Το νέο βιβλίο που κυκλοφόρησε λίγο πριν την πανδημική κρίση από τις εκδόσεις Ηδυέπεια, δεν είναι μια αφήγηση για την ιστορία της τέχνης. Είναι ένας τόμος με μελέτες που έχουν κοινό θέμα την αξία και συμβολή της τέχνης στην κοινωνικοποίηση του ανθρώπου.
Όπως θα το περίμενε ο απαιτητικός αναγνώστης, το βιβλίο αρχίζει με την εισαγωγική μελέτη της Μαρίας Αθανασέκου, επιμελήτριας του τόμου, με το ερώτημα «Γιατί με αφορά η τέχνη;» Η συγγραφέας αναγκαστικά αρχίζει τη μελέτη της με τις σπηλαιογραφίες της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής. Γιατί αυτό; Διότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τις τέχνες του λόγου ή για τη μουσική της περιόδου αυτής.
Γνωρίζουμε ασφαλώς καλά ότι όλες οι τέχνες μαζί εμφανίστηκαν, αλλά δεν ξέρουμε πως ήταν. Γνωρίζουμε ότι ήδη στην ωρινιάκειο εποχή υπήρχαν μουσικά όργανα (και μάλιστα ενδιαφέρον έχουν τα πνευστά, από κόκκαλο πουλιών) αλλά κανείς μας δεν ξέρει τι μουσική έκαναν με αυτά. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι άνθρωποι εκείνοι χόρευαν, αλλά μόνον υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, βασιζόμενοι στο χορό που διασώθηκε από σαμάνους.
Υπήρχε και λογοτεχνία; Ασφαλώς και υπήρχε, αφού υπήρχαν σύμβολα. Οφείλουμε εδώ να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν μπορεί να νοήσουμε άνθρωπο αν αυτός δεν σχηματίζει και χρησιμοποιεί σύμβολα. Στην πιο επιεική περίπτωση θα μιλήσουμε για ανθρωποπίθηκο, με έμφαση στο δεύτερο συνθετικό της λέξης.
Δεν γνωρίζουμε πότε γεννήθηκε η γλώσσα και πότε η τέχνη. Έχουμε όμως τεκμήριο που μας δείχνει ότι εδώ στην κατώτερη παλαιολιθική εποχή ο ανθρωπίδης μπόρεσε να αποκτήσει έλεγχο της φωτιάς. Αυτό δεν είναι εύκολο αφού για να έχεις φωτιά πρέπει όχι να την πάρεις από υπάρχουσα φωτιά και να τη μεταφέρεις στο λημέρι σου, αλλά να μάθεις πώς να την δημιουργείς (ανάβεις), να είσαι σε θέση να σκέπτεσαι τι θα την κάνεις, και να βρεις τρόπους να τη διατηρείς.
Το ίδιο ισχύει και για τα εργαλεία. Πολλά ζώα χρησιμοποιούν εργαλεία στον αγώνα τους για την εύρεση τροφής. Ο άνθρωπος λοιπόν δεν είναι αυτός που βρήκε μια πέτρα και την πέταξε πάνω στο θύμα. Ο άνθρωπος είναι αυτός που σκέφθηκε ότι αυτή η πέτρα θα του χρειαστεί και πάλι, και ως εκ τούτου τη φύλαξε για να την χρησιμοποιήσει στο μέλλον. Κι ακόμα πιο πολύ, ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι σκέφθηκε πως αυτή η πέτρα είναι κατάλληλη για να φτιάξει κι άλλα πελέκια – όταν δηλαδή προχώρησε στη δημιουργία ενός εργαλείου για να φτιάχνει άλλα εργαλεία.
Αυτός που έχει και ελέγχει τη φωτιά, αυτός που φτιάχνει εργαλεία με τούτη ή εκείνη τη μέθοδο, αυτός είναι ο άνθρωπος. Και αυτά δεν μπορεί να τα κάνει αν δεν έχει μια γλώσσα για να φωνάζει, αλλά έχει τη δυνατότητα να μιλάει για τη φωτιά και να νοεί νέα εργαλεία. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ύπαρξη συμβολικής γλώσσας.
Τότε γεννιούνται η τέχνη, η γλώσσα ως τέχνη και η πίστη σε θεό – τα τρία αυτά στέμματα της συμβολικής διάνοιας. Δεν τα γέννησε κάποιος μια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά δημιουργήθηκαν αυτόματα από την γλώσσα κι όχι από κάποιον ιδρυτή. Δεν φαίνεται πιθανό να έχουν δίκιο οι οπαδοί της εξέλιξης. Και τα τρία αυτά δεν γνωρίζουν εξέλιξη. Έχουν απλώς και μόνο προϋπόθεση: τον έναρθρο λόγο.
Δεν είναι όμως η τέχνη (η οποία μας ενδιαφέρει εδώ) απλώς και μόνο η δημιουργία μας συμβολικής γλώσσας, του έναρθρου λόγου. Ένας Γάλλος φιλόσοφος της μεταμεσαιωνικής εποχής υποστήριξε ότι «ο εγκέφαλος εκρέει το πνεύμα όπως το ήπαρ την χολήν». Δεν είναι αλήθεια αυτό. Η τέχνη προϋποθέτει την συμβολική διάνοια και γλώσσα, αλλά και δημιουργεί τη συμβολική ικανότητα, δημιουργεί τη διάνοια και τη γλώσσα. Δεν υπάρχει εδώ μια προϋπόθεση και τα παράγωγά της. Υπάρχει μια συλλειτουργία, μία αμοιβαία ενίσχυση, μια αμφίπλευρη επίδραση, όπως θάλεγε κι ο Ηράκλειτος, ο θεωρητικός της αρμονίας, του δεσμού μεταξύ των δύο.
Εδώ φανερώνεται η αξία του προκείμενου βιβλίου. Με τις μελέτες τους όλοι οι ειδικοί συνεργάτες του τόμου, μας δείχνουν γιατί και με ποιους τρόπους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τέχνη για να βελτιώσουμε τη νοημοσύνη, την ψυχική καλλιέργεια, την πνευματική ανάπτυξη. Τι προκύπτει και γιατί μας χρειάζεται η τέχνη όταν τη χρησιμοποιήσουμε για να βελτιώσουμε το επίπεδό μας.
Δυστυχώς, ο χώρος δεν επιτρέπει να παρουσιαστεί κάθε μελέτη χωριστά, όπως νιώθω πως θάπρεπε, αλλά θα επικαλεστώ ένα φωτεινό σημείο από τα τόσα πολλά που μας δίνει η ιστορικός της τέχνης και επιμελήτρια του τόμου Δρ. Μαρία Αθανασέκου: «Η τέχνη μας φέρνει πίσω σε μας, σε έναν εαυτό που δεν γνωρίζαμε ότι έχουμε».