Του Αλέξανδρου Σκούρα
Λίγες μέρες πριν, το ΚΕΦίΜ παρουσίασε την πρώτη, πιλοτική μελέτη που συνέταξε για την αξιολόγηση των δημοτικών αρχών της χώρας. Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ερευνητές του ΚΕΦίΜ στη σύνταξη της μελέτης αφορούσε την πρόσβαση, τη συγκέντρωση και την αξιολόγηση των σχετικών δεδομένων.
Αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε ξανά και ξανά, είτε μελετάμε τις δημοτικές αρχές, είτε - στο πλαίσιο του φιλόδοξου προγράμματός μας “Ελλάδα 2021 - Ατζέντα για την ελευθερία και την ευημερία” - μελετάμε τον δημόσιο τομέα, το φορολογικό πλαίσιο, την παιδεία ή την υγεία. Τα δεδομένα σπανίζουν και η αξιοπιστία τους ποικίλει.
Ακόμη και η Διαύγεια, μια πρωτοβουλία που συνέβαλε ουσιαστικά στη διαφάνεια και την προσβασιμότητα σε δημόσια δεδομένα, είναι σε μεγάλο βαθμό έτσι σχεδιασμένη ώστε η επεξεργασία των δεδομένων να είναι πολύ πιο δύσκολη απ' ό,τι θα μπορούσε να είναι δεδομένων των διαθέσιμων τεχνολογικών εργαλείων, αλλά και των καλών παραδειγμάτων άλλων χωρών.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα αν είσαι ερευνητής ή δημοσιογράφος, η καλύτερη λύση για να αποκτήσεις πρόσβαση σε δεδομένα είναι να έχεις καλές προσωπικές σχέσεις με τους αρμόδιους δημόσιους λειτουργούς. Υπάρχει μια διάχυτη καχυποψία ως προς το τι θα κάνεις τα δεδομένα που ζητάς και σε πολλές περιπτώσεις μια κάπως ιδιοκτησιακή προσέγγιση, όπου ο πολιτικός - κυρίως - προϊστάμενος θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του ώστε τα δημόσια δεδομένα να μη φτάσουν στα χέρια κάποιου που μπορεί αξιοποιώντας τα να βγάλει αρνητικά συμπεράσματα για τη διοίκηση.
Δείτε για παράδειγμα πώς δημοσιεύονται τα πόθεν έσχες των βουλευτών και των δημόσιων αξιωματούχων. Ή διαφορετικά, το πώς δημοσιεύονταν μέχρι πρότινος τα έγγραφα της Βουλής: Η ανάρτηση κλειστών pdf “φωτοτυπιών”, όπου δηλαδή δεν έχει τη δυνατότητα να εξαγάγεις, έστω και με copy-paste τα δεδομένα που ζητάς, θεωρούταν ότι έλυνε το πρόβλημα της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
Χωρίς όμως ουσιαστική πρόσβαση στα δεδομένα, χωρίς τράπεζες δεδομένων με σωστή αρχιτεκτονική που να καθιστούν πραγματικά διαθέσιμα τα στοιχεία προς επεξεργασία, δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τίποτα - ούτε την ποσότητα, ούτε την ποιότητα, ούτε τη διαφάνεια, ούτε την αποτελεσματικότητα. Και αν δεν μπορούμε να μετρήσουμε και να συγκρίνουμε τι κάνει το κράτος, τότε δεν μπορούμε να βελτιώσουμε τίποτα, ούτε να ζητήσουμε τον λόγο από εκείνους που θα έπρεπε να είναι αποτελεσματικότεροι στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Με άλλα λόγια, η απουσία ή το έλλειμμα πρόσβασης στα δεδομένα ισοδυναμεί με πλήγμα στην ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Βασική προτεραιότητα λοιπόν της επόμενης μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της πραγματικής διαθεσιμότητας των δημόσιων δεδομένων σε οποιονδήποτε τα αναζητά - στους ερευνητές, τους δημοσιογράφους, τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, τους πολίτες. Να πάψει το κράτος να συμπεριφέρεται σαν εκείνους που φοβούνται να πάνε στον γιατρό για την τακτική τους εξέταση. Χωρίς πρόσβαση στα αποτελέσματα αυτών των “εξετάσεων αίματος”, δεν είναι δυνατόν να βελτιώσουμε την υγεία του ελληνικού κράτους.