Μετά από μία εβδομάδα χαλάρωσης στην υπέροχη (και με ελάχιστα κρούσματα) Κορινθία επιστρέφουμε δυναμικά ενόψει ενός δύσκολου φθινοπώρου. Αυτή τη στιγμή, από ό,τι φαίνεται, ολόκληρη η συζήτηση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας περιστρέφεται γύρω από το πώς θα αξιοποιηθούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια και η δημοσιονομική χαλαρότητα που βρέθηκαν μπροστά μας λόγω πανδημίας. Από μία φιλελεύθερη προσέγγιση, η συζήτηση αυτή είναι δευτερεύουσας σημασίας.
Οι φιλελεύθεροι, σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής, έχουν μία έμφυτη τάση προς την αυτορρύθμιση της αγοράς. Ανάλογα με το ποια συγκεκριμένη σχολή σκέψης ακολουθεί κανείς, η τάση αυτή αυξομειώνεται, όμως παραμένει υπαρκτή. Ο όρος, βέβαια, “αυτορρύθμιση της αγοράς” στη χώρα μας - αλλά και αλλού - είναι αρκετά παρεξηγημένος. Αρκετά συχνά συγχέεται με την πλήρη απουσία του κράτους από την οικονομική δραστηριότητα, πράγμα που είναι αρκετά παραπλανητικό.
Για τους εχθρούς της ελεύθερης αγοράς, η αυτορρύθμιση είναι ταυτόσημη με τις αρνητικότερες πτυχές του καπιταλιστικού συστήματος, όπως ο κορπορατισμός, η παρεοκρατική οικονομική πολιτική, η εταιρική ανευθυνότητα, η αισχροκέρδεια και η ανηθικότητα. Στο όνομα αυτών των φαινομένων, οι απανταχού κρατιστές προβάλλουν συνεχώς αιτήματα για αυστηρότερη ρύθμιση, μικροδιαχείρηση, κρατικοποίηση ή ακόμα και κατάργηση ορισμένων αγορών. Όταν οι φιλελεύθεροι μιλούν για την αγορά που αυτορρυθμίζεται έχουν κάτι τελείως διαφορετικό υπόψη τους. Πρώτα από όλα έχουν στο μυαλό τους ότι η αγορά λειτουργεί ελεύθερα εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου, εντός του κράτους δικαίου, στο οποίο οι μετέχοντες στην οικονομική δραστηριότητα είναι ελεύθεροι να συνάψουν συμβάσεις οι οποίες έχουν νομική ισχύ. Στην αυτορρυθμιζόμενη αγορά δεν επιτρέπεται ούτε η απάτη, ούτε η κλοπή, ούτε η εξαπάτηση των καταναλωτών. Αυτορρύθμιση δεν σημαίνει ότι τα θυσιάζουμε όλα στο βωμό του κέρδους και όποιον πάρει ο χάρος.
Η δυνατότητα μίας αγοράς να αυτορυθμιστεί, και ταυτόχρονα να παράγει θεμιτά κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα, βασίζεται στον τρόπο με τον οποίο το νομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον καθορίζουν τα επιχειρηματικά κίνητρα. Εάν σε μία χώρα ο μόνος τρόπος για να ευδοκιμήσει μία επιχείρηση είναι να γίνει κρατικοδίαιτη, μπορούμε με βεβαιότητα να προβλέψουμε ότι η χώρα αυτή θα γεμίσει με κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις. Εάν σε μία χώρα ο μόνος τρόπος για να βρει μία start-up κεφάλαια προκειμένου να ξεκινήσει τη λειτουργία της είναι μέσω των επιδοτήσεων, τότε μπορούμε με βεβαιότητα να προβλέψουμε πως οι πιο επιτυχημένες start-ups δεν θα είναι εκείνες που έχουν οραματιστεί τα καλύτερα νέα προϊόντα και τις πιο καινοτόμες υπηρεσίες, αλλά εκείνες που είναι ικανότερες στην προσέλκυση επιδοτήσεων. Εάν σε μία χώρα πρέπει να βάλεις βύσμα για να πάρεις επιχειρηματικό δάνειο, μπορούμε εύκολα να προβλέψουμε ότι και το τραπεζικό σύστημα αλλά και η επιχειρηματική κοινότητα θα είναι χαμηλής ποιότητας.
Τα κίνητρα λοιπόν, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτά διαμορφώνονται, είναι ο θεμέλιος λίθος της εμπιστοσύνης των φιλελευθέρων στη δυνατότητα της αγοράς να αυτορρυθμίζεται. Ο Άνταμ Σμιθ, ο πατέρας της οικονομικής επιστήμης και του φιλελευθερισμού, έγραφε στον Πλούτο των Εθνών ότι “δεν είναι χάρη στην καλοσύνη του χασάπη, του ζυθοποιού ή του φούρναρη που περιμένουμε το δείπνο μας, αλλά χάρη στην αγάπη για τον εαυτό τους”. Με αυτή τη ρήση, ο Σμιθ περιέγραφε μία βαθύτατη αλήθεια η οποία περιγράφει τη φιλελεύθερη προσέγγιση περί κινήτρων. Για να λειτουργήσει ελεύθερα η αγορά, οι επιχειρηματίες πρέπει να κερδίζουν μόνο όταν εξυπηρετούν τις ανάγκες των συνανθρώπων τους. Είτε πρόκειται για τον φούρναρη και τον ζυθοποιό είτε για μία ναυτιλιακή ή φαρμακευτική πολυεθνική, οι φιλελεύθεροι θέλουν στρέψουν το βλέμμα των επιχειρηματιών στο κέρδος που προκύπτει από την ελεύθερη συναλλαγή μεταξύ συναινούντων ανθρώπων. Για το λόγο αυτό, αρκετά συχνά, είναι και οι πρώτοι που αντιτίθενται σε πολιτικές που προωθούν τις επιδοτήσεις, τις στοχευμένες φοροαπαλλαγές, ή την ανάμειξη του κράτους προκειμένου να αναδειχθούν νικητές και ηττημένοι από την οικονομική δραστηριότητα.
Όσοι πιστεύουμε πως η φιλελεύθερη εναλλακτική είναι προτιμότερη οδός για το μέλλον της χώρας, το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι η σταδιακή - ένα βήμα τη φορά - βελτίωση του επιχειρηματικού μας περιβάλλοντος προς την κατεύθυνση της ελεύθερης αγοράς. Μέχρι να φτάσουμε σε ένα αρκετά καλό επίπεδο, ας έχουμε υπόψη μας ότι όσα χρήματα και να ρίξει η Ευρώπη στην ελληνική οικονομία, η χώρα μας δεν θα είναι σε θέση να τα μετατρέψει σε βιώσιμη και σταθερή ανάπτυξη.