Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα του δυτικού κόσμου που υποφέρει το φαινόμενο της ακρο-αριστερής τρομοκρατίας και βίας. Πριν από αυτή, η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία, και η Πορτογαλία επίσης αντιμετώπισαν παρόμοια κινήματα και οργανώσεις. Αυτό που διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές περιπτώσεις είναι η μακρά διάρκεια του φαινομένου που μέσα από μία σειρά μεταλλάξεων και προσαρμογών έχει κατορθώσει να παραμένει ζωντανό εδώ και σαράντα πέντε χρόνια. Και ενώ η ακρο-αριστερή τρομοκρατία φαίνεται να έχει καταλαγιάσει, τουλάχιστον προς το παρόν, η ακρο-αριστερή βία χαμηλής έντασης αυξάνεται.
Τι επιζητεί αυτή η βία; Προφανώς όχι την κατάρρευση του δημοκρατικού καθεστώτος. Αυτό που επιζητεί πια, είναι η εμπέδωση κλίματος αβεβαιότητας και ανασφάλειας εν τω μέσω της δημόσιας σφαίρας∙ ότι το δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό πολίτευμα δεν είναι αδιαμφισβήτητο, ότι είναι ευάλωτο, και ότι μία εναλλακτική πρόταση είναι πάντοτε διαθέσιμη.
Τρεις είναι οι παράγοντες που συμβάλουν στη μακροημέρευση αυτής της βίας. Πρώτον, η σχετικά υψηλή δημοφιλία της ανάμεσα στην πολιτική βάση της ελληνικής αριστεράς που βλέπει με καχυποψία την κοινοβουλευτική δημοκρατία ως ένα καθεστώς που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ολίγων και προωθεί τις καταστροφικές εφαρμογές του καπιταλισμού και της τεχνοκρατίας. Δεύτερον, η διστακτικότητα της δεξιάς να αντιμετωπίσει αποφασιστικά το φαινόμενο, λόγω του φοβικού συνδρόμου που την κατατρέχει μήπως χαρακτηρισθεί «χουντική». Και τρίτον η γενικευμένη συγχωρητική κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας που εκφράζεται άμεσα και έκδηλα τόσο στον Ποινικό Κώδικα του κράτους, όσο και στα ήθη της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά και στην προστατευτική κουλτούρα της οικογένειας.
Όσο αυτοί οι τρεις παράγοντες παραμένουν παρόντες, η ακρο-αριστερή βία θα είναι μαζί μας∙ ένα ενδημικό χαρακτηριστικό του δημόσιου βίου μας που ο διχασμός που προκαλεί είναι πολλαπλάσιος του ελαχίστου ποσοστού πολιτών που συμμετέχει στην ίδια της πολιτική βία. Που όμως αποκαλύπτει τα τραύματα και τις παθολογίες της ίδιας της πολιτικής κοινότητας.
Ο Κλάουζεβιτς έχει μείνει στην ιστορία για την ρήση του «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Είναι αυτό που εφαρμόζει η ακρο-αριστερά εδώ και τόσο καιρό. Είναι καιρός οι υπόλοιποι να ακολουθήσουμε μία άλλη ρήση του, ότι «ο πόλεμος αρχίζει, όχι όταν επιτίθεται η μία πλευρά, αλλά όταν αρχίζει να αμύνεται η άλλη». Είναι ανάγκη λοιπόν η ελληνική κοινωνία και η Πολιτεία να αποδεχθούμε ότι είμαστε σε κατάσταση πολέμου και, επιτέλους, να αμυνθούμε όπως αρμόζει σε μία συγκροτημένη δημοκρατία.
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου