Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο, αυτό που ακολούθησε την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, είδαμε όλοι με χαρά —και κάποιοι, όπως εμείς, με μια κάποια ικανοποίηση— εκείνους τους μπλε φακέλους που μοίρασε ο πρωθυπουργός στους υπουργούς του. «Νά κάποιος επιτέλους», είπαμε, «που ξέρει πώς είναι να διοικείς μια χώρα». Πιστεύαμε, αφελώς, πως εκεί μέσα υπήρχαν οι κατευθυντήριες γραμμές για κάθε ένα υπουργείο ξεχωριστά, οι ακριβείς στόχοι που έπρεπε να καλυφθούν, και ο χρόνος και οι πόροι που θα απαιτούνταν για κάθε στάδιο υλοποίησης της δουλειάς. Ένα λεπτομερές πλάνο τετραετίας, που οι υπουργοί θα όφειλαν να φέρουν εις πέρας.
Στην πραγματικότητα, το περιεχόμενο των περίφημων μπλε φακέλων εξαντλούνταν σε γενικότητες και σε ευχές για «καλή επιτυχία στο δύσκολο έργο μας».
Είμαστε από αυτούς που πιστεύουν ότι, αν δεν υπάρχει ένα πλήρες, απολύτως κοστολογημένο και μέχρι ιώτα αναλυτικό κυβερνητικό πρόγραμμα —και όχι γενικότητες και φληναφήματα— και αν δεν ονοματίζονταν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι που θα αναλάμβαναν κάθε υπουργείο, δεν θα έπρεπε να δινόταν καν άδεια για να κατέβει ένα κόμμα στις εκλογές. Όχι για τους πολίτες, δηλαδή τους ψηφοφόρους. Αυτοί δεν θα το διάβαζαν ποτέ, δεν ενδιαφέρονται για κυβερνητικά προγράμματα οι ψηφοφόροι — ενδιαφέρονται για πολιτικά συνθήματα κατά των αντιπάλων και για (πολύ) συγκεκριμένα πλην διόλου κοστολογημένα νεύματα οικονομικής ελάφρυνσης προς τους ίδιους. Όχι, τα προγράμματα και τα ονόματα αυτά θα κατετίθεντο σε μία επιτροπή διοπτροφόρων με γαμψές μύτες και παχιά φρύδια που θα τα μελετούσαν εν παραβύστω και, κάποια στιγμή, θα σου έδιναν την άδεια να τυπώσεις ψηφοδέλτια, ή θα έλεγαν, «Θα σας ειδοποιήσουμε».
Έχουμε επίσης την εντύπωση πως όλο αυτό τείνει να αλλάξει.
Όχι επειδή το θέλουν, ή το μπορούν, οι πολιτικοί μας. Άλλωστε, δεν το θέλουν καθόλου και δεν το μπορούν με τίποτα — άλλοι φύσει: επειδή αγαπούν τις απάνθρωπες μπούρδες του τύπου «Τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα», και άλλοι θέσει: επειδή δεν έχουν τον αναγκαίο αριθμό στελεχών πρώτης γραμμής για να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει.
Τείνει να αλλάξει γιατί τα πράγματα θα σοβαρέψουν πολύ σύντομα. Και, αν νομίζει κανείς πως ήδη «τα 'δαμε όλα», είναι φρικτά γελασμένος. Ακόμη είμαστε στην αρχή (του τέλους) και, ναι, ακόμη δεν είδαμε τίποτε. Η επόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση θα μας βρει για ακόμη μία φορά απροετοίμαστους, όπως άλλωστε και όλες οι προηγούμενες, και αυτή τη φορά θα είμαστε —εννοώ: οι Ευρωπαίοι, καθώς οι ΗΠΑ θα ακολουθήσουν εντελώς ανεξάρτητη και μάλλον τελείως αντίθετη από τη δική μας πορεία— μόνοι στην αντιμετώπισή της.
Κατ' αυτά, είτε θα αναγκαστούμε να σοβαρευτούμε, και εννοώ να σοβαρευτούμε πολύ, είτε το πράγμα θα γίνει ακόμη χειρότερο από όσο είναι σήμερα. Οπότε ο λαϊκισμός δεν θα έχει αντίπαλο — θα κονταροχτυπιέται μόνο τους αντίπαλους λαϊκισμούς, μέχρι να μείνουν ξανά μονάχα δύο: ο αριστερός και ο δεξιός. Ώστε να περιμένουμε μετά ήσυχοι-ήσυχοι την Ημέρα της Κρίσεως.
Τα λέω αυτά με αφορμή τη Μόρια, ασφαλώς. Η σημερινή κυβέρνηση ΔΥΟ πράγματα έπρεπε να έχει σε προτεραιότητα, αντί για το μάθημα των Θρησκευτικών και το αν πρέπει ή όχι να ξαναδίνουν σήματα οι άνω των 75 ετών για να συνεχίσουν να οδηγούν: την Οικονομία? και τη Μόρια. (Όπου «Μόρια» τόσο η συγκεκριμένη Κόλαση παραπηγμάτων, όσο και το Μεταναστευτικό εν γένει). Αναφορικά με το πρώτο, περιμένουμε για να δούμε. Ακόμη δεν έχει γίνει κάτι (αντιληφθήκαμε μόνο πισωγυρίσματα και πολλές υποσχέσεις), αλλά ίσως είναι νωρίς.
Αναφορικά με το δεύτερο, τα πράγματα απλώς χειροτερεύουν.
Ποσώς μάς απασχολεί αν αυξήθηκαν ή όχι οι μεταναστευτικές «ροές», αν οι Τούρκοι είναι πονηροί άνθρωποι και θέλουν το κακό μας, αν οι ΜΚΟ είναι καλές καγαθές ή όχι, αν είναι κακός ή ελλιπής ο νόμος για το άσυλο, αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν ελέγχουν πού πάνε τα λεφτά τους και ποιο στόμα γομαριού τα τρώει, αν φταίει η κακιά στιγμή, αν έγιναν λάθη από τους προηγούμενους ή ό,τι άλλο βάλει ο νους. Αυτά είναι για να τα ακούν παιδάκια στο Φεστιβάλ Σπούτνικ, όχι για σύγχρονους κυβερνήτες.
Οι εκλογές έγιναν πριν τρεις μήνες σχεδόν. Την ΕΠΟΜΕΝΗ έπρεπε να είχαν ΗΔΗ αλλάξει ΟΛΑ, άρδην. Έπρεπε να είχαν γκρεμιστεί όλα τα άθλια υπόστεγα και οι ψευτοσκηνές των κλοσάρ και να είχαν αντικατασταθεί με λυόμενα σπίτια. Έπρεπε να είχαν γίνει άλλες δέκα Μόριες σε άλλα νησιά, αλλά και στην ηπειρωτική χώρα. Έπρεπε να είχαν ειδοποιηθεί όλοι οι Ευρωπαίοι για να είναι εκεί, παρόντες, για ξενάγηση από κοντά: όχι οι ανθυπογραμματίσκοι των επιτροπών, αλλά οι πρωθυπουργοί και οι πρόεδροι. ΟΛΟΙ. Από τη Μέρκελ μέχρι τον Όρμπαν. Έπρεπε να είχε εξασφαλιστεί ότι οι άνθρωποι θα τρώνε κανονικά, και όχι σαν γουρούνια. Και ότι αν κάποιος από τους υπεύθυνους της σίτισής του πιανόταν να τους έχει φάει μια μπουκιά φαΐ, θα τον φωνάζαμε δι' υπόθεσίν του, και να είναι στα γραφεία μας σε μισή ωρίτσα με την οδοντόβουρτσά του. Έπρεπε τα παιδιά των προσφύγων και των μεταναστών να διδάσκονταν τα ελληνικά και τα εγγλέζικα πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Έπρεπε να είχε στηθεί δικαστήριο για τις παραλείψεις, τα λάθη και τις τυχόν ρεμούλες των προηγούμενων τεσσεράμισι χρόνων.
Αντ' αυτών δεν έγινε τίποτε. Όλη η πελώρια συζήτηση που έγινε τα τελευταία χρόνια πήγε στο βρόντο: τζάμπα τα λέγαμε. Κουβέντες μόνο, μεγάλη στενοχώρια, σκέψεις για να σκεφτούμε πως πρέπει να σκεφτούμε για το θέμα γενικώς και για το άσυλο ειδικώς, και ένα σύννεφο από βορβορώδεις χρυσαυγίτικες αναρτήσεις στο Twitter — από λογαριασμούς που, αντί να τους στηλιτεύει η κυβέρνηση (όχι τους ίδιους βέβαια: την αντεθνική λογική που τους διέπει) λειτουργώντας επιτέλους στοιχειωδώς επικοινωνιακά, ακολουθούνται ακόμη και από μερικά μέλη της!
Σήμερα είναι 1η Οκτωβρίου. Χειμωνιάζει σιγά-σιγά. Ό,τι είναι να γίνει, πρέπει να γίνει μέσα στον μήνα.
Είναι ντροπή αυτό που συμβαίνει, και είναι απάνθρωπο.
Και είναι δείγμα ανημποριάς που μας βάζει σε σκέψεις: αν δεν μπορεί ούτε αυτή η κυβέρνηση να φροντίσει τους ξένους της, πώς θα φροντίσει τους Έλληνες;