Η σημερινή επίσκεψη Πομπέο είναι η πρώτη αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών στη Θεσσαλονίκη. Το κεντρικό μήνυμά της φαίνεται πως είναι η επιστροφή των ΗΠΑ στα Βαλκάνια, καθώς η επίσκεψη Πομπέο πραγματοποιείται μετά από την υπογραφή της συμφωνίας ανάμεσα στη Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο στον Λευκό Οίκο, ενώ στη συνέχεια θα ακολουθήσει και η επίσκεψή του στην Ιταλία, το Βατικανό και την Κροατία.
Η σημερινή επίσκεψη, πέρα από τους συμβολισμούς και τα πολιτικά μηνύματα, ενδέχεται να κομίζει την προετοιμασία και την υπογραφή συμφωνιών που εναρμονίζουν και ενισχύουν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις σε οικονομικό, εμπορικό, ενεργειακό και τεχνολογικό επίπεδο, σε μια περιοχή, που η τελευταία σημαντική αμερικανική επένδυση πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του 1960 και την κατασκευή του διυλιστηρίου της ESSO Pappas.
Όπως ακριβώς συμβαίνει με την Αλεξανδρούπολη, η οποία ενώνεται με μία νοητή ευθεία γραμμή με τη Βαλτική και οριοθετεί τις αμερικανικές προτεραιότητες για την ενέργεια και την ασφάλεια στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, η Θεσσαλονίκη αποτελεί τη μητροπολιτική είσοδο στη βαλκανική ενδοχώρα. Βέβαια, οι διαπιστώσεις και οι δηλώσεις για τον κομβικό ρόλο της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τη νοτιοανατολική Ευρώπη αποτελούν την αγαπημένη ιστορία που συνήθως αφηγείται κάθε κυβέρνηση στη ΔΕΘ εδώ και δεκαετίες.
Όμως αυτή τη φορά, ίσως υπάρχει η ελπίδα, πως με αμερικανική υποκίνηση και σύμπραξη θα περάσουμε από τις πομπώδεις διακηρύξεις σε ένα στρατηγικό πλάνο που θα δημιουργήσει ευκαιρίες και θα ενισχύσει την ήπια ισχύ της Ελλάδας στην περιοχή. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο οριζόντιος άξονας Αλεξανδρούπολη-Καβάλα-Θεσσαλονίκη θεμελιώνει τα «σκληρά σύνορα» της αμερικανικής επιρροής στην Ευρώπη πίσω από τα οποία στοιχίζονται οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Η δε μετάβαση του αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών στα Χανιά και τη Σούδα, σαφώς διευρύνει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της επίσκεψής του στην Ελλάδα. Πέρα από την καλλιέργεια της καλής προσωπικής σχέσης με τον έλληνα Πρωθυπουργό που θα τον φιλοξενήσει στα Χανιά, η επίσκεψή του στην αμερικανική βάση της Σούδας υπογραμμίζει τις προσδοκίες της Ουάσιγκτων για τον ρόλο της Ελλάδας στη διατήρηση της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη σημασία της εταιρικής σχέσης με την Αθήνα σε στρατηγικό επίπεδο.
Συνεπώς, λογικά θα παρουσιαστεί το αμερικανικό ενδιαφέρον και για το ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο εκτός από το κόστος του, παρουσιάζει ενδιαφέρον αναφορικά με τα αντισταθμιστικά οφέλη, τις ενδεχόμενες συμπαραγωγές και συμπράξεις στις τεχνολογίες αιχμής.
Συνολικά, η διήμερη επίσκεψη Πομπέο στην Ελλάδα φαίνεται ότι αποσυνδέει τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις από την τριγωνική σχέση Ελλάδας-Τουρκίας-ΗΠΑ. Μπορεί να αποφεύγει την επίσκεψη στην ελληνική πρωτεύουσα, μάλλον για να διασώσει τα διπλωματικά προσχήματα απέναντι στην Άγκυρα, ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν επισκέπτεται και τις δύο χώρες μαζί. Αν αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία βρίσκεται μπροστά σε ενδεχόμενη γεωπολιτική υποβάθμισή της στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής ασφάλειας που οικοδομούν οι ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, τότε σύντομα οι εξελίξεις γύρω από τη βάση στο Ιντσιρλίκ θα προσφέρουν τις πρώτες ενδείξεις και λογικά θα συνοδευτούν από την περαιτέρω αναβάθμιση της αμερικανικής παρουσίας στη Σούδα και σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής.
Στο βαθμό που η Άγκυρα κατανοήσει τις δυναμικές που αναπτύσσονται από την επίσκεψη Πομπέο στην Ελλάδα, λογικά θα επιδιώξει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ύφεσης, ώστε να αποδείξει εμπράκτως την αφοσίωσή της στη διατλαντική εταιρική σχέση. Σε διαφορετική περίπτωση, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για έναν καινούριο γύρο εντάσεων που θα εξανεμίσει το, έστω, προσχηματικό κεκτημένο του 61ου γύρου των διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Τέλος, η επίσκεψη Πομπέο μας προσφέρει μια ιδανική συγκυρία για να επιδιώξουμε μια νέα ουσιαστική στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ μακριά από την ανεπίσημη σταθερά 7 προς 10 που ακολούθησαν οι ΗΠΑ, ήδη από το 1976 για τη διατήρηση της ισορροπίας των στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών. Η στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ εξυπηρετούσε τις ενδο-νατοϊκές ισορροπίες και φυσικά την ανάγκη στήριξης του δεύτερου μεγαλύτερου στρατού του ΝΑΤΟ κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, σήμερα το τουρκικό καθεστώς είναι προδήλως ένας αναξιόπιστος εταίρος για τις ΗΠΑ, που συμπεριφέρεται ως ταραξίας με αναθεωρητικά οράματα που παραπέμπουν περισσότερο στον ταραγμένο Μεσοπόλεμο παρά σε μια χώρα που υπηρετεί ένα συνεργατικό πολυμερές σχέδιο για την ασφάλεια και την ειρήνη στην περιοχή.
Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ ενίσχυσαν μια στρατιωτική δύναμη που σε διαφορετικό διεθνοπολιτικό περιβάλλον ήταν πιστή και αναντικατάστατη στον ρόλο της· ωστόσο, σήμερα η Ουάσινγκτων έχει κάθε λόγο να αισθάνεται λίγο Φράνκεσταϊν, καθώς η στρατιωτική μηχανή που ενίσχυε εδώ και δεκαετίες πλέον υποσκάπτει τόσο τις αξίες όσο και τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και πέρα από αυτήν. Αντίθετα, η Ελλάδα ανήκει στη Δύση και είναι σταθερά προσανατολισμένη σε αυτήν.