Της Μαρίας Χούκλη
Τη φετινή πρωτοχρονιά οι κάτοικοι της Κολωνίας θα τη θυμούνται για καιρό. Τη νύχτα της αλλαγής του χρόνου, δεκάδες γυναίκες δέχθηκαν επίθεση από ομάδες νεαρών -μπορεί να ήταν χίλιοι- οι οποίοι ήταν μεθυσμένοι. Μια βιάστηκε, άλλες ξυλοκοπήθηκαν, όλες ληστεύθηκαν. Αδιανόητα εγκλήματα, τόσα πολλά μαζί, τέτοια βραδιά εναντίον γυναικών σε μια από τις πλέον φιλήσυχες έως βαρετή γερμανική πόλη.
Περιστατικά - καρμπόν και πανομοιότυπες οι καταγγελίες ότι οι δράστες ήταν αλλοδαποί -Νοτιοαφρικανοί ή αραβικής καταγωγής- που δόθηκε η εντύπωση οργανωμένου σχεδίου εκδίκησης «μετανάστες εναντίον γηγενών» λόγω της διαμάχης που έχει προκαλέσει το προσφυγικό.
Η Κολωνία είναι αναστατωμένη, είναι τρομοκρατημένη, καθώς πλησιάζουν οι εκδηλώσεις για την Αποκριά, τον επόμενο μήνα. Χιλιάδες άνθρωποι θα βρεθούν στον δρόμο, τι μπορεί να συμβεί; Ήδη η αστυνομία ετοιμάζει να κατεβάσει μεγάλες δυνάμεις ενόπλων για να νιώσουν ασφαλείς κάτοικοι και επισκέπτες. Νέοι καιροί, νέοι κίνδυνοι;
Οι έρευνες για να εντοπιστούν οι δράστες συνεχίζονται, δεν είναι βέβαιο ότι το μπαράζ των επιθέσεων σχεδιάστηκε από θύλακο φανατικών Ισλαμιστών, αλλά, εντωμεταξύ, όσοι είναι εναντίον της πολιτικής Μέρκελ των ανοικτών θυρών στους πρόσφυγες έχουν ξεσηκωθεί. Πολιτικοί και πολίτες δηλώνουν αγανακτισμένοι από τον ασύμμετρο πόλεμο που δέχεται το γερμανικό μοντέλο ζωής, η ανοιχτή κοινωνία τους, το αίσθημα ασφάλειας. Δήμαρχος της Κολωνίας είναι η Henriette Reker, θύμα μαχαιρώματος τον περασμένο Οκτώβριο, παραμονές της εκλογής της, από άστεγο που ήθελε να την τιμωρήσει για τις φιλελεύθερες απόψεις της έναντι των μεταναστών.
Παρά το εχθρικό κλίμα, η Γερμανίδα πολιτικός κάλεσε τους συμπολίτες της να μην βγάλουν βιαστικά συμπεράσματα, να μην στραφούν εναντίον των μεταναστών, να μην αφήσουν τον φόβο να γίνει ρατσιστικό μίσος, προτού διαλευκανθεί τι ακριβώς συνέβη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Πρωτάκουστο σε ευρωπαϊκό έδαφος το κύμα των σεξουαλικών επιθέσεων, δεν θυμάμαι να έχει γίνει και άλλου. Ως γυναίκα με εξοργίζει διπλά. Κι όμως.
Η στάση της Reker το αντίθετο του λαϊκισμού. Θα μπορούσε να συνταχθεί με το κοινό αίσθημα, να μασήσει τα λόγια της, να μιλήσει έτσι ώστε να ικανοποιήσει όλα τα ακροατήρια.
Το έχουμε δει το έργο ουκ ολίγες φορές στην εγχώρια πολιτική σκηνή.
Η αλήθεια είναι ότι τα προβλήματα στην εποχή μας έχουν αλλάξει υφή και μας καταλαμβάνουν εξαπίνης. Η τυχαιότητα βίαιων συμβάντων τείνει να γίνει καθεστώς. Να βρεθείς τη λάθος στιγμή, στο λάθος σημείο εσύ ο απλός πολίτης. Ζούμε πλέον σε καιρούς που ο χαμηλός τρόμος αποκτά θέση στις ανοιχτές κοινωνίες, εκεί όπου μαζί με το εθνικό στοιχείο ζει μεγάλος αριθμός ξένων, δεύτερης και τρίτης γενιάς, που νιώθουν ότι δεν ανήκουν πουθενά, έστω κι αν είναι πολιτογραφημένοι Βρετανοί, Γάλλοι, Γερμανοί. Δεν ανήκουν ούτε στην καταγωγική πατρίδα, ούτε στη χώρα γέννησης τους. Τα κίνητρα δεν είναι πάντοτε πολιτικά ή θρησκευτικά. Υπάρχει ο ψυχολογικός παράγοντας. Η δυσφορία που τους προκαλεί το γεγονός ότι νιώθουν και είναι ασήμαντοι για τις κοινωνίες όπου ζουν μετατρέπεται σε τυφλό φανατισμό κατά όσων συμβολίζουν τον αποκλεισμό τους.
Το ίζημα που αφήνουν όλες αυτές οι άτυπες, τυχαίες, αναπάντεχες εκδηλώσεις άγριας βίας είναι ένα γενικευμένο αίσθημα ανησυχίας που σιγά σιγά εξαπλώνεται. Ο φόβος είναι κάτι απτό, προέρχεται από συγκεκριμένη απειλή, ενώ η ανησυχία είναι ένα διαβρωτικό αίσθημα ότι τα συστήματά εξουσίας που έχουν αναλάβει την ασφάλεια μας δεν λειτουργούν. Γι'' αυτό και ο κόσμος ακούει ή αναζητά πολιτικά πρόσωπα που υπόσχονται σκληρές απαντήσεις στις νέες απειλές, διαφωνεί με την πολιτική των ανοιχτών κοινωνιών, δέχεται ελέγχους, κατάργηση της Σένγκεν, έστω κι αν είναι εις βάρος των ατομικών δικαιωμάτων και της προσωπικής ελευθερίας του.
Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Προφανώς, λέει ο David Brooks στους NYTIMES, δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τον τυφλό φανατισμό με πρόσκληση σε τσάι. Ούτε με μεμονωμένη σταυροφορία υπέρ των αρχών του Διαφωτισμού. Αλλά μόνο με συλλογική προσήλωση στον πλουραλισμό που αφορά είτε την ιδεολογία, τη θρησκεία, την εθνικότητα. Να αναπτύξουμε ψυχικές αντοχές, σημαντικές εξίσου με τις σωματικές. Χρειάζεται, σύμφωνα με τον Brooks, να ξαναγυρίσουμε και να επαναδημιουργήσουμε την ανοικτή κοινωνία. Η διαφάνεια αξίζει περισσότερο από τον περιστασιακό τρόμο.