Ήδη στη χώρα μας έχει ανακοινωθεί ότι ορισμένα σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα θα κλείσουν τις πόρτες τους αυτές τις μέρες εξαιτίας του κορονοϊού. Η αντίδραση αυτή είναι εύλογη και σίγουρα έχει ως στόχο την προστασία των μαθητών και των οικογενειών τους από μία ασθένεια που έχει σπείρει τον τρόμο σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, στο Χονγκ Κονγκ η εξάπλωση της επιδημίας προκάλεσε ένα γενικό κλείσιμο των σχολείων για δύο μήνες. Ως αποτέλεσμα, σχεδόν ολόκληρη η πόλη εισήλθε σε ένα μαζικό εκπαιδευτικό πείραμα με τη χρήση της κατ’οίκον διδασκαλίας. Στη χώρα μας η πιο κοινή χρήση της δυνατότητας μίας μαθήτριας να συμμετέχει στην εκπαιδευτική διαδικασία από το σπίτι της αφορά σοβαρά προβλήματα υγείας. Σε άλλες χώρες του κόσμου, όπως ΗΠΑ, η Αγγλία και η Πολωνία, ο θεσμός αυτός είναι αρκετά διαδεδομένος.
Με την κατ’ οίκον διδασκαλία φυσικά, εννοούμε την παροχή εκπαίδευσης χωρίς την προϋπόθεση της φυσικής παρουσίας σε ένα σχολείο. Οι μέθοδοι και οι τρόποι επίβλεψης αυτού του είδους εκπαίδευσης διαφέρουν ανά περιοχή, αλλά σε γενικές γραμμές θεωρείται ως μία ριζοσπαστική προσέγγιση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια παιδεία. Μάλιστα, αρκετοί είναι που πιστεύουν ότι η δυνατότητα της κατ’οίκον διδασκαλίας, είτε από καθηγητές είτε από γονείς, είναι δικαίωμα που προκύπτει από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με βάση το άρθρο 26 παράγραφος 3 που λέει ότι “οι γονείς έχουν, κατά προτεραιότητα, το δικαίωμα να επιλέγουν το είδος της παιδείας που θα δοθεί στα παιδιά τους”.
Ας επιστρέψουμε όμως στο ενδιαφέρον πείραμα του Χονγκ Κονγκ. Η στροφή των γονέων προς την κατ’οίκον διδασκαλία σε αυτή την επικίνδυνη για τις συναθροίσεις περίοδο, έρχεται σε μία εποχή που το ευρύτερο θέμα της παραδοσιακής σχολικής εκπαίδευσης έχει μπει για τα καλά στο μικροσκόπιο των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής. Ο κύριος λόγος για αυτή τη στόχευση είναι, φυσικά, ότι το σχολείο λειτουργεί ακόμα όπως περίπου λειτουργούσε πριν 100 χρόνια. Οι μαθητές πηγαίνουν στις αίθουσες διδασκαλίας για τουλάχιστον οκτώ ώρες, πέντε μέρες την εβδομάδα και εννιά μήνες το χρόνο.
Στην εποχή της παγκόσμιας συνδεσιμότητας, του ίντερνετ και της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου, η όλη διαδικασία της παραδοσιακής σχολικής εκπαίδευσης μοιάζει αρκετά πεπερασμένη. Με άξονα τα ιδιωτικά σχολεία, έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες εκσυγχρονισμού στις χώρες όπου ο πειραματισμός και η καινοτομία είναι θεμιτά χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος. Στη χώρα μας όμως, ούτε τα κρατικά ούτε τα ιδιωτικά σχολεία έχουν μεγάλα περιθώρια πειραματισμού ή καινοτομίας.
Για το λόγο αυτό, στη χώρα μας, αν η εξάπλωση του κορονοϊού συνεχίσει, τα σχολεία θα κλείσουν ενώ οι μαθητές και οι καθηγητές θα αναπαύονται στο σπίτι τους χωρίς να προχωρά η εκπαιδευτική δραστηριότητα. Κοινώς, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να απωλέσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα μία σημαντική ποσότητα διδασκαλίας, γνώσης, και επιμόρφωσης των παιδιών που αύριο θα κρατούν τις τύχες της χώρας στα χέρια τους.
Τα ερωτήματα λοιπόν που θέτει ο κορονοϊός δεν εξαντλούνται στα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας. Όπως θα γίνει και άλλους τομείς (π.χ. αγορά, λειτουργία του κράτους και των δημόσιων υπηρεσιών, εργασιακών κλπ.) ο κορονοϊός θα αναδείξει αρκετές από τις αδυναμίες που έχουμε ως χώρα. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η ανάδειξη θα αποτελέσει και μία αφετηρία για μία σοβαρή και εις βάθος συζήτηση για το πως μπορεί η χώρα μας να θωρακιστεί από τέτοιου είδους απρόβλεπτα γεγονότα σε όλους τους τομείς.