζουμε τις πληγές), την σχεδόν άμωμη σύλληψη του ολοδικού της Χρήστου με τον πιο αθώο, τον αλαφροίσκιωτο του χωριού, τον Ζαμπάκο (οι σαλοί του Θεού), τον ερχομό της στην Αθήνα για να δώσει το παιδί στην άκληρη Μαριγώ και στον Ιωσήφ που έμελε να γίνει άντρας της, την ατίθαση φύση του μικρού Χρήστου, τις μεγάλες ιδέες και τις μεγάλες φουρτούνες του να σώσει τους πάντες (νικώντας ίσως κατ’ αυτό τον τρόπο και τη δική του σκοτεινιά), τους φίλους που τον προδίδουν, έναν Πέτρο, το κορίτσι που τον ξελογιάζει, μια Μάγδα, την θυσία του για τους άλλους αλλά το μεγάλο ακατανόητο μυστήριο και το ακατανόητο για τη μάνα, μέχρι τη τελική λύση του, την αποκάλυψη από τον φίλο του τον Γιάννη: «Νομίζω ότι τους ελκύει ο ρόλος του μάρτυρα, ότι θέλουν να γίνουν κάτι σαν τους αγίους και τους ήρωες της ιστορίας. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για ανθρώπους βαθιά δυστυχισμένους. Κανείς δεν επιλέγει να πεθάνει από υπέρμετρη ευτυχία- για κάποιον λόγο, η δυστυχία του κόσμου τους πλακώνει σαν να την κουβαλούν ολόκληρη στους ώμους τους, ώσπου φτάνουν στο σημείο που δεν αντέχουν να υποφέρουν άλλο, που ο θάνατός τους μοιάζει προτιμότερος».
Στο φόντο, οι μεγάλες εποχές της Ιστορίας, Κατοχή, Επταετία, αλλά και βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες, η γυναικεία παρθενία, οι δρακομάνες που ευτύχησαν να γεννήσουν αγόρια, οι χριστιανικές δοξασίες για την αυτοκτονία, το Καθαρτήριο και τη Δευτέρα Παρουσία, τον Παράδεισο που για την ώρα τον αξιώθηκε ολομόναχη η Παναγιά.
Μια εξαιρετικά ευφυής αλληγορία αλλά φτιαγμένη με στέρεα ρεαλιστικά υλικά. Σε σημείο που να γίνει καθρέφτης μας, ελληνική πραγματικότητα, σχεδόν η δική μας ιστορία αφήνοντας μεγάλα πορτοπαράθυρα για λυρισμό, για στοχασμό. Σε ένα βιβλίο που σε πρώτο επίπεδο χρησιμοποιεί το χιούμορ, τον ασθματικό εσωτερικό μονόλογο, τον θρήνο, τον σαρκασμό.
Έγινε γνωστό πως γράφτηκε λίγες ώρες τ’ απογεύματα μέσα σε δυο μήνες. Το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο αφάνταστα πυκνό. Με τις μυστηριώδεις στροφές του, τα σοφά αναπάντητα σημεία του, τις ακίδες και τις πληγές του, αλλά πάνω απ’ όλα με το γάργαρο αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα του: με μία ανάσα. Όπως γράφτηκε, έτσι διαβάζεται. Αποτελώντας, τελικά, νεράκι δροσερό.
«Ιδού λοιπόν: το αίμα σου δεν σταματά σε μένα». «Ο Θεός μου είναι ένα κορίτσι, κάπου στη Γαλλία- ή κι αλλού στη γη ή στον ουρανό». Και ας πούμε ένα το κρατούμενο, σ’ αυτό.
Αύγουστος Κορτώ «Δέσποινα», εκδ. Πατάκη, σελ. 220