Γεννημένοι μετά τη Μεταπολίτευση και πριν το ορόσημο του περάσματος από τη δραχμή στο ευρώ. Οι παλιότεροι έχουν «κάνει οικογένεια», οι νεότεροι μαθητεύουν ακόμα. Εκτός από την ηλικιακή συνάφεια, αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει πραγματικά συνάφεια εμπειριών ανάμεσα σε κάποιον που γεννήθηκε με πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και σε κάποιον που γεννήθηκε επί Κώστα Σημίτη, τους συνδέει και κάτι άλλο. Παραμένουν στην πλειοψηφία τους αόρατοι για την ελληνική πραγματικότητα, απουσιάζουν από το προσκήνιο της πολιτείας και της κοινωνίας, είναι οι μεγάλοι απόντες.
Η σχέση τους με την εργασία είναι συχνά περιπετειώδης, με την κοινωνική ασφάλιση ομιχλώδης. Σε πολύ μεγάλο ποσοστό ζουν μαζί με τους γονείς τους ή έστω σε διαμερισματάκια παραχωρημένα από την οικογένεια, την ελληνική οικογένεια που σοφά πράττοντας αξιοποίησε κάθε ζωτική ικμάδα του “οικονομικού θαύματος” για να φτιάξει αστική στέγη, όπως και όπου μπορούσε. Σταθερά υποεκπροσωπούμενοι πολιτικά, βλέποντας ελάχιστους εκπροσώπους των ηλικιών τους να μετέχουν στην παραγωγή πολιτικής, κι αυτοί συνήθως να είναι προϊόντα της κομματικής κλωνοποίησης. Επένδυσαν την ψήφο τους σε κάποιον της γενιάς τους πριν λίγα χρόνια, για να εισπράξουν ματαιώσεις, μετριότητα, κάτι στην πράξη χειρότερο κι από τον δικό τους μέσο όρο. Από τότε οι περισσότεροι σιωπούν, τραβώντας το κουπί της καθημερινότητας με κυρτούς ώμους.
Κάμποσοι έφυγαν, ακούσια οι περισσότεροι. Μέσω των σπουδών, μέσω κάποιας αγγελίας, βρήκαν μια δουλειά στο εξωτερικό, άλλοτε με καλή αμοιβή, συνήθως με μέτρια, αλλά πάντως με μια αμοιβή, σταθερή και αξιοπρεπή -και κυρίως με κάποια προοπτική. Όλοι τους όμως έχουν το βλέμμα στραμμένο πίσω, στους δικούς τους και στην πατρίδα. Άλλοι έμειναν πίσω, παλεύουν να αντιμετωπίσουν όχι την αποξένωση, αλλά την εγγύτητα της πατρίδας, που σε λούζει μες στον Δεκέμβρη με τον πιο γλυκό ήλιο, αλλά σε πατάει κάτω σαδιστικά πολλές φορές μέσα στο χρόνο. Χαρές και πίκρες, θυμός και ξεγνοιασιά σε εναλλασσόμενη χορήγηση και κλιμακούμενη ποσότητα. Όχι ότι δεν έχουμε και πολλά αγαθά στοιχεία στην ελληνική μας ζωή, κάθε άλλο. Όμως όλα τα πληρώνουμε δυσανάλογα με ψυχική φθορά, με ένταση, με αγώνα συχνά για αυτά που αλλού είναι αυτονόητα.
Υποαπασχόληση, ανασφάλεια, έλλειψη προοπτικής. Μια ασθμαίνουσα οικογενειακή επιχείρηση και ευθύνες που δεν ήταν πάντα επιλογή, μια κακοπληρωμένη και μισοασφαλισμένη δουλειά, συνήθως έξω από αυτό που έκατσες και σπούδασες, πατέντες για να ενταχθείς σε κάποια επιδοματική πολιτική, συχνά σε σύγκρουση με άλλες πατέντες που έκανες για να μη σε πατήσουν κάτω οι φόροι κι οι εισφορές, αυτές που σου παίρνουν για να πληρώνονται οι συντάξεις. Α, οι συντάξεις! Το Άγιο Δισκοπότηρο της ελλαδικής κοινωνίας, τις μισεί η γενιά μας γιατί μας στερούν ζωτικά ένα ισχνό πλεόνασμα, αλλά και τις αγαπά γιατί ένα κομμάτι τους επιστρέφει “ανταποδοτικά” μέσω της οικογενειακής πρόνοιας σε προγονικές παροχές. Το χειρότερο με αυτό το γαϊτανάκι της ατέρμονης συνταξιολογίας είναι ότι επιτείνει το συναίσθημα του κομπάρσου, νιώθεις ότι είσαι ένας αθέατος παρίας, κάποιος που παρίσταται στη σκηνή μόνο για να συμπληρώνει το ντεκόρ.
Η κοινωνική στασιμότητα και η οικονομική ανασφάλεια δεν παράγουν ποτέ καλό πολιτικό αποτέλεσμα, πόσο μάλλον όταν η πρώτη ύλη είναι τα θραύσματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και η κομματική συγκέντρωση της δεκαετίας του ‘80 και του ‘90 ως κακοχωνεμένο παιδικό βίωμα. Κι αυτό φαίνεται πια καθαρά όχι τόσο στην πολιτική, που δεν βρίσκει εύκολα αντιστοίχιση, αλλά στα μέσα ενημέρωσης και στις τάσεις που διαμορφώνονται στα κοινωνικά δίκτυα, γιατί εκεί η γενιά μας κυριαρχεί. Και παράγει έναν ατροφικό δημόσιο λόγο, αναπαράγει σχήματα που στήνει η προηγούμενη γενιά, αγωνίζεται χωρίς αποτέλεσμα να βρει μια βιώσιμη πολιτική προσωπικότητα.
Όλα αυτά είναι διαπιστώσεις και μόνο αυτή τη σχετική αξία μπορεί να έχουν. Είναι όμως και διατύπωση ταυτόχρονα μιας καίριας ερώτησης, που έχει γεννηθεί μέσα από πολλή απογοήτευση. Παρακάτω; Οι μεγαλύτεροι από εμάς έχουμε σαρανταρίσει, οι μικρότεροι βλέπουν πια τα τριάντα όχι ως κάτι εξωτικό, μεγαλώνουμε. Πολλοί είμαστε από χρόνια γονείς, άλλοι παλεύουν να χτίσουν μια δική τους οικογενειακή ζωή μέσα σε συμπληγάδες. Παρακάτω τι θα γίνει; Μπαίνουμε ουσιαστικά στον δέκατο τέταρτο χρόνο μιας οικονομικής κάμψης. Δεν είναι η ίδια η κάμψη το πρόβλημα, τη συνηθίσαμε, φτιάξαμε τη ζωή μας μέσα στα πλαίσιά της, δεν είναι και καταπληκτικά, αλλά δεν είναι άσχημα. Η χώρα έκανε και κάποια βήματα μπροστά, σε πολλούς τομείς, και συνεχίζει να κάνει, ίσως όχι πάντα με τους ρυθμούς που θέλουμε, αλλά κάνει. Και μετά; Εμείς πώς θα πάμε παρακάτω; Συντάξεις δεν έχει κανένα νόημα να περιμένουμε σε αυτή τη φάση, είμαστε ή πολύ νέοι ή πολύ άτυχοι για αυτό. Οικονομικό θαύμα δεν έχουμε να περιμένουμε, όποια ανάπτυξη και να έρθει θα είναι αργή, σταδιακή, κοπιώδης. Επαγγελματική επιτυχία να αποζητάμε, αλλά με ποια όρια μέσα στην περιρρέουσα καχεξία; Πολιτική εκπροσώπηση πώς θα βρούμε; Με ποια πρόσωπα και σε ποια πλατφόρμα επάνω; Μπορεί να απαντήσει κανείς πειστικά σε αυτό; Αυτοπεποίθηση από πού θα αντλήσουμε; Χρειαζόμαστε και αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, δεν τραβιέται το κάρο παρακάτω χωρίς μια ανάσα. Κι ας είναι και μόνο παραμυθία.
Προσέξτε, παραμυθία, όχι παραμύθια. Από παραμύθια μπουχτίσαμε, παραμυθία, παρηγοριά μέσα από το παράδειγμα, το αφήγημα, το ιδανικό. Έχουμε ιδανικό, έχουμε κατεύθυνση, έχουμε στόχο; Ποιος θα μας τα δώσει αυτά; Ποιος μπορεί να πείσει σήμερα τον σαραντάρη και τον τριαντάρη ότι αξίζει να συνεχίσει να κάνει κουπί και να προσπαθήσει ακόμα περισσότερο; Ποιος θα προβάλλει το καλύτερο, που έχουμε μέσα μας; Η γενιά μας έχει ανάγκη από σκοπό, έχει ανάγκη από ευρύτερη πολιτική αντιπροσώπευση, από αναβίωση της κοινωνικής προοπτικής, όχι ως υπόσχεσης, αλλά έστω ως βάσιμου ενδεχομένου. Εκεί θα κριθούν όχι οι επόμενες εκλογές, αλλά οι επόμενες δεκαετίες.
* Ο Γιάννης Χαραλαμπίδης είναι Ιστορικός, Σύμβουλος πολιτικής ανάλυσης και επικοινωνίας