Αυτή την εβδομάδα ολοκληρώθηκαν επιτυχώς οι μαραθώνιες διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα από τα ζητήματα που συζητήθηκε περισσότερο ήταν η προϋπόθεση των κρατών μελών να σέβονται το κράτους δικαίου, τη νομοκρατία, προκειμένου να μπορούν να λαμβάνουν χρηματοδότηση.
Η συζήτηση αυτή δεν έγινε τυχαία. Με την άνοδο του λαϊκισμού, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες - μεταξύ των οποίων και η δική μας - πειραματίστηκαν με πολιτικούς σχηματισμούς που δεν τηρούν ούτε καν τα προσχήματα της νομοκρατίας. Πρώτα και κύρια η Ουγγαρία του Όρμπαν, η οποία και ήταν ο ελέφαντας στο δωμάτιο στην προκειμένη περίπτωση. Οι χώρες που έθεσαν αυτό το ζήτημα έπραξαν σωστά, τίμια, και ευρωπαϊκά καθώς η νομοκρατία, δηλαδή η θεσμική οργάνωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας κατά την οποία οι άνθρωποι κυβερνώνται από νόμους και όχι από τις προσωπικές ταγές των κυβερνώντων, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Τα κονδύλια της Ε.Ε. είναι πολλά. Ένας λαϊκιστής ηγέτης σε μία χώρα με ανίσχυρο κράτος δικαίου μπορεί να τα χρησιμοποιεί για να εξαγοράζει ψήφους, να πλουτίζει ο ίδιος, να ευνοεί τους πολιτικούς του φίλους ή να κάνει διεφθαρμένες χάρες προς τους φίλα προσκείμενους επιχειρηματίες. Ο Όρμπαν κατηγορείται για όλα τα παραπάνω και αυτές οι κατηγορίες φέρουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπως αυτό των Βρυξελλών.
Η προϋπόθεση τους κράτους δικαίου είναι μία δίκαιη και ηθική προϋπόθεση. Χωρίς αυτή, οι κατά τόπους ευρωπαίοι λαϊκιστές που ηγούνται των κυβερνήσεών τους, αποκτούν τεράστια δύναμη ώστε να καταπιέζουν τους πολίτες τους, να διώκουν μειονότητες, και να αλλοιώνουν τα πολιτεύματα των χωρών τους. Μάλιστα, τα κάνουν όλα αυτά στην πλάτη των ευρωπαίων φορολογουμένων, που μέσω των κρατών τους χρηματοδοτούν την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο προσχέδιο της συμφωνίας που κυκλοφόρησε τη Δευτέρα, η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ώστε να υπάρξουν οι διασφαλίσεις για διακοπή χρηματοδότησης σε περίπτωση που υποχωρήσει η νομοκρατία σε ένα κράτος-μέλος ήταν σαφής, αυστηρή και δίκαιη. Στο τελικό κείμενο της έκτακτης συνόδου που ολοκληρώθηκε την Τρίτη, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο οποίο συμμετέχουν οι αρχηγοί κρατών των 27, περιορίστηκε σε μία απλή αναφορά: “Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογραμμίζει τη σημασία της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογραμμίζει τη σημασία του σεβασμού του κράτους δικαίου.”
Ένα πάγιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ένωση είναι η αδυναμία της να επιβάλλει τους κανόνες που η ίδια θεσπίζει. Είτε μιλάμε για δημοσιονομική πολιτική, είτε μιλάμε για εμπόδια στην κοινή αγορά, είτε μιλάμε - όπως τώρα - για το κράτος δικαίου, η Ε.Ε. φαίνεται να μην έχει τα εφόδια να κρατήσει τα κράτη-μέλη υπόλογα προς τα συμφωνηθέντα. Η περίπτωση της Ουγγαρίας του Όρμπαν, που καταπατά το κράτος δικαίου εις βάρος των πολιτών της, αποτελεί μία κλασική περίπτωση. Αντί να ενεργοποιηθεί το άρθρο 7 της Συνθήκης της Λισαβώνας που επιτρέπει την αναστολή του δικαιώματος ψήφου σε χώρες που παραβιάζουν τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το τελικό κείμενο που εγκρίθηκε από όλες τις χώρες περιέχει μόνο κάποιες απλές συστάσεις.
Είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη διαπραγμάτευση, για τον προϋπολογισμό της επόμενης επταετίας, ήταν καθοριστικής σημασίας και υπήρχαν πολλές λεπτές ισορροπίες που έπρεπε να κρατηθούν σε ένα περίπλοκο διπλωματικό και πολιτικό σκηνικό. Όμως, τα γραπτά μένουν και η Ε.Ε. έχασε την ευκαιρία να βάλει τον Όρμπαν στη θέση του. Αυτό είναι κρίμα.