Με το ενδιαφέρον για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων να έχει αιφνιδίως μετατοπιστεί από το πεδίο της προβολής (στρατιωτικής) ισχύος στο διπλωματικό παρασκήνιο, το μόνο που στην πραγματικότητα αλλάζει, αν εν τω μεταξύ δεν υπάρξουν νέα πισωγυρίσματα, είναι ο χρόνος εντός του οποίου θα παραχθούν τα στρατηγικά -κρίσιμα για το μέλλον- αποτελέσματα. Και ασφαλώς ο χρόνος στην πολιτική, και κατ’ επέκταση στη γεωπολιτική, έχει τη δική του απολύτως ουσιαστική σημασία. Αφήνει πίσω του χαμένους και κερδισμένους. Δίνει και παίρνει ευκαιρίες. Αλλάζει δεδομένα και δημιουργεί νέα. Καθορίζει την τροπή των πραγμάτων και κρίνει την έκβαση ανταγωνισμών.
Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ιστορικούς ανταγωνισμούς που εμπεριέχουν συγκρούσεις ζωτικών συμφερόντων και τα διακυβεύματά τους ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια μιας διακρατικής διένεξης. Αλλωστε αν κάτι αποδείχθηκε εξαιρετικά σημαντικό στην περίπτωση της ελληνοτουρκικής κρίσης ήταν ο χρόνος που χρειάστηκε για να «διεθνοποιηθεί» και να συνδεθεί, όχι μόνον με τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας και κυριαρχίας που ήγειρε η Γαλλία και οδήγησαν στη δυναμική παρέμβασή της αλλά και με ζητήματα, το στρατηγικό ενδιαφέρον των οποίων προκάλεσε την αφύπνιση του αμερικανικού παράγοντα, για να μην αναφερθούμε στον ρωσικό που ουδέποτε έπαψε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα τεκταινόμενα της περιοχής, αν και τα δικά του ενδιαφέροντα φαίνεται ότι προϊόντος του χρόνου στρέφονται πλέον όλο και περισσότερο προς τον αρκτικό κύκλο και την ευρωασιατική γειτονιά του.
Μένει τώρα να φανεί -αν και όποτε γίνουν γνωστές οι παρασκηνιακές λεπτομέρειες στις οποίες κρύφτηκε ο διάβολος, στη θέα του οποίου ο Ερντογάν προτίμησε να ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας στη διπλωματία παρά να επιμείνει σε μια υψηλού ρίσκου δυναμική αναμέτρηση- ποιος από όλους τους παράγοντες που έδρασαν την προηγούμενη εβδομάδα ήταν αυτός που περισσότερο συνετέλεσε στην εντός μερικών ωρών αλλαγή της ρότας του «Ορούτς Ρέις», στην εσπευσμένη επιστροφή του στο λιμάνι της Αττάλειας, στην αναστολή της προαναγγελθείσας έκδοσης νέας Navtex για τη συνέχιση των ερευνών του εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και στην αποτροπή της μοιραίας ίσως για την ειρήνη στην περιοχή προσέγγισής του στα όρια των χωρικών υδάτων του Καστελορίζου.
Ηταν το αυστηρό μήνυμα που στάλθηκε από την Κορσική με το κοινό ανακοινωθέν της Συνόδου των εφτά μεσογειακών χωρών της Ευρώπης; Ηταν η -σε συνεννόηση με το State Department- εντατικοποίηση των γερμανικών διαμεσολαβητικών προσπαθειών; Ηταν η απρόσμενη επίσκεψη του Πομπέο στη Λευκωσία, που κόμισε και την άγνωστη μέχρι εκείνη τη στιγμή είδηση της μη ανανέωσης της Navtex για τις έρευνες του «Ορούτς Ρέις» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα; Ή ήταν η δημοσιοποίηση την ίδια ημέρα της έκθεσης με την οποία η Moody’s υποβάθμισε σε επίπεδα Τανζανίας τις προοπτικές της τουρκικής οικονομίας, καθιστώντας δυσχερέστερη τη θέση του Ερντογάν τόσο απέναντι στην εσωτερική κοινή γνώμη όσο και απέναντι στις διεθνείς αγορές;
Το πιθανότερο είναι ότι η αποκλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας που άρχισε το βράδυ του προηγούμενου Σαββάτου υπήρξε το συνδυαστικό αποτέλεσμα πιέσεων που ασκήθηκαν παράλληλα, δίνοντας στον Ερντογάν να καταλάβει ότι είχε εξαντλήσει τα όρια ανοχής του διεθνούς παράγοντα. Χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι δεν θα ξαναδοκιμάσει, όπως το κάνει συστηματικά, να δει στο άμεσο μέλλον πόσο ακόμα πιο ελαστικά μπορεί να γίνουν τα όρια αυτά. Προσωπικά αμφιβάλλω αν ήταν μόνο το ενδεχόμενο της επιβολής κυρώσεων από τη Σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που επίσπευσε την αναδίπλωσή του. Οπως αμφιβάλλω αν οι γερμανικές διαμεσολαβητικές προσπάθειες θα είχαν αποφέρει τα αποτελέσματα που φάνηκε να απέφεραν αν δεν είχαν στηριχθεί και παρασκηνιακά και δημόσια από την αμερικανική διπλωματία. Οπως επίσης αμφιβάλλω αν η Αγκυρα θα μετρίαζε την προκλητικότητά της αν δεν είχε πεισθεί ότι το Παρίσι δεν μπλόφαρε όταν έλεγε ότι «η Τουρκία καταλαβαίνει μόνο από πράξεις». Εξίσου αμφιβάλλω αν ο Ερντογάν θα είχε ταρακουνηθεί αν η αιφνίδια επίσκεψη του Πομπέο στην κυπριακή πρωτεύουσα δεν κλόνιζε την εμπιστοσύνη του στους υπολογισμούς που μέχρι τότε έκανε για τη στάση που θα τηρούσε η Ουάσινγκτον, τουλάχιστον μέχρι τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Δεν αποκλείω μάλιστα τότε να συνειδητοποίησε ο φίλος του προέδρου Τραμπ ότι, ενώ ως πρόεδρος της Τουρκίας φιλοδοξούσε να επωφεληθεί του κενού που άφησαν οι Αμερικανοί αποσυρόμενοι από την περιοχή, θα γινόταν ίσως η αιτία να ξανάρθουν αναλογιζόμενοι τις συνέπειες που θα είχε για τη σταθερότητα της περιοχής η μετεξέλιξη της Τουρκίας σε μια νέα Ισλαμική Δημοκρατία. Πάντως, προς το παρόν, η ηγεσία της γείτονος απλώς ελίσσεται. Και θα συνεχίσει να ελίσσεται εκμεταλλευόμενη, πρώτον, τις διαφορές στρατηγικών προσεγγίσεων και προτεραιοτήτων που υφίστανται μεταξύ των διεθνών παραγόντων και, δεύτερον, τη δυσκολία που έχουν οι περισσότεροί τους να κατανοήσουν, με τον ορθολογισμό που τους χαρακτηρίζει, την πραγματική φύση του «φαινομένου Ερντογάν».
Σε κάθε περίπτωση η συνέχεια που θα δώσει ο Ερντογάν στους ελιγμούς του δεν πρόκειται να εξαρτηθεί ούτε από την εξέλιξη που θα έχει -οψέποτε αρχίσει υπό την πίεση του διεθνούς παράγοντα- ο ελληνοτουρκικός διάλογος ούτε από την πρόοδο που θα σημειωθεί στις διερευνητικές διαβουλεύσεις, αν ποτέ σημάνει η ώρα τους. Εξάλλου οι αξιωματούχοι του τις υπονομεύουν εκ προοιμίου, αρνούμενοι να αποδεχθούν προϋποθέσεις και αποκλείοντας τον περιορισμό τους σε μια ατζέντα που δεν θα περιλαμβάνει αναθεώρηση των υφιστάμενων συνθηκών και κανόνων του διεθνούς δικαίου της θαλάσσης. Αλλωστε με την επαναλαμβανόμενη διγλωσσία τους θολώνουν σκοπίμως τα νερά και εναλλάσσουν μαξιμαλιστικές αξιώσεις με προκλητικές απειλές, τη στιγμή που λογικά θα έπρεπε να κάνουν επίδειξη καλής θέλησης για να κερδίσουν το blame game σε περίπτωση νέου αδιεξόδου.
Και, βεβαίως, δεν είναι τυχαίο ούτε το ότι προαναγγέλλουν την επανεμφάνιση του «Ορούτς Ρέις» στο Αιγαίο ούτε ότι επιμένουν στους διαμεσολαβητές ότι η Τουρκία θα συνεχίσει με την ίδια ένταση και ανεξάρτητα από την έναρξη ή μη του ελληνοτουρκικού διαλόγου να διεκδικεί ενεργά αυτά που θεωρεί αδιαπραγμάτευτα δικαιώματά της έναντι της Ελλάδας. Ακόμα δε λιγότερο τυχαίο είναι ότι η Αγκυρα εξακολουθεί στην Ανατολική Μεσόγειο να προκαλεί, με το γεωτρητικό «Γιαβούζ» και το σεισμογραφικό «Μπαρμπαρός» να επιχειρούν εντός κυπριακής ΑΟΖ, με την έκδοση της νέας Navtex που παρατείνει τις έρευνές τους μέχρι τις 12 Οκτωβρίου και με την εκτόξευση νέων απειλών περί εποικισμού της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου. Δεν είναι εξάλλου μόνον για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και διάσωσης των προσχημάτων απέναντι στους εθνικιστές πολιτικούς του συμμάχους που ο Ερντογάν ανάγει τη διγλωσσία σε διαπραγματευτική τέχνη. Είναι πρωτίστως γιατί με αυτήν υπολογίζει να δημιουργήσει τα ρήγματα και τα περιθώρια που θα του επιτρέψουν να εξασφαλίσει εκείνα τουλάχιστον τα ανταλλάγματα που θα μπορεί να αποσπάσει χωρίς να διακινδυνεύσει ούτε μια μετωπική -και όχι μόνον ρητορική- σύγκρουση με τη Γαλλία, ούτε μια γεωστρατηγική απομόνωση, όχι μόνον από τη Δύση αλλά και από τον Αραβικό κόσμο, ούτε μια ακατάσχετη αιμορραγία της τουρκικής οικονομίας που θα προκαλέσει την κατάρρευσή της σε περίπτωση που συνεχίσει τις επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος.
Αλλωστε ήταν πιθανότατα ο συνυπολογισμός όλων αυτών των ρίσκων που κατέστησε υποχρεωτική την τακτική υποχώρησή του στο μέτωπο με την Ελλάδα. Πολύ δε περισσότερο που εύκολα μπορούσε να αντιληφθεί ότι δύσκολα θα μπορούσε εσαεί να ποντάρει στα όποια ευρωπαϊκά οικονομικά συμφέροντα συνδέονται με την Τουρκία και δεν επιθυμούν ούτε τη διπλωματική ρήξη μαζί της ούτε την κατάρρευση της οικονομίας της στην οποία είναι πολύ εκτεθειμένες. Πλην όμως το βασικό πρόβλημα του Ερντογαν είναι να προλάβει τον χρόνο, που δεν φαίνεται να δουλεύει πια για λογαριασμό του. Κι επειδή κατά πάσα πιθανότητα το καταλαβαίνει, το άγχος της ματαίωσης των μεγαλοϊδεατικών σχεδίων του μπορεί να τον κάνει ακόμα πιο επικίνδυνο. Διότι είναι μάλλον αδύνατο να μην έχει συναίσθηση της κατάστασης στην οποία έχει φέρει την τουρκική οικονομία. Οπως είναι μάλλον απίθανο να μην αντιλαμβάνεται πλήρως τη σημασία των προειδοποιήσεων του Αραβικού Συνδέσμου σχετικά με την επικινδυνότητα που έχουν οι νεο-οθωμανικές βλέψεις της Αγκυρας για την αραβική εθνική ασφάλεια.
Ακόμα δε πιο απίθανο μου φαίνεται να μη διαισθάνεται τις συντελούμενες αλλαγές των ισορροπιών σε βάρος της Τουρκίας που κυοφορούνται στην ευρύτερη περιοχή κατόπιν της υπογραφής των «Συμφωνιών του Αβραάμ» μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και των αντίστοιχων με το Μπαχρέιν και το Ομάν που συνομολογήθηκαν με τις ευλογίες των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να μη διαβλέπει ότι μεσοπρόθεσμα ενδέχεται να ανατραπούν οι συσχετισμοί των δυνάμεων στη Μεσοποταμία, στη Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική και ότι αργά ή γρήγορα θα σφίξει γύρω από την Τουρκία ο κλοιός που έχουν αρχίσει να δημιουργούν οι χώρες που τη βλέπουν να κινείται με τρόπο που αποσταθεροποιεί συστηματικά τη θέση τους. Οι σημαντικότερες από αυτές έχουν εξάλλου σίγουρα λάβει υπόψη τους τη συμβουλή, που πριν από ένα μήνα είχαν αποκαλύψει οι Times του Λονδίνου ότι τους είχε δώσει εδώ και δύο σχεδόν χρόνια ο αρχηγός της Μοσάντ, Γιόσι Κοέν, συστήνοντάς τους να βάλουν στην ατζέντα τους ότι ο επικίνδυνος κοινός εχθρός τους δεν είναι πια το «εύθραυστο» Ιράν αλλά η αμετροεπής Τουρκία του Ερντογάν, που θέλει να αναδειχθεί σε μεγάλη ευρασιατική δύναμη, δεν γνωρίζει τι σημαίνει «αρκετά» και θεωρεί ότι μπορεί να κερδίσει τα πάντα παίζοντας με τη φωτιά ενός «σχεδόν πολέμου» σε όλη την περιοχή στην οποία επιχειρεί να υπερεπεκτείνει την επικυριαρχία της.
Χαρακτηριστικά εύστοχο ήταν εξάλλου το σχόλιο του Ρότζερ Μπόιζ, συντάκτη των Times: «Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο υπήρχαν ελπίδες ότι η Ρωσία θα μπορούσε να είναι ένα χρήσιμο μέλος των δυτικών συνασπισμών. Εγινε στρατηγικός αντίπαλος. Η Τουρκία θεωρήθηκε πιθανό μέλος της Ε.Ε. Eπινόησε, όμως, εκ νέου τον εαυτό της ως μια παγκόσμια επικίνδυνη ασταθής και απρόβλεπτη παρουσία». Επί έναν ολόκληρο μήνα ο Ερντογάν δεν έκανε τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώνει λέξη προς λέξη το άρθρο των Times και τη διαπίστωσή του ότι «η εξαναγκαστική διπλωματία της Τουρκίας, η απρόσεκτα υπολογισμένη ανάληψη κινδύνων σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, έχει θέσει ένα διαφορετικό είδος πρόκλησης για τη στρατηγική σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο». Και γι' αυτό δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το είδος αυτής της πρόκλησης να μετατοπιστεί από το Νοτιοδυτικό Αιγαίο στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου, όπου η Κύπρος κατέχει, όπως ξαναέχουμε πει από αυτή τη στήλη, στρατηγικότερη των ελληνικών νησιών θέση. Μόνο που επειδή είναι ταυτόχρονα ο πιο αδύναμος κρίκος της περιοχής, μπορεί εύκολα να γίνει ο «μεζές» που ανοίγει την όρεξη του Ακάρ και το αντάλλαγμα που χρειάζεται ο Ερντογάν για να κερδίσει τη νίκη που έχει επειγόντως ανάγκη.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββατοκύριακου 19-20 Σεπτεμβρίου.