Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Κάποιες φορές τον άφηνε κάτω και κοιτούσε αμίλητος τη θάλασσα. Η θάλασσα ήταν στραφταλιστή? δύσκολα μπορούσες να τη δεις αν δεν μισόκλεινες τα μάτια. Εκείνος βέβαια φορούσε πάντα τα μαύρα γυαλιά του. Και καθόταν έτσι, ήσυχος και ακίνητος? μονάχα να κοιτά τη θάλασσα. Να την αγναντεύει.
Άλλες φορές, αντί για τη θάλασσα κοιτούσε τα κορίτσια, ή τα κορίτσια που έμπαιναν στη θάλασσα. Άλλα κορίτσια έτρεχαν και βουτούσαν με τη μία, άλλα πάλι πιο αργά. Έκαναν ότι δήθεν κρύωναν, αν και βέβαια ο ήλιος έκαιγε και ζεματούσε. Όμως έτσι έμεναν πιο πολύ έξω από το νερό, κι έτσι κι εκείνος τις κοιτούσε περισσότερο. Φαίνεται θα του άρεσαν. Όπως βέβαια τού άρεσε και να ξαπλώνει ανάσκελα πάνω στην πετσέτα του και να μην κοιτά τίποτε. Να μένει έτσι, με τα μάτια κλειστά, για ώρα. Του άρεσε πολύ. Μάλλον τον έκανε να ηρεμεί, και ίσως να μη σκέφτεται.
Μετά όμως φαίνεται ότι πιανόταν, ή κουραζόταν, ή ποιος ξέρει τι —μπορεί να τον ενοχλούσε ο πολύς ήλιος, γιατί είπαμε έκαιγε, ή ίσως να μη γινόταν να κρατήσει άλλο μακριά τις σκέψεις του, που πάντα ήξεραν και ξεμύτιζαν μπροστά του—, και ξαναγυρνούσε μπρούμυτα, στηριγμένος στους αγκώνες του, και καθότανε μαζί του.
Όταν πάλι περνούσε αρκετή ώρα έτσι, σηκωνόταν και πήγαινε κι εκείνος να βουτήξει. Κολυμπούσε καλά, και του άρεσε να πηγαίνει μέχρι μέσα βαθιά, χωρίς να σταματά να κουνά κυκλικά τα χέρια του ούτε για ένα δευτερόλεπτο, κάνοντας μεγάλες, ωραίες απλωτές, χωρίς να σηκώνει νερό. Εκεί που άρχιζε η μεγάλη, μαύρη έκταση των φυκιών, στα βαθιά, σταματούσε και έστρεφε αμέσως το πρόσωπό του προς την παραλία. Προς τα κεφάλια που ξεχώριζαν έξω από το νερό, και προς τα κορμιά που περπατούσαν, στέκονταν, ξάπλωναν ή έπαιζαν έξω, στην άμμο. Όλο εκείνο το γυμνό πλήθος.
Κοιτούσε για ώρα και σκεφτόταν. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί, τι έκαναν στη ζωή τους, τι προβλήματα είχαν αφήσει πίσω τους για να έρθουν για λίγες μέρες εδώ, αν ήξερε κάποιον από όλους αυτούς, αν τυχόν είχε μαλώσει με κανέναν τους για κάποιο ασήμαντο θέμα της επικαιρότητας που τώρα θα είχαν ξεχάσει και οι δυο. Δεν είχε απαντήσεις, όμως αυτό δεν τον πείραζε. Δεν είχε σημασία τώρα πια, και σίγουρα όχι εκείνη τη στιγμή. Τώρα τού έφτανε να επιπλέει εκεί, στα βαθιά, μετέωρος πάνω από τη μεγάλη, μαύρη έκταση των φυκιών, και να κοιτά προς τα έξω, τον κόσμο και την έκταση που ανοιγόταν προς τα πίσω, πέρα από την παραλία, με τα μάτια του γεμάτα λευκά κομμάτια από τον ήλιο που ανακλώνταν πάνω στο νερό.
Και έπειτα έβγαινε, κολυμπώντας πιο αργά αυτή τη φορά, και έτρεχε να σκουπίσει στα γρήγορα το πρόσωπό του με την πετσέτα, και μετά καθόταν πάλι μαζί του πίνοντας πρώτα μια γουλιά από τον καφέ του, που είχε ζεσταθεί πολύ από ώρα, αν και καλά καμουφλαρισμένος κάτω από την πετσέτα.
Και όλο αυτό γινόταν δύο, και τρεις, καμιά φορά και τέσσερις φορές στη σειρά. Όλο μαζί. Για ώρες.
Και τότε —όταν χόρταινε, ή όταν πια δεν άντεχε άλλο— θα σηκωνόταν, θα μάζευε τα πράγματά του και θα έφευγε μαζί του για το σπίτι, για εκείνο το δωμάτιο που είχε νοικιάσει. Θα έκανε ένα ντους και θα ξάπλωναν μαζί στα δροσερά σεντόνια, με τον ανεμιστήρα να τους χτυπάει, και τα πάντα έξω —όλοι οι ήχοι, όλοι οι θόρυβοι, όλες οι παλλόμενες σκέψεις— να σκεπάζονται από το πανδαιμόνιο των τζιτζικιών.
Κι έπειτα θα σηκωνόταν και θα ντυνόταν και θα ετοιμαζόταν και θα πήγαιναν μαζί σε εκείνο το εστιατόριο που προτιμούσε και που δεν το είχε αλλάξει από την πρώτη του μέρα στο νησί, γιατί δεν του άρεσαν πολύ οι αλλαγές και οι απογοητεύσεις, και θα έβλεπε τη βιτρίνα με τα μαγειρευτά και θα παράγγελνε κάτι καινούργιο σήμερα, κάτι διαφορετικό, και θα έτρωγε ρίχνοντάς του ματιές όσο μασούσε και σκούπιζε το στόμα του με το ψωμί.
Κι ύστερα θα έκαναν τη μεγάλη τους βόλτα στην παραλία, ανάμεσα σε όλους τους άλλους, ανάμεσα σε όλα εκείνα τα μαυρισμένα μπράτσα και τους μαυρισμένους λαιμούς, και θα κάθονταν κάπου για μια μπίρα. Ή και δύο. Κι ακόμα θα ήταν μέρα, για κάποιο λόγο. Τι περίεργο.
Και αργότερα θα επέστρεφαν στο σπίτι, κι εκεί εκείνος θα αποφάσιζε πώς θα περνούσε το υπόλοιπο της βραδιάς. Αν έμενε μέσα —το είχε κάνει μία φορά όλη κι όλη αφότου ήρθαν στο νησί— ή αν θα έβγαινε πάλι, λίγο πιο αργά. Αν προτιμούσε το δεύτερο, και βέβαια σίγουρα αυτό προτιμούσε, θα τον άφηνε στο δωμάτιο. Και δεν θα τον ξανάπαιρνε στα χέρια του παρά μόνο όταν θα επέστρεφε μετά από δυο ώρες. Αν όμως περνούσαν αυτές οι δυο ώρες, ίσως να μη γυρνούσε καθόλου για το βράδυ? ή ίσως να επέστρεφε με παρέα. Οπότε δεν θα τον ξανάπιανε πριν από την άλλη μέρα το πρωί, με τον ζεστό καφέ, το ψωμί, το βούτυρο και το μέλι. Λίγο πριν πάνε πάλι για μπάνιο στη θάλασσα, στην παραλία.
Δεν τον πείραζε, γιατί είχε το δικό του θαύμα να ζήσει, και τις δικές του περιπέτειες — όλα εκείνα τα μυστήρια που συνέβαιναν μέσα του, όλα εκείνα τα φονικά, εκείνες τις απρόσμενες συναντήσεις με επικίνδυνους ανθρώπους ή με άλλα, ξένα πλάσματα, διαφορετικά αλλά εξίσου αν όχι περισσότερο επικίνδυνα, ή εκείνους τους σπάνιους έρωτες που δεν κατέληγαν ποτέ σε γάμους και σε τέτοια, όλα εκείνα τα δράματα της φαντασίας ή της ιστορίας, αυτά που έγιναν κι αυτά που θα μπορούσαν, ίσως, να γίνουν? και όλα, όλα τα άλλα.
Είχε το δικό του θαύμα να ζήσει, τις δικές του περιπέτειες, και ήταν άπειρες, αλλά του άρεσε να είναι μαζί του, πέθαινε να ήταν μαζί του, να τον κρατά στα χέρια του, να τον έχει ακουμπισμένο στο στήθος του, και να νιώθει επάνω του τα δάχτυλά του να του γυρίζουν με ένταση, αγωνία, συγκίνηση και ελπίδα τις σελίδες.
Γιατί γι' αυτό είναι γεννημένα τα βιβλία, κι αυτό είναι που θέλουν? γι' αυτό ζουν. Για να μοιράζονται το θαύμα.