Η σκηνή με τον Ολλανδό υπουργό Ιατρικής Περίθαλψης Μπρούνο Μπρούινς να πέφτει λιπόθυμος στο κοινοβούλιο των Κάτω Χωρών έκανε τον γύρο του κόσμου, προκαλώντας αίσθηση. Δεν έχει γίνει γνωστό αν ο ίδιος έπεσε θύμα του κορονοϊού, αλλά το γεγονός οδήγησε τον 56χρονο πολιτικό σε παραίτηση κι αναγκαστική ξεκούραση. Όσο συμπαθής κι αν ήταν ο Μπρούινς, ποιος θα ήθελε να βλέπει τον άνθρωπο που ηγείται κατά του «αόρατου εχθρού» να καταρρέει ξανά και ξανά σε video που έγινε διεθνώς viral. Σε αντίθεση όμως με την πραγματικότητα, η τέχνη, ακόμη και στον ωμό ρεαλισμό της, μπορεί να παρουσιάζει ένα αποτρόπαιο συμβάν και να στέκεται παρηγορητικά. Όχι μόνο στον πάσχοντα, αλλά και στο κοινό της, ξορκίζοντας το γενικό κακό.
Ένα τέτοιο έργο μας έρχεται από το μακρινό 1631 και τον Νικολά Πουσσέν, τον «πατέρα» του κλασικού γαλλικού μπαρόκ. Στην ηλικία των τριάντα εφτά χρόνων κι έχοντας ήδη καθιερωθεί στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Ρώμης, ο Πουσέν διαλέγει από την Παλαιά Διαθήκη ένα θέμα ζωντανό στους χρόνους του∙ ζωγραφίζει μια πόλη βιβλική, την Ασδώδ, που μαστίζεται από επιδημία.
Την εποχή εκείνη κι ενώ συνέβαινε ο Τριακονταετής πόλεμος στην Ευρώπη, σημειώθηκε έκρηξη επιδημίας, που οδήγησε ακόμη και σε ανατροπές δυνάμεων στην διεθνή πολιτική, με καθοριστική την κυριαρχία νέων δυνάμεων στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, όπως η Γαλλία και η Αγγλία, και στην παρακμή της Ισπανίας που είχε αποδεκατιστεί από την επιδημία. Στον πόλεμο αυτό συμμετείχε η πατρίδα του Πουσέν Γαλλία, με τον καρδινάλιο Ρισελιέ να οδηγεί τους συμπατριώτες του στο πλευρό των προτεσταντών Σουηδών, ενώ ενεπλάκησαν και οι Ιταλοί της Πάρμας και της Σαβοΐας. Η Ευρώπη δηλαδή, στο πρώτο μισό του 17ου αι. γνωρίζει συνθήκες εξαθλίωσης, τρομαχτικής ανέχειας και δοκιμάζεται από την πανώλη που αποδεκατίζει πόλεις ολόκληρες. «Η πανούκλα της Ασδώδ» είναι μια σκηνή, λοιπόν, όχι ξένη στα μάτια του Ευρωπαίου της εποχής.
Ο ίδιος ο ζωγράφος, προτού φιλοτεχνήσει το έργο, δοκιμάστηκε από μια σοβαρή ασθένεια, πιθανότατα από σύφιλη. Η έλλειψη ιατρικών γνώσεων της εποχής και οι επακόλουθες δεισιδαιμονικές προλήψεις είχαν καταστήσει τη σύφιλη θανατηφόρο αρρώστια που είχε λάβει και αυτή διαστάσεις επιδημίας. Η προσωπική περιπέτεια του καλλιτέχνη είναι πιθανό να τον παρακίνησε στη δημιουργία του θέματος.
Μάστορας στη σύνθεση ο Πουσέν προτάσσει σε πρώτο πλάνο μια σκηνή σκληρού ρεαλισμού, χωρίς γλυκερούς δραματισμούς. Έξοχο όσο κι αινιγματικό είναι το πιτσιρίκι στην άκρη του έργου που προβάλλει περίεργο όπως ο θεατής, να δει το πτώμα μια νεαρής στα χρόνια μάνας με το νεκρό μωρό της. Τα δύο σώματα με τη γύμνια τους και τον τρόπο που είναι ριγμένα στο δρόμο συμπυκνώνουν όλο το νόημα του έργου∙ είναι θύματα μιας αρρώστιας θανατηφόρας, όπως φαίνεται ταχύτατα μεταδιδόμενης. Έτσι, το κοινό γίνεται αυτόπτης μάρτυρας, νιώθει τον τρόμο, «μυρίζει» τα πτώματα. Το έργο προκάλεσε τεράστια εντύπωση και την ίδια κιόλας χρονιά, εκτός από αναγνώριση, χάρισε στο δημιουργό του την ύψιστη διάκριση από την Accademia di San Luca.
Τέσσερις αιώνες μετά, η σκηνή του ανθρώπου που καταρρέει, έχει εισβάλλει μέσα στα σπίτια μας. Είναι στο χέρι μας πια να βλέπουμε από το κινητό δυσάρεστα video που μας εξοικειώνουν με τη φρίκη. Κι όμως, η τέχνη εξακολουθεί να ευεργετεί υπενθυμίζοντας τούτο το «απλό», όπως το μεταφέρει στο τελευταίο του έργο με νάρκισσους καμωμένους στο iPad, ο 82χρονος Ντέιβιντ Χόκνει. Γράφει στο μήνυμά του προς εμάς όλους ο αειθαλής ζωγράφος : «Να θυμάστε ότι δεν μπορούν να ακυρώσουν την άνοιξη».