Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Εδώ στην πολυκατοικία —μία από τις δέκα του συγκροτήματος—, στη γωνία, ήταν ένα ξενοίκιαστο μαγαζί τον Φεβρουάριο που ήρθαμε. Ουσιαστικά επρόκειτο για μία πολύ μεγάλη και εντελώς άδεια αποθήκη, για έναν χώρο 150 τετραγωνικών με μεγάλες τζαμαρίες από την πλευρά που βλέπει στο ποτάμι. Περνούσαμε κάθε μέρα από μπροστά του χωρίς να δίνουμε σημασία, μέχρι που κάποια στιγμή τον Ιούνιο επιτέλους νοικιάστηκε.
Από την ημέρα εκείνη, κάναμε εικασίες: Τι θα μπορούσε άραγε να γίνει; Εστιατόριο; Γυμναστήριο; Μήπως κανένα κομμωτήριο; Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε. Ένα βράδυ πάντως, τέλος του μηνός, είδαμε πως επιτέλους άρχιζαν οι εργασίες διαμόρφωσης του χώρου. Ήρθε ένα βαν, και ο οδηγός του άρχισε να κατεβάζει μεγάλα δοχεία με χρώμα για να βάψει.
Ήταν ένας λεπτός άντρας, γύρω στα τριάντα πέντε ίσως, ξανθός και με σγουρά μαλλιά, και με ένα μουστακάκι. Δεν του δώσαμε περισσότερη σημασία.
Την άλλη μέρα, πάλι το βράδυ, άρχισαν πράγματι οι εργασίες. Από τον ίδιο εκείνο άντρα. Φορούσε μία καθαρή εργατική φόρμα και κάτι έκανε με τους κουβάδες και την μπογιά. Ανακάτωνε.
Το ίδιο πράγμα συνέβη και την επομένη. Και τη μεθεπομένη. Πάλι βράδυ, το βαν ερχόταν, ο ξανθός σγουρομάλλης με το μουστακάκι κατέβαινε, έμπαινε στο άδειο μαγαζί και άρχιζε τη δουλειά. Ήταν φανερό βέβαια πως ερχόταν εκεί από την κανονική δουλειά του, και ίσως και μετά από δύο-τρεις ώρες υπερωρία. Και εργαζόταν πάντα στο άδειο μαγαζί, στο γιαπί αυτό, ώς αργά. Ερχόταν όμως και νωρίς το πρωί: κάθε Σάββατο και κάθε Κυριακή. Και όλα αυτά βδομάδα τη βδομάδα. Κάθε μέρα. Χωρίς εξαίρεση. Κάθε μέρα. Και πάντα μόνος. Για όλες τις δουλειές.
Και οι δουλειές ήταν πολλές. Για την ακρίβεια, ήταν ΟΛΕΣ.
Αφού κουβάλησε εκεί ό,τι εργαλείο μπορεί να φανταστεί κανείς —από ένα απλό κατσαβίδι μέχρι έναν μεγάλο ηλεκτρικό κόφτη μετάλλων, και όλα τα απ' ανάμεσα—, έβαψε όλο τον χώρο, έβαλε γυψοσανίδες χωρίζοντας, έτσι, κάποια δωμάτια στις άκρες του χώρου, ένα μεγάλο κοντά στην είσοδο, ένα μικρότερο πίσω του και ένα ακόμη πιο μικρό στην απέναντι άκρη, τοποθέτησε καλοριφέρ και μία σειρά από σωληνώσεις πίσω και μέσα από τους τοίχους, έφτιαξε νέο πάτωμα με υποδαπέδια θέρμανση, έβαλε ψευδοροφή και κλιματισμό από πάνω της, έχτισε τις τουαλέτες και έφτιαξε τα υπόλοιπα υδραυλικά, οργάνωσε και εγκατέστησε από την αρχή όλα τα ηλεκτρολογικά, έβαλε φώτα και προβολάκια στο ταβάνι και αλλού, πέρασε διακόπτες, τοποθέτησε κουφώματα και πόρτες, κόλλησε τα σοβατεπί, τα πάντα.
Άλλες δουλειές έπαιρναν πολύ περισσότερες μέρες από τις άλλες για να τελειώσουν. Άλλες ήταν πιο εύκολες. Άλλες εξαιρετικά εξειδικευμένες. Αλλά και πάλι, οι μήνες περνούσαν και περνούσαν, και εμείς ακόμη δεν είχαμε καταλάβει τι θα γινόταν το μαγαζί. Μολονότι το γιαπί είχε πάρει πλέον μία μορφή, θα μπορούσε να φιλοξενήσει σχεδόν οποιαδήποτε επιχείρηση. Είτε σαν αυτές που φανταζόμασταν αρχικά, είτε οτιδήποτε άλλο - τα γραφεία μίας ασφαλιστικής εταιρίας, ας πούμε, ή το ατελιέ ενός σχεδιαστή. Οτιδήποτε.
Κάθε πρωί και κάθε βράδυ περνούσαμε από μπροστά και βλέπαμε είτε την πρόοδο των εργασιών (τις καθημερινές το πρωί) είτε τον ίδιο να εργάζεται (τις καθημερινές τα βράδια ή τα Σαββατοκύριακα όλη τη μέρα).
Η πρόοδος των εργασιών ήταν απελπιστικά αργή, όπως είπαμε, πράγμα απολύτως λογικό, αφού τα πάντα περνούσαν από τα χέρια ενός και μόνο μάστορα. Κι όσο για τον ίδιο; Λοιπόν, ήταν ένας ανέκφραστος άνθρωπος. Πάντα λίγο συνοφρυωμένος, με το μυαλό του στη δουλειά, και πάντα εκατό τοις εκατό προσηλωμένος σε ό,τι έκανε κάθε φορά.
Μάλιστα, ήταν πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, συχνά, δεν τον πετυχαίναμε πάνω σε μία σκάλα να βάφει, ας πούμε, ή σκυμμένο να βιδώνει ή να περνάει καλώδια, αλλά απλώς να κρατά στα χέρια του τη συσκευασία από κάποιο εξάρτημα και να την κοιτά για ώρα σαν να επρόκειτο να του αποκαλύψει από μόνη της κάποιο μεγάλο μυστικό, ή ακόμη και μια βίδα. Για ώρα. Κρατούσε μια βίδα και την κοιτούσε όπως ο Άμλετ το κρανίο του Γιόρικ. Σχεδόν έβλεπες πάνω από το κεφάλι του τις διαδρομές που έκανε η σκέψη του, και όλο το σχέδιο που είχε γι' αυτή τη βίδα σε συνάρτηση με καθετί άλλο σε εκείνο το μαγαζί. Αλλά απλώς μπορεί να ήταν κουρασμένος, δεν ξέρω.
Εν πάση περιπτώσει, οι μήνες περνούσαν. Και έφτασε ο Νοέμβριος για να καταλάβουμε επιτέλους κι εμείς τι ετοίμαζε εκείνος ο ένας άνθρωπος. Το καταλάβαμε από τις μικροσκοπικές λεκάνες τουαλέτας που ξεφόρτωσε ένα βροχερό βράδυ από το βαν του.
Ετοίμαζε έναν παιδικό σταθμό.
Όταν το καταλάβαμε —κι αφού μάς πέρασε η πρώτη κρυάδα: θα προτιμούσαμε ίσως ένα εστιατόριο ή μια ακόμη μπιραρία ή ένα καφέ—, αρχίσαμε να βλέπουμε καλύτερα και τι θα γινόταν κάθε τμήμα του χώρου: εκεί λοιπόν θα ήταν το μπάνιο, εκεί τα αποδυτήρια, εκεί το γραφείο των νηπιαγωγών, εκεί η είσοδος, εκεί η έξοδος κινδύνου, και εκεί, στο κέντρο όλου αυτού, η κυρίως αίθουσα για τα παιδάκια. Μάλιστα. Όλα πλέον ήταν φανερά.
Τώρα πια εμείς περνούσαμε από μπροστά μάλλον αδιάφορα, γιατί τι ενδιαφέρον να έχει για οποιονδήποτε τρίτο ένας παιδικός σταθμός, αλλά τότε ήταν που άρχισε να έχει ακόμη περισσότερο η δουλειά εκείνου τού ενός ανθρώπου. Γιατί πλέον άρχιζε και έφτιαχνε και κάποια διακοσμητικά στοιχεία —τρώγοντας χρόνο από τη βασική δουλειά του— που του άρεσε να τα κρεμά ή να τα ενθέτει στους τοίχους. Όπως την ονομασία του παιδικού σταθμού, που την έφτιαξε από σπασμένα κομμάτια από τα πολύχρωμα πλακάκια που είχε περάσει στο πάτωμα και του περίσσεψαν.
Κυριολεκτικά τη ζωγράφισε εκείνη την επιγραφή, ή μάλλον την ιστόρησε, την έκανε σαν ψηφιδωτό, παντρεύοντας τα γράμματα μαζί με ζωγραφιές. Έφτιαξε ακόμη και πάκτωσε σε έναν τοίχο έναν μαυροπίνακα που έμοιαζε λίγο με καράβι. Και διάφορα άλλα. Μάλιστα, μια μέρα έκοψε στον τόρνο του μεγάλα τετράγωνα κομμάτια από κόντρα-πλακέ, τα έβαψε ένα-ένα και τα πέρασε πάνω από την ψευδοροφή που είχε φτιάξει αρχικά, φτιάχνοντας κάτι σαν σκακιέρα.
Ο παιδικός σταθμός λοιπόν φτιαχνόταν λίγο-λίγο, και πλέον έπαιρνε και χρώμα. Και τότε ήταν που μάθαμε από τον θυρωρό της πολυκατοικίας ότι ο στόχος, εξαρχής, ήταν να εγκαινιαστεί το νηπιαγωγείο αυτό με τη χριστουγεννιάτικη γιορτή των παιδιών την 24η του μηνός. Σήμερα δηλαδή. Αυτό το μάθαμε λίγο πριν τα μέσα του Δεκεμβρίου. Οπότε το ερώτημα ήτανε: Θα προλάβαινε άραγε;
Αλλά ναι, γιατί να μην προλάβει; Ο άνθρωπος ήταν αξιοθαύμαστος. Και άλλωστε η πολλή δουλειά είχε τελειώσει, ψέματα; Έμενε απλώς να μετακομίσει κάποιος τα έπιπλα.
Όχι. Καμιά δεκαπενταριά μέρες από σήμερα, ο ανέκφραστος μάστορας με το ξανθό σγουρό μαλλί και το μουστακάκι, με την εργατική φόρμα που, άγνωστο πώς, κρατούσε πάντα καθαρή λες και την είχε αγοράσει το ίδιο πρωί, άρχισε να φτιάχνει μόνος τα έπιπλα του σχολείου. Και δεν έφτιαξε ένα ή δύο.
Έφτιαξε τουλάχιστον εκατό.
Με πλάκες και σανίδες από ξύλο, νοβοπάν, MDF και κόντρα-πλακέ, με μεταλλικές γωνίες και με βίδες, με πίρους και σφιγκτήρες, έφτιαξε θρανία, καρεκλάκια, γραφεία, ντουλάπια, ντουλάπες, ερμάρια, φωριαμούς, βιβλιοθήκες, ράφια, συρταριέρες, διαχωριστικά, καλόγερους — ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Πάντα ανέκφραστος και πάντα χάνοντας πολύτιμο χρόνο κοιτώντας για ώρα έναν πίρο ή πιάνοντας στα χέρια του ένα σανίδι που μόλις είχε κόψει και «σιδερώσει» τις άκρες του. Περιττεύει, δε, να πούμε ότι όλα αυτά ήταν αξιοζήλευτης αισθητικής — εφάμιλλα αν όχι ανώτερα παρόμοιων επίπλων που μπορεί κανείς να αγοράσει από το ΙΚΕΑ. Τα έφτιαξε όλα, ένα-ένα, και έβαζε το καθένα στη θέση του μόλις το τελείωνε. Στην ακριβή θέση του. Ήξερε από την πρώτη στιγμή, μάλλον, τι θα έφτιαχνε, γιατί θα το έφτιαχνε και πού θα το τοποθετούσε.
Παρ' όλα αυτά, οι μέρες δεν ήταν πολλές. Ήταν μετρημένες κι αυτές. Και περνούσαν. Και εκείνος έδειχνε να μη σκέφτεται καθόλου το ημερολόγιο. Απλώς μετρούσε, έκοβε, συναρμολογούσε, καθάριζε, τοποθετούσε. Μετρούσε, έκοβε, συναρμολογούσε, καθάριζε, τοποθετούσε. Και μετά πάλι από την αρχή.
Εννοείται δε πως όλο του το άγχος —αν είχε ποτέ— είχε μεταφερθεί σε εμάς. Θα προλάβαινε πράγματι; Θα γινόταν η χριστουγεννιάτικη γιορτή κανονικά; Ή θα σκόνταφταν τα παιδάκια πάνω στα πριόνια και τις εργαλειοθήκες του; Και τι θα γινόταν με εκείνες τις σκάλες που είχε φέρει ήδη από την πρώτη ή δεύτερη ημέρα, τον περασμένο Ιούνιο;
Θα προλάβαινε βέβαια. Φυσικά και θα προλάβαινε. Και όχι μόνο. Αυτή εδώ θα ήταν μια αξέχαστη γιορτή για τα παιδιά. Γιατί, εκτός όλων των άλλων, θα τους είχε και μουσική. Όχι ηχογραφημένη — αν και είχε περάσει ηχεία παντού, όπως και μικρές και μεγάλες οθόνες τηλεόρασης στις γωνίες και στον έναν από τους δύο μεγάλους τοίχους. Ούτε θα ήταν μουσική από κάποια μπάντα που θα καλούσαν οι δασκάλες.
Αλλά από έναν πιανίστα που θα ερχόταν να παίξει στα παιδάκια ζωντανά. Έναν πιανίστα που θα ερχόταν μία φορά την εβδομάδα εκεί, στον πολύχρωμο παιδικό σταθμό, και θα έπαιζε μουσική. Στο πιάνο.
Ο μάστορας με τα ξανθά σγουρά μαλλιά το μουστακάκι έφερε προχθές το Σάββατο και κατέβασε μόνος, με τροχαλίες, από το βαν του, ένα όρθιο πιάνο. Το έσυρε μέσα. Πάλι μόνος. Το κόλλησε σε μία γωνία. Έβαλε ένα σκαμνί μπροστά του, μεγάλο — το είχε φτιάξει φυσικά μόνος του, και το είχε βάψει ροζ. Είχε φτιάξει άλλωστε πάρα πολλά σκαμνάκια, αν και πολύ μικρότερα: παιδικά.
Ξεσκόνισε προσεκτικά με ένα φτερό το πιάνο και τον αφήσαμε εκεί να καθαρίζει τον υπόλοιπο χώρο. Που είχε πια, σχεδόν την τελευταία στιγμή της εξάμηνης διορίας, επιτέλους τελειώσει.
Κι έπειτα ξημέρωσε η χθεσινή ημέρα: η Κυριακή. Τρέξαμε πρωί-πρωί να τον δούμε. Φυσικά καθάριζε ακόμη. Ήταν μεγάλο μαγαζί και είχε πολλή σκόνη εκεί μέσα. Και βέβαια, όπως παρατηρήσαμε ικανοποιημένοι, είχε ήδη απομακρύνει και τα περισσότερα εργαλεία του. Ακόμη και τις σκάλες. Και, στ' αλήθεια, τώρα που έλειπαν όλα αυτά, και που είχε καθαρίσει και αστράψει τουλάχιστον το μισό σχολείο, όλος ο χώρος έμοιαζε λαμπρός και… τέλειος. Είχε φτιαχτεί από το μηδέν, και με έναν άνθρωπο μόνο —αλλά τόσο άξιο— ένας πρότυπος, πανέμορφος παιδικός σταθμός.
Όταν τελείωσε το καθάρισμα, ο μάστορας πήρε μεγάλα αυτοκόλλητα και άρχισε να τα κόβει σε κύκλους με διαφορετικές διαμέτρους. Καταλάβαμε τι θα τους έκανε χθες το απόγευμα, όταν περάσαμε πάλι απέξω και είδαμε πως είχε κολλήσει τα αυτοκόλλητα στη μεγάλη τζαμαρία, όλους μαζί, μικρούς και μεγάλους, κίτρινους, πράσινους, μπλε και πορτοκαλί, φτιάχνοντας ωραία σχέδια. Χάρη σε αυτούς τους πολύχρωμους κύκλους, δεν μπορούσες να δεις μέσα ακόμη και αν δεν ήταν τραβηγμένες οι κουρτίνες, που φυσικά είχε επίσης βάλει. Έπρεπε να κολλήσεις το πρόσωπό σου στο τζάμι για να δεις.
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και χαμογελάσαμε. Ο τύπος, που δεν ξέραμε ούτε το όνομά του και με τον οποίο δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια καλημέρα από τον Ιούνιο, τα είχε καταφέρει. Αύριο, σήμερα το πρωί δηλαδή, τα παιδάκια θα έρχονταν για τη γιορτή τους. Τα είχε καταφέρει. Άγνωστο πώς, αλλά τα είχε καταφέρει…
Αργά χθες το βράδυ, και ενώ έριχνε ένα ελαφρύ χιονάκι στη γειτονιά, περάσαμε για μία ακόμη φορά έξω από το μαγαζί. Έχουμε σκύλο, βλέπετε, οπότε πρέπει να βγαίνουμε συχνά. Περνώντας από εκεί, παρατηρήσαμε αμέσως δύο πράγματα. Το ένα ήταν ότι είχε φως μέσα στον παιδικό σταθμό. Όχι πολύ. Ένα αναμμένο προβολάκι όλο κι όλο.
Το άλλο ήταν ότι ακουγόταν μουσική. Πιάνο. Τζαζ. Ήταν το «A Swinging Christmas», που το ξέρουμε περισσότερο από την Έλα Φιτζέραλντ.
Τρέξαμε και κολλήσαμε το πρόσωπό μας στο τζάμι. Ευτυχώς, οι κουρτίνες δεν ήταν τραβηγμένες. Και είδαμε.
Ο πιανίστας, που φαινόταν μόνο η πλάτη του από τη μεριά μας, καθόταν στο ειδικό, φρεσκοφτιαγμένο ροζ σκαμνί μπροστά από το πιάνο. Φορούσε μαύρο επίσημο κοστούμι, και τα μανικετόκουμπά του άστραφταν μέσα στο σκοτάδι όπως έτρεχαν πάνω από τα πλήκτρα, που φωτίζονταν από έναν μικρό προβολέα πάνω στην οροφή. Κάτσαμε και ακούσαμε όλο το κομμάτι. Όταν τελείωσε, περνώντας τα δάχτυλά του πάνω από όλα τα πλήκτρα με μια ωραία, αεράτη κίνηση βιρτουόζου, ο πιανίστας γύρισε και μας κοίταξε.
Είχε σγουρά ξανθά μαλλιά. Και μουστακάκι.
Αυτό όμως που είχε αλλάξει επάνω του, εκτός από τα ρούχα, ήταν τώρα δεν ήταν ανέκφραστος. Τώρα χαμογελούσε.
* * *
Η ζωή είναι ωραία. Και γεμάτη εκπλήξεις. Σας ευχαριστούμε που είστε εδώ. Καλά Χριστούγεννα!