Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Τα βιβλία είναι καλά —βασικά, είναι πολύ καλά—, αλλά δεν είναι βέβαια φαγητό. Δεν μπορείς να φας ένα βιβλίο, ακόμη και αν είναι βιβλίο μαγειρικής. Τα βιβλία δεν τρώγονται. Αν πεινάς, δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να σου προσφέρει ένα βιβλίο. Δεν πρόκειται καν να ξεχάσεις την πείνα σου — το στομάχι σου δεν διαβάζει, και δεν ενδιαφέρεται να μάθει να διαβάζει. Αν κάποιος πεινάει, δεν θα τον σώσεις με βιβλία. Δώσ' του ένα πιάτο φαΐ. Και μετά ακόμη ένα.
Τα βιβλία δεν είναι ταξίδια. Ναι, μαζί τους μπορείς να ταξιδέψεις σε όλο τον κόσμο, να μάθεις καθετί για τα πέρατα της οικουμένης, να είναι «σαν να» πήγες παντού και όλα αυτά. Όμως κανένα τους δεν μπορεί να υποκαταστήσει ένα πραγματικό ταξίδι. Ή μάλλον (επειδή ο τουρισμός δεν είναι πραγματικό ταξίδι): κανένα τους δεν μπορεί να υποκαταστήσει την παραμονή σου σε μια άλλης χώρα. Με κανένα τους δεν πατάς στους δρόμους της, ποτέ. Ούτε επισκέπτεσαι ποτέ, διαβάζοντας, τις αγορές, τα ρεστοράν, τα μαγέρικα και τα καφέ μιας ξένης πόλης.
Τα βιβλία δεν είναι άνθρωποι. Εκείνο το γνωστό σλόγκαν που κυκλοφορεί σε κάποιες βιβλιοφιλικές σελίδες («Αγαπώ τα βιβλία περισσότερο από τους ανθρώπους») είναι ανατριχιαστικό στην απύθμενη σκληρότητά του. Κανένα βιβλίο δεν μπορεί να πάρει τη θέση κανενός ανθρώπου. Ούτε η Βίβλος, ούτε το Κοράνι, ούτε ο Πόε και ο Κάφκα, ούτε τα Άπαντα του Ντοστογιέφσκι. Αν έπρεπε (τι φρίκη!) να διαλέξουμε ντε και καλά ανάμεσα στα δύο, προφανώς και δεν θα διαλέγαμε τα βιβλία, θα ήμασταν ηλίθιοι αν το κάναμε — για να μην πούμε διεστραμμένοι. Δεν γίνεται να αγαπάς τα βιβλία περισσότερο από τους ανθρώπους, εκτός κι αν δεν αγαπάς ούτε εσένα.
Ως εκ τούτου, τα βιβλία δεν είναι και σεξ. Μπορεί η ανάγνωση να είναι απόλαυση, όπως συνηθίζουμε να λέμε —και καλώς το λέμε, φυσικά και είναι απόλαυση, όπως άλλωστε απόλαυση είναι και η ιππασία ή το μπιτς-βόλεϊ—, αλλά προς Θεού. Δεν διαβάζουμε με το σώμα, κι ας είναι φορές που ανατριχιάζουμε διαβάζοντας, κι ας είναι κι άλλες που τρέμουμε (από τον φόβο, ή συνεπαρμένοι). Όχι, τα βιβλία δεν είναι σεξ, και δεν κάνουμε σεξ με τα βιβλία. (Το σημειώνουμε αυτό για τους ανθρώπους που κάνουν σεξ? γιατί δεν κάνουν όλοι, για πολλούς και διάφορους, και διαφορετικούς μεταξύ τους, λόγους. Και ούτε αυτό είναι κακό).
Τα βιβλία όμως δεν είναι ούτε κατοικίδια ζωάκια. Όποιος ξέρει τι σημαίνει να ζει μαζί με ένα γατί ή με ένα σκυλί, ή με περισσότερα από ένα, ή και με διάφορους συνδυασμούς τους, καταλαβαίνει πολύ καλά τι λέμε. Τα βιβλία δεν σε κοιτάνε στα μάτια, δεν βγαίνετε βόλτα μαζί για να δείτε τον κόσμο, δεν τους πετάς το μπαλάκι, δεν κάθεστε κοντά-κοντά στον καναπέ χωρίς να κάνετε τίποτε, δεν μοιράζεστε μια τυρόπιτα. Τα βιβλία είναι βιβλία. Δεν είναι σύντροφοι για μια ζωή, είτε αγέρωχοι και πεισματάρηδες και μη μου άπτου όπως οι γάτες, είτε ταπεινοί και σεβαστικοί όπως τα σκυλιά. Τα βιβλία είναι απλώς βιβλία.
Τα βιβλία δεν είναι ούτε δουλειά. Ούτε δημιουργία κάποιου είδους. Αυτός που είπε ότι είμαστε εδώ για να αγαπάμε, να κοινωνικοποιούμαστε και να εργαζόμαστε, δεν είπε πως είμαστε εδώ και για να διαβάζουμε. Ναι, για πολλούς από εμάς ισχύει («Είμαστε εδώ για να αγαπάμε, να κοινωνικοποιούμαστε, να εργαζόμαστε και να διαβάζουμε»), αλλά, οκέι, ας είμαστε προσγειωμένοι. Η δουλειά, η κάθε είδους δημιουργία (της διανόησης, των χεριών, του πνεύματος, του ιδρώτα, του στοχασμού, του ακονισμένου, επεξεργασμένου ταλέντου, του μόχθου, των ακροβατικών επινοήσεων κ.ο.κ.), είναι πέρα και πάνω από την Τζέιν Όστεν και τον Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, ας το παραδεχτούμε. Εκτός και αν μιλάμε για αργομισθία? μα αυτή ποτέ της δεν ήταν δουλειά-δουλειά, έτσι κι αλλιώς.
Τα βιβλία δεν είναι φίλοι και διασκέδαση με φίλους. Δεν θα πας στο μπαρ με ένα βιβλίο, ή, αν το κάνεις, απλώς θα είναι σαν να λες, σαν να διαλαλείς όπως ο τελάλης, πως δεν σου έφτανε το βιβλίο, μόνο ήθελες (όρα: είχες ανάγκη) και το μπαρ. (Ή ότι είσαι κάπως ψώνιο. Όχι ότι είναι κακό πράγμα να είσαι ψώνιο, δηλαδή? μα ούτε είναι και καμιά αρετή). Ούτε στο γήπεδο θα πας με το βιβλίο σου, εκτός αν θες να το πετάξεις στον διαιτητή και πιστεύεις ότι θα περνούσε από τον σεκιούριτι στον έλεγχο — αλλά, γενικά, μην πετάς πράγματα στους διαιτητές. Και ασφαλώς δεν θα πας σινεμά με το βιβλίο σου, θα ήταν πολύ εξεζητημένο, ίσως περισσότερο από το αν πήγαινες με έναν καπουτσίνο στον ώμο — εκείνα τα φασαριόζικα μαϊμουδάκια εννοούμε, όχι τον καφέ ή τον καλόγερο.
Και, ναι: ο κατάλογος αυτός δεν έχει τέλος. («Το βιβλίο δεν είναι πολιτική/επιστήμη/ψάρεμα/θρησκεία» κλπ. κλπ. κλπ.). Το βιβλίο ΟΝΤΩΣ δεν είναι ΤΙΠΟΤΕ από όλα αυτά τα πράγματα, και από άλλα τόσα κι άλλα τόσα, ων ουκ έστιν αριθμός. Το βιβλίο έπεται όλων αυτών. Ενδεχομένως, δε, να είναι κάπου στο τέλος μιας στρατιάς από πράγματα που κοσμούν τη ζωή: στη μισοφωτισμένη γαλαρία, μόνο του.
Οπότε, θα πείτε, «Γιατί τόσος θόρυβος για τα βιβλία;» Και, αναφορικά με την παρούσα ταπεινή στήλη, κάποιοι ίσως θα προσθέτατε, «Και γιατί αυτή εδώ η στήλη μιλά κάθε Παρασκευή για τα βιβλία ενώ ο κόσμος καίγεται, ή έστω ενώ είναι γεμάτος τόσα πράγματα καλύτερα και ανώτερα από το βιβλίο;»
Έχουμε πολλές απαντήσεις γι' αυτές τις ερωτήσεις. Αλλά, επειδή τυχαίνει να είμαστε αναγνώστες, πωρωμένοι και «επαγγελματίες», στην περίπτωση μιας τέτοιας ερωτήσεως απλώς μειδιούμε. Τόσο γιατί ξέρουμε πως όλα αυτά τα καλύτερα και ανώτερα πράγματα αποκτούν πολλαπλάσιο όγκο μέσα μας (ήτοι: αποκτούν τις πραγματικές τους διαστάσεις) όταν παράλληλα διαβάζεις, όσο και γιατί…
Αλλά όχι. Θα δώσουμε περισσότερες απαντήσεις, περισσότερους λόγους στην ερώτηση: «Μα γιατί τα βιβλία;» μέσα στο 2020.
Καλή Χρονιά!