Γρηγόρης Αζαριάδης «Παραπλάνηση», εκδ. Μεταίχμιο, σελ.480
Ως πού θα έφτανε ένας συγγραφέας για να κατορθώσει να γράψει το αριστούργημά του; Για τον συγγραφέα η ζωή ή η ιστορία του, το βιβλίο του, είναι η δική του πραγματικότητα; Οι ήρωες της ιστορίας του, την περίοδο που γράφεται η ιστορία, είναι υπαρκτοί για τον συγγραφέα; Εν τέλει τον υπακούουν μέχρι το τέλος ή υπάρχει, όντως, στιγμή κατά την οποία αυτονομούνται;
Υπάρχει περίπτωση, τέλος πάντων, η Τέχνη, η λογοτεχνία, ένα βιβλίο, να προηγηθεί της ζωής; Και αν συμβεί, τι μπορεί κάποιος να υποθέσει; Ότι το σοφό υποσυνείδητο του συγγραφέα αγγίζει τον θεϊκό ενιαίο χρόνο και προηγείται του παρόντος ή αντιθέτως είναι εκείνος που σπεύδει να πραγματοποιεί ό,τι το ασυνείδητο για να γίνει συνειδητό;
Όπως και να ‘χει, όταν ένας από τους βασικούς ήρωες, ειδικά σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα είναι δημιουργός, είναι απριόρι μπελάς. Αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Και από τον δημιουργό συγγραφέα του, και από την αστυνόμο Τρύπη εν προκειμένω του Γρηγόρη Αζαριάδη, και, φυσικά, και από το αναγνωστικό κοινό.
Ή μήπως και από τους αυτονομημένους ήρωές του;
Ο Γρηγόρης Αζαριάδης στην «Παραπλάνησή» του – κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο- ξεπέρασε εαυτόν.
Ο συγγραφέας ο οποίος μόλις σε οκτώ χρόνια μας έδωσε τα βιβλία «Παλιοί λογαριασμοί» 2012, «Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου» 2013, «Το μοτίβο του δολοφόνου» 2015, «Σκοτεινός λαβύρινθος» 2018, στο πέμπτο του αστυνομικό μυθιστόρημα «Παραπλάνηση» 2020, υπογράφει ένα βιβλίο διπλό. Διατρέχοντας δυο παράλληλες ιστορίες, με τη ζωή του Ιωάννη Πατρικίου, συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών ο οποίος βιώνει ένα τρομακτικό συγγραφικό μπλοκάρισμα και με τις αχώριστες παρτενέρ του την ψυχολόγο Άρτεμι Βάλενταλ και την αγαπημένη του Ηλιάνα Πετράκη, προσπαθεί να ανταπεξέλθει υπογράφοντας ένα μυθιστόρημα ρεαλιστικό και αληθινό και με τον άλυτο γρίφο που αντιμετωπίζει η αστυνόμος Τρύπη και η ομάδα της κυνηγώντας μια ομάδα σατανιστών ή ένα σίριαλ κίλλερ ο οποίος σκοτώνει γυναίκες, κατ’ αρχάς, κι αφαιρεί, ως τρόπαιά του, καρδιές. Στη συνέχεια, στη σειρά των θυμάτων θα προστεθούν και δυο ευυπόληπτοι άντρες που εκ των υστέρων θα κατηγορηθούν για κακοποίηση παιδιών. Κι όλα αυτά στο ίδιο μυθιστόρημα όπου πραγματικότητα και φαντασία συμβαδίζουν, με την ιστορία του Πατρικίου να προηγείται εκείνη την ιστορία της ζωής. Δηλαδή, πρώτα συμβαίνουν οι φόνοι στο καινούργιο αριστούργημα του Ιωάννου Πατρικίου και κατόπιν συμβαίνουν στη σκοτεινή Αθήνα και στα ζοφερά περίχωρα της Αττικής.
Όλα τα έχει σχεδιάσει στην «Παραπλάνησή» του ο Γρηγόρης Αζαριάδης, από μικρολεπτομέρειες, όπως μέιλς που προηγούνται των ειδήσεων, έως ονόματα (Ιωάννης Πατρίκιος, αναφορά στον Ζαν Πατρικ Μανσέτ και Άρτεμις Βάλενταλ όπου η αναφορά είναι διπλή, Βαλέε και Άρνε Νταλ), κλείνοντας διαρκώς το μάτι σε αγαπημένους του ήρωες, συγγραφείς, προηγούμενα βιβλία του και τους πρωταγωνιστές τους, οι οποίοι στη συνείδηση ενός συγγραφέα δεν πεθαίνουν ποτέ.
Με μια σκιά να ακολουθεί τον δολοφόνο (συμπληρώνοντάς τον; προστατεύοντάς τον; απειλώντας τον;) κι ένα φινάλε που παραμένει διφορούμενο και ανοιχτό. Δηλαδή όλα εξαρτώνται από το ποιος γράφει, τελικά, την ιστορία, ο Ιωάννης Πατρίκιος ή ο Γρηγόρης Αζαριάδης.
Όπως και να ‘χει ένα πανέξυπνο, ευρηματικό, περίπλοκο βιβλίο που κινείται ανάμεσα σε νουάρ, αστυνομικό, ψυχολογικό θρίλερ ή υπαρξιακό μυθιστόρημα, όντας «ένα διαστροφικό, πολυεπίπεδο mind game» για λίγους ή «ένα υπαρξιακό ψυχολογικό θρίλερ σε νουάρ ατμόσφαιρα» για τους πολλούς, όπως θα το έβλεπε και ο ίδιος ο συγγραφέας του. Με αμφιλεγόμενους και πολυσύνθετους χαρακτήρες που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι βαδίζεις διαρκώς σε κινούμενη άμμο και ατμόσφαιρα ζόφου και διαρκούς παραπλάνησης που σε φέρνει αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ταυτοχρόνως αγγίζει παράλληλα και πολλά καυτά κοινωνικά ζητήματα: κακοποίηση παιδιών, μετατραυματικά στρες, σατανισμό, το πού αρχίζουν και σταματούν τα όρια πραγματικότητας και φαντασίας σε ένα συγγραφικό ψυχισμό.
Μια ιστορία που σου βάζει δύσκολα, ικανοποιεί με τις λύσεις ορθολογιστές και μεταφυσικούς αναγνώστες, βάζει τους συγγραφείς απέναντι σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, την απολαμβάνεις οπωσδήποτε και εξακολουθείς να την σκέφτεται και μετά το φινάλε της.
Αναφερόμενος δε στον τίτλο της «Παραπλάνηση», ο ίδιος ο συγγραφέας θα μας διευκρινίσει σε συνέντευξή του που θα διαβάσετε προσεχώς:
«Κατά μία γενικότερη θεώρηση, η παραπλάνηση υπάρχει στο βάθος των περισσότερων αστυνομικών μυθιστορημάτων, έστω με διαφορετικές οπτικές / αναγνώσεις. Συνήθως οι αστυνομικοί συγγραφείς χρησιμοποιούν για τον σκοπό αυτό τις ανατροπές. Δημιουργούν πειστικές συνθήκες για να οδηγήσουν την πλοκή σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και μετά … τσουπ, ρίχνουν στην αφήγηση κάποια απροσδόκητη ανατροπή (ενίοτε και αρκετές ανατροπές) με αποτέλεσμα την «παραπλάνηση» του αναγνώστη. Άλλοι συγγραφείς αποκρύπτουν στοιχεία, που εμφανίζουν προς το τέλος του μυθιστορήματος (κάποιοι κριτικοί χαρακτηρίζουν αυτή την τακτική «ευκολία του συγγραφέα» και ίσως όχι εντελώς άδικα), έχοντας πάλι στόχο την παραπλάνηση του αναγνώστη. Υπάρχουν βέβαια και αρκετά μυθιστορήματα, όπου μιλάμε σε πολύ μεγάλο βαθμό για παραπλάνηση με την έννοια του mind game.
Σε αυτά ο συγγραφέας προσπαθεί πραγματικά να παίξει με το μυαλό του αναγνώστη, με τρόπο που πολλές φορές μπορεί να χαρακτηριστεί διαστροφικός. Δημιουργεί μία σύγχυση ανάμεσα στα όρια της φαντασίας και της πραγματικότητας, ένα ιδιαίτερο σύμπαν όπου τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται στην αρχή… Μια κινούμενη άμμος, όπου ο αναγνώστης έχει συνεχώς την αίσθηση ότι όλα γύρω κινούνται με απειλητικό τρόπο και δεν μπορεί να αισθάνεται την παραμικρή σιγουριά. Αυτός ήταν και ο δικός μου στόχος όταν έγραφα την «ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ». Αν βέβαια το κατάφερα, απομένει να κριθεί από το απαιτητικό αναγνωστικό κοινό.»