Της Μαρίας Χούκλη
Μια από πολλές παροιμίες της πλούσιας ελληνικής παράδοσης είναι και η εξής: Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα έσερνε. Μόνο που δεν είναι εκ περισσού η ενασχόληση με την πολύκροτη υπόθεση «ο εκδότης, ο πολιτικός αρχηγός και η γάτα των Ιμαλαΐων». Εύλογος ο δημόσιος σκανδαλισμός, αν και θα μπορούσε να εκληφθεί ως υποκριτική η έκπληξη του φιλοθεάμονος κοινού. Εν πάση περιπτώσει, καθώς η υπόθεση απασχολεί τη δημόσια σκηνή και ερμηνεύεται μια έτσι και μια αλλιώς, ας ανοίξουμε τη βεντάλια των κρυφών και φανερών νοημάτων που έχουν γενικώς οι ιστορίες με γάτες.
Ο James Joyce έγραψε δύο παραμύθια με τη μορφή επιστολών στον εγγονό του Stephen. Το δεύτερο «Οι γάτες της Κοπεγχάγης» παραλλαγή του πρώτου «Η γάτα και ο Διάβολος», ένα παλιό γαλλικό παραμύθι –όπως πληροφορήθηκα– που ξεσκόνισε η εξαίσια πένα του τρομερού Δουβλινέζου.
Καθήστε αναπαυτικά και κόκκινη κλωστή, δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώστης κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν'' αρχινίσει...
Τόπος του μύθου η μικρή πολιτειούλα Beaugency, στις όχθες του Λίγηρα, που είναι ο πιο μακρύς ποταμός σ' όλη τη Γαλλία. Ο ποταμός είναι τόσο πλατύς όσο χίλια βήματα από τη μια όχθη στην άλλη.
Πολύ παλιά, οι κάτοικοι για να περάσουν απέναντι, έπρεπε να διασχίσουν το ποτάμι με καράβι, γιατί γέφυρα δεν υπήρχε. Ούτε μπορούσαν να τη φτιάξουνε οι ίδιοι, ούτε να την πληρώσουν. Το έμαθε ο διάβολος, βάζει τα καλά του και πάει επίσκεψη στο δήμαρχο του Beaugency.
Ο διάβολος είπε στον δήμαρχο ότι θα μπορούσε να χτίσει εκείνος τη γέφυρα ώστε να περνούν απέναντι οι κάτοικοι όποτε ήθελαν. Τον διαβεβαίωσε, μάλιστα, ότι θα ήταν η γέφυρα η ωραιότερη όλων και το σημαντικότερο θα ήταν έτοιμη μέσα σε μια νύχτα. Ο δήμαρχος τον ρώτησε τι αμοιβή θέλει για να κατασκευάσει το έργο. Ο διάβολος έδωσε μια περίεργη απάντηση. Δεν ήθελε χρήματα, αλλά να του ανήκει ο πρώτος που θα διασχίσει τη γέφυρα. Ο δήμαρχος, περιχαρής, συμφώνησε. Οι κάτοικοι της πολιτειούλας έπεσαν να κοιμηθούν και όταν ξημέρωσε είδαν έκπληκτοι απ' τα παράθυρά τους μια, καταπληκτική, πέτρινη γέφυρα να ενώνει τις δυο όχθες του Λίγηρα. Έτρεξαν να την δουν από κοντά και αντίκρισαν στην απέναντι πλευρά τον διάβολο να περιμένει τον πρώτο που θα περνούσε από τη γέφυρα. Κανείς, όμως, δεν τολμούσε να την διασχίσει, γιατί όλοι φοβούνταν τον διάβολο.
Να σου, τότε, ο δήμαρχος, εν χορδαίς και οργάνω, μ'' έναν κουβά γεμάτο με νερό στο ένα χέρι και μια γάτα στο άλλο. Ο κόσμος άρχισε να ψιθυρίζει βλέποντας το θέαμα. Μόλις ο δήμαρχος πλησίασε στη γέφυρα άφησε τη γάτα κάτω και άδειασε πάνω της τον κουβά με το νερό.
Η γάτα έκανε γρήγορα την επιλογή της. Έτρεξε προς την άλλη πλευρά της γέφυρας και φώλιασε στην αγκαλιά του διαβόλου. Ιδού πώς φαντάστηκε ο Joyce τη συνέχεια.
«Ο διάβολος καταφουρκίστηκε:
“Κύριοι”, ούρλιαξε κι ακούστηκε ως την άλλη μεριά της γέφυρας, “δεν είστε καθόλου καλοί άνθρωποι! Δεν είστε τίποτα άλλο παρά γάτες”.
Και στη γάτα είπε: “Έλα, μικρή μου γατούλα! Φοβήθηκες; Κρύωσες; Έλα, εδώ, ο διάβολος θα σε πάρει μαζί του! Θα ζεστάνει ο ένας τον άλλον”. Πήρε λοιπόν τη γάτα κι από ' δω παν' κι άλλοι.
Και από τότε αποκαλούν τους κατοίκους της πολιτειούλας “γάτες του Beaugency”. Αλλά η γέφυρα είναι ακόμη εκεί και τα παιδάκια τρέχουν, κάνουν ποδήλατο και παίζουν πάνω της».
* Το παραμύθι του James Joyce κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ηριδανός και Χατζηνικολή.