«Ήμαρτον Κύριε, σταυροκοπήθηκε άναυδος ο γερο-Σεβαστιανός, ο φύλακας της Νότιας Πύλης της Πρέσπας. Στεκόταν μπροστά στο αυτοσχέδιο φυλάκιό του – έναν τριώροφο πυργίσκο καμπαναριού το μεσαίο πάτωμα του οποίου είχε μετατρέψει σε κονάκι- με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη και τις κόρες διεσταλμένες από τρόμο, μην τολμώντας να μπει μέσα, να προστατευτεί τουλάχιστον απ’ τη βροχή που ο αέρας έφερνε λοξά στο υπόστεγο και του μαστίγωνε το πρόσωπο. Μετάνιωνε που εγκατέλειψε το πόστο του, αλλά ένας κεραυνός χτύπησε το πανδοχείο κι έτρεξε ως εκεί φοβούμενος μήπως χάθηκαν ζωές. Έτρεξε, τρόπος του λέγειν, τώρα που η λάσπη έφτασε στα σαράντα εκατοστά με δυσκολία έσερνε τα πόδια του. Γκρεμίστηκε ένα μέρος της κεραμοσκεπής αλλά κανείς δεν τραυματίστηκε, οπότε επέστρεψε γρήγορα στο φυλάκιο κι ανέβηκε λαχανιασμένος της σκαλίτσα, για να κοκαλώσει στο κεφαλόσκαλο και από την ανοιχτή πόρτα-την είχε αφήσει ανοιχτή; ούτε που θυμόταν-να αντικρίσει τούτο το αποτρόπαιο θέαμα. Επάνω στην καρέκλα του βρισκόταν, ήμαρτον Κύριε, ένα κομμένο χέρι. Μελανιασμένο, άκαμπτο και καταλασπωμένο».
«Η κοιλάδα της λάσπης» (Ο Δράκος της Πρέσπας Ι) σελ.: 519
Η περίπτωση της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, κατά γενική ομολογία, είναι μοναδική στα ελληνικά γράμματα. Έγινε ευρύτερα γνωστή με το αριστουργηματικό «Τί είδε η γυναίκα του Λωτ», που ο Guardian το χαρακτήρισε ως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της λογοτεχνίας του φανταστικού για το 2013 και απ’ ότι όλα δείχνουν, δημιούργησε ήδη ένα στέρεο μυθιστορηματικό σύμπαν δικό της με τον «Δράκο της Πρέσπας».
Επική τριλογία, με κοινό φαντασιακό εχθρό και κοινή λίμνη με τα σύνορα να χάνονται στο βυθό της για τρία κράτη, Ελλάδα στο Νότο, Βόρεια Μακεδονία Ανατολικά και Αλβανία στο Βορά, κυκλοφορούν ήδη τα δυο πρώτα βιβλία της.
«Η Κοιλάδα της Λάσπης» από το «Δράκος της Πρέσπας Ι» που μας αφορά, ανήκει επίσης πια στην Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης όπου όλοι είναι καταχρεωμένοι και υποθηκευμένοι, οι γύρω από την Λίμνη και προς κάθε πλευρά, βιώνει τα τελευταία χρόνια ένα ανεξήγητο “φυσικό” φαινόμενο. Η βροχή που πέφτει στις λίμνες των Πρεσπών επί είκοσι συνεχόμενα χρόνια και συγκεκριμένα στη νότια όχθη αυτών, την ελληνική πλευρά, αλλοιώνει όχι μόνο τα σύνορα των χωρών, αφού τα πάντα γίνονται λάσπη, αλλά και το μυαλό των ανθρώπων, αφού τα -ούτως ή άλλως θολά- όρια της τρέλας απ’ τη λογική καταρρίπτονται. Προκειμένου να εξηγήσουν λοιπόν το μη εξηγήσιμο επιστημονικά φαινόμενο οι άνθρωποι και των τριών χωρών πιστεύουν ότι ένας Δράκος κατοικεί στις Πρέσπες, στον οποίο έχουν προσδώσει χαρακτηριστικά μυθικά. Ο Δράκος αυτός μπορεί να επηρεάζει μέχρι και τον καιρό και γι’ αυτό βρέχει επί είκοσι χρόνια στη νότια πλευρά των Πρεσπών, όπως πιστεύουν οι κάτοικοί της.
«H βροχή ξεκίνησε πριν από είκοσι χρόνια, όνειρο μέσα σε όνειρο. Οι ντόπιοι ορκίζονται ότι πρώτα την άκουσαν στα τρίσβαθα του νου τους, μακρινό σινιάλο, και μετά την ένιωσαν να τους κατακλύζει, ενοχλητική και μονότονη, σαν ασυνάρτητη φλυαρία. Όταν απειλήθηκε ο Άγιος Αχίλλειος, το καταπράσινο νησάκι στη Μικρή Πρέσπα, κατάλαβαν ότι ήταν ασταμάτητη. Το χώμα κύλησε απ’ τους λόφους, σπίτια και μαντριά βρέθηκαν στη λάσπη, το νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου έγινε βάλτος.».
Στη συνέχεια και λόγω της βροχής και της λάσπης, περιουσίες χάνονται, οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, η περιοχή ερημώνει και ομάδες δρακολόγων εγκαθίστανται στην περιοχή, προκειμένου να κατανοήσουν τον μοναδικό κάτοικο της Πρέσπας, τον Δράκο ή Κάτοικο, όπως τον αποκαλούν.
Κι έτσι έχουμε πια στην περιοχή είκοσι τρεις δρακολογικές ομάδες με αντίστοιχες δρακολογικές θεωρίες. Οι πεζογράμματοι, οι Κιμμέριοι, οι Λωτοφάγοι, οι Ιερείς του Ασκληπιού, οι Αίεν Αίεν, οι Ορφικοί, οι Εξελικτικιστές, οι Σιωπές του χρόνου κα. αναλαμβάνουν και παίζουν τον φωτεινό ή σκοτεινό ρόλο τους, με την Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης δια του Ύπατου Αρμοστή της, Έκτορα Μόζερ που αναλαμβάνει την οικονομική ανασυγκρότηση της Δυτικής Μακεδονίας και εκμεταλλεύεται το «δρακολογικό προϊόν», να εξουσιάζει το παν. Δηλαδή, οτιδήποτε έχει να κάνει με τον Δράκο, από τις επιστημονικές δημοσιεύσεις των 23 ομάδων γι’ αυτόν (και αυτήν ακόμα την αναφορά σ’ αυτόν), έως τα ξενοδοχεία της γύρω περιοχής και την τουριστική βιομηχανία που έχει αναπτυχθεί γύρω απ’ τον Δράκο.
Αυτό κατά βάση είναι το σκηνικό στο οποίο η Μπουραζοπούλου στήνει το αλληγορικό, οντολογικό και φιλοσοφικό της μυθιστόρημα που θυμίζει νουάρ και υπενθυμίζει όλα τα φλέγοντα θέματα της εποχής. Με βασικούς ήρωες τον γερο –Σεβαστιανό, φύλακα της νότιας πύλης, την τυφλή λούνα, αυτή που «φοβάται» ο Δράκος, το παιδί του Δράκου και της Φιλουμένης, τον Εμμανουήλ, την Φιλουμένη, τον Παράσχο τον αστυνομικό, τον λυγκέα, τον λέανδρο, την λιράνα, τον λαοκόωντα («πεζογράμματοι» όλοι), τον Έκτορα Μόζερ, τον Ύπατο Αρμοστή της Βαλκανικής, αποδεικνύει -μέσα από την πυκνή μυστηριώδη μυθολογία- τη μεγάλη ρεαλιστική ανθρώπινη πληγή: την εκμετάλλευση που στήνεται με άξονα τον φόβο και τρόμογια έναν Δράκο που βιάζει και ακρωτηριάζει, από την μεγάλη οικονομική αρχή. Ωστόσο ακόμα και «Όταν η λάσπη κλείνει όλα τα περάσματα, κάνε την ακινησία σου λέξεις […] κι αν οι λέξεις που ξέρεις δεν επαρκούν, επινόησε τις λέξεις που χρειάζεσαι, δώσε τους τον ρυθμό και τη δύναμη που σου λείπει. Πατώντας στις καινούργιες λέξεις θα βγεις από το τέλμα».
Παρ’ όλα αυτά, τα φωτεινά συμπεράσματα και ξέφωτα θα σβήσουν και θα εξαφανιστούν, έτσι ώστε στο τέλος ο Αλχημιστής και ο μαθητής του να βυθιστούν ξανά στην αρχή. Διότι ό,τι έμαθαν οι Νότοι, μοιάζουν να αγνοούν παντελώς οι Ανατολικοί. Κι έτσι στο επόμενο μυθιστόρημα το παράδοξο σύμπαν και η μυθολογία του Δράκου θα ξαναστηθεί διαφορετικά εξ’ αρχής.
«Κεχριμπαρένια έρημος», «Ο Δράκος της Πρέσπας ΙΙ», σελ. σελ. 571
«Αντιδρά από τυφλό ένστικτο, μας διαπαιδαγωγεί συνειδητά ή απλώς παίζει μαζί μας; Ποια είναι η γνώμη σου, ως σκακιστής;»
Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου στο δεύτερο μέρος της τριλογίας της «Ο Δράκος της Πρέσπας ΙΙ», «Κεχριμπαρένια έρημος», γίνεται πιο αινιγματική, περισσότερο σιβυλλική και εγκεφαλική, επιχειρώντας να αγγίξει με παραβολές το νόημα και τη μέγιστη αλήθεια.
Ο κοινός μύθος, ο Δράκος της λίμνης που ενώνει και χωρίζει τρεις μικρές χώρες, Ελλάδα, Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία. Στην κάθε πλευρά εμφανίζεται με άλλη μορφή, σαν μυθικός δράκος στο Νότο που ακρωτηριάζει και βιάζει και τους πνίγει στις λάσπες [Η κοιλάδα της λάσπης], ανατολικά, σαν άμμος κεχριμπαρένια που καταπίνει τα πάντα, τόπο κι ανθρώπους [Κεχριμπαρένια έρημος].
Ανήκει εξ ολοκλήρου στην Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης όπου όλοι είναι καταχρεωμένοι και υποθηκευμένοι, ωστόσο χρωστούν και την επιβίωσή τους στη δρακολογική πολιτική: δρακολόγοι, μύθοι και θεωρίες, γεμίζουν τον τόπο με μαγαζιά και τουρίστες, μια ολόκληρη οικονομία κινείται αποκλειστικά γύρω από τον μυστηριώδη εισβολέα, τον οποίο στην ελληνική πλευρά αποκαλούν Κάτοικο και στην ΒοριοΜακεδονική Επισκέπτη.
Στην Κοιλάδα της Λάσπης γνωρίσαμε ήδη την ελληνική εκδοχή.
Στην Κεχριμπαρένια έρημο που διαβάζονται ανεξάρτητα, κάθε βιβλίο είναι και μια περίπτωση αυτόνομη, ξαναγεννά εξ αρχής τον φοβερό δράκο, ξανακτίζει την δρακολογική πολιτεία, μας ξανασυστήνει τους δικούς της δρακολόγους, ανιχνεύει την ανθρώπινη συνθήκη: με την απληστία και την ιδεολογία της, την προσήλωση, την πίστη και την απιστία της, με τους Παραλλήλους και τους Μεσημβρινούς της.
Όπως σε κάθε όχθη για τον Δράκο, οι εκδοχές πολλές:
«Πιστεύετε δηλαδή ότι ο Επισκέπτης είναι ταξιδιώτης του χρόνου; Ότι ήρθε από μια άλλη εποχή; Ότι είναι η προβολή μας στο μέλλον;» «Δεν έχει μάτια, χέρια, φωνή, δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση, πιθανώς δεν έχει νου. Γεννά ο ίδιος το σώμα του…»
Αλλά όπως και να ’χει «Η λίμνη ήταν πλέον η φωλιά του και η νύχτα το βασίλειό του. Έπρεπε να θυσιαστεί η Φιλίμενα, να χαθεί ένας τόσο πολύτιμος πεσσός, για να αντιληφθούμε τους κανόνες του παιχνιδιού του; “Αν μπείτε στα χωρικά ύδατα της λίμνης, ενοχλούμαι, και αν μπείτε νύχτα επιτίθεμαι”», οι ανθρωποθυσίες και η κυριαρχία του είναι κοινές.
Το βέβαιον είναι ότι «ο Επισκέπτης επιστρέφει όση βιαιότητα δέχεται, την ανταποδίδει συνειδητά ή την αντανακλά ασυναίσθητα σαν καθρέφτης».
Στην «Κοιλάδα της Λάσπης» (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, Βραβείο περιοδικού Κλεψύδρα) η συγγραφέας παρ’ ότι πατά στα Σύνορα του Φανταστικού αποδεικνύεται πιο πολιτική, χτίζει με νόμους και κανόνες του ρεαλιστικού.
Στην «Κεχριμπαρένια Έρημο», υπερβατική και υπερφυσική, αποδεικνύει ότι η τριλογία της είναι κατ’ εξοχήν Οντολογική. Ο Δράκος ως άλλο νόημα μεταμορφώνεται, υπάρχει, μετακινείται, εξαφανίζεται, αποτελεί της δική τους αντανάκλαση, είναι σάρκα, τελικά, εκ της σαρκός τους. Στην επικράτειά του, «οραματιστές και τυχοδιώκτες, δημαγωγοί και εγκληματίες, φιλόσοφοι και έμποροι συναγωνίζονται και συνωμοτούν στη φωλιά του.»
Στο μεταξύ η Ιωάννα Μπουραζοπούλου -που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968, σπούδασε Διοίκηση Ξενοδοχείων στην Ανωτέρα Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων Ρόδου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο University of Buckingham της Αγγλίας, στον τομέα του Διεθνούς Ξενοδοχειακού Management, εργάστηκε σε τουριστικές μονάδες ως το 2000, το 2002 αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, όπου εξειδικεύτηκε στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας, και σήμερα εργάζεται στα Προγράμματα Υπηρεσιών Υγείας του Β΄ Περιφερειακού Συστήματος Υγείας Αττικής, η οποία έχει γράψει μυθιστορήματα τα οποία εντάσσονται στην κατηγορία της λογοτεχνίας του φανταστικού και της πολιτικής δυστοπίας, περιγράφοντας μελλοντικά συστήματα εξουσίας, φανταστικές κοινωνίες σε κρίση ή σε μετάβαση, και κοσμοθεωρίες σε σύγκρουση, και το μυθιστόρημά της "Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;" που κυκλοφορεί ήδη μεταφρασμένο στα γαλλικά και τα αγγλικά, τo 2013 η αγγλική εφημερίδα "The Guardian" το κατέταξε στα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας της χρονιάς, - αποδεικνύεται ότι είναι, εντέλει, η βασίλισσα της Παραβολής και του Παραμυθιού. Υπενθυμίζοντας την περίφημη Ούρσουλα Λε Γκέν, παραπέμποντας στο Σολάρις του Στάνισλαβ Λεμ, προσεγγίζει παραβολικά, κατανοώντας εν τέλει, τις μεγάλες αλήθειες: «τα πνεύματά μας θα συνομιλούν αιώνια, αλλάζοντας συνέχεια ρόλους, σκορπώντας φως στη σκοτεινιά του απείρου». Επαληθεύοντας την υπαρξιακή αλήθεια κάθε φορά με την συνομιλία του Μαθητή με τον Αλχημιστή της.
Ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ιωάννα Μπουραζοπούλου με την «Τριλογία του Δράκου» είναι σε θέση να βοηθήσει τον καθένα μας να έρθει αντιμέτωπος ή να αναπτύξει την «Ασκητική» του.