«Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτού του εκλογικού συστήματος για τη Γερμανία είναι η σταθερότητα και διαχρονικότητά του, προϊόν συναίνεσης του πολιτικού συστήματος. Είναι μεγάλο κέρδος για τη δημοκρατία σε μία χώρα να διεξάγονται οι εκλογές με σταθερούς κανόνες, που δεν αλλάζουν ανάλογα με τα καιροσκοπικά συμφέροντα των εκάστοτε κυβερνώντων» αναφέρει στον «Φ» o επίκουρος καθηγητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Χάρης Τσιλιώτης, για το γερμανικό εκλογικό σύστημα.
Στη συνέχεια, όμως, επισημαίνει ότι «το γερμανικό εκλογικό σύστημα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί στη χώρα μας ατόφιο, όπως εφαρμόζεται στη Γερμανία. Κι αυτό γιατί η συνολική κατανομή των εδρών γίνεται με την απλή αναλογική που σπάνια εξασφαλίζει αυτοδυναμία. Εχει όμως ορισμένα θετικά χαρακτηριστικά που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση του νέου εκλογικού συστήματος, όπως ο χωρισμός των περιφερειών σε στενές (μονοεδρικές) και ευρείες (πολυεδρικές). Με τον τρόπο αυτό μπορεί να απεξαρτηθεί το πολιτικό σύστημα από τον σταυρό προτίμησης, που συμβάλλει σε ποικίλες εξαρτήσεις των υποψηφίων για να πετύχουν την εκλογή ή επανεκλογή τους».
Συνέντευξη στον Ανδρέα Ζαμπούκα
- Με αφορμή την προγραμματική εξαγγελία της νέας κυβέρνησης για αλλαγή του εκλογικού συστήματος, επανέρχεται στο προσκήνιο το εκλογικό σύστημα που ισχύει στη Γερμανία. Εχοντας άμεση επαφή με την πολιτική πραγματικότητα και την επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου στη Γερμανία, πείτε μας κάποια λόγια για το σύστημα αυτό.
- Πρέπει να σας αναφέρω εκ των προτέρων ότι η διδασκαλία του εκλογικού συστήματος αποτελεί μία από τις πρώτες προτεραιότητες στις νομικές σχολές των γερμανικών πανεπιστημίων, ήδη από το πρώτο εξάμηνο των σπουδών, απόδειξη της σημασίας που του αποδίδεται. Το εκλογικό σύστημα με το οποίο διεξάγονται τόσο οι ομοσπονδιακές όσο και οι βουλευτικές εκλογές στα κρατίδια, προϊόν συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων, ισχύει απαράλλακτο με επιμέρους τροποποιήσεις καθ' όλη σχεδόν τη μεταπολεμική περίοδο στη Γερμανία - τη Δυτική Γερμανία αρχικά και την ενιαία Γερμανία από το 1990.
Είναι ένα σύστημα περίπλοκο που ανήκει στην κατηγορία των μικτών εκλογικών συστημάτων, εφόσον περιέχει στοιχεία αναλογικού (τα περισσότερα) αλλά και πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος. Χαρακτηρίζεται ως «δίκαιο» εκλογικό σύστημα, εφόσον ισχύει στις βασικές του αρχές για δεκαετίες, χωρίς να διανοηθεί κάποια πολιτική δύναμη να προτείνει την κατάργηση ή τροποποίησή του. Παρ' όλα αυτά δεν μπορεί, με ορισμένες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, να εξασφαλίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, κάτι που ίσως να μην είναι και επιθυμητό στη γερμανική πολιτική κουλτούρα.
- Μπορείτε να περιγράψετε τα βασικά του χαρακτηριστικά;
- Κατά το γερμανικό εκλογικό σύστημα, οι βουλευτικές έδρες κατανέμονται με πολύπλοκο τρόπο. Καταρχάς το πόσες έδρες θα πάρει ένα κόμμα στην ομοσπονδιακή επικράτεια καθορίζεται με βάση το αναλογικό σύστημα και δη της απλής αναλογικής. Από κει και πέρα η κατανομή γίνεται με δύο τρόπους και δύο επιμέρους συστήματα. Οι μισές έδρες κατανέμονται με το πλειοψηφικό σύστημα σε στενές μονοεδρικές περιφέρειες, όπου την έδρα κερδίζει άμεσα ο υποψήφιος του κόμματος που συγκεντρώνει τη σχετική πλειοψηφία στην περιφέρεια αυτή (Direktmandat). Οι υπόλοιπες μισές έδρες κατανέμονται με βάση το αναλογικό σύστημα σε ευρεία πολυεδρική περιφέρεια, που στις ομοσπονδιακές εκλογές ταυτίζεται με αυτή της επικράτειας ενός κρατιδίου και με τη σειρά εκλογής των υποψηφίων που έχει καθορίσει το κόμμα εκ των προτέρων (ελληνιστί λίστα).
Είναι χαρακτηριστικό και σπάνιο για εκλογικά συστήματα ότι με τον τρόπο αυτό ο εκλογέας έχει δύο ψήφους. Μία για την άμεση εκλογή στη μονοεδρική περιφέρεια (Erststimme) και μία δεύτερη για την εκλογή στην ευρεία περιφέρεια (Zweitstimme). Το ακόμη πιο αξιοπερίεργο είναι ότι με τις ψήφους αυτές μπορεί να ψηφίσει δύο διαφορετικά κόμματα. Ετσι, δεν είναι λίγες οι φορές που στις μονοεδρικές περιφέρειες οι ψηφοφόροι ψηφίζουν υποψηφίους των κομμάτων που διεκδικούν την καγκελαρία (CDU/CSU ή SPD) και στις ευρείες πολυεδρικές ψηφίζουν υποψηφίους άλλων μικρότερων κομμάτων. Η δεύτερη ψήφος, όμως, είναι αυτή που καθορίζει το συνολικό ποσοστό του κόμματος παγγερμανικά, με βάση το οποίο -όπως είπαμε και στην αρχή- γίνεται η συνολική κατανομή των εδρών για τα κόμματα. Ετσι δεν έχει σημασία για το εθνικό επίπεδο η ψήφος που θα δώσει ένας ψηφοφόρος στην CDU ή το SPD στη μονοεδρική περιφέρεια, αλλά αυτή που θα δώσει στην ευρεία και που μπορεί να είναι άλλου κόμματος (π.χ. FDP, Πράσινοι ή Die Linke).
- Δηλαδή, με την πρώτη ψήφο ο βουλευτής εκλέγεται με σταυρό και με τη δεύτερη με λίστα;
- Οχι, αυτή είναι μία παρανόηση που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας. Οι σταυροί που τίθενται στα ψηφοδέλτια αφορούν την επιλογή του κόμματος και όχι του υποψήφιου βουλευτή. Ακόμη και στις μονοεδρικές περιφέρειες ο ψηφοφόρος δεν επιλέγει μεταξύ περισσοτέρων υποψηφίων του κόμματος που θέλει να ψηφίσει, αλλά κάθε κόμμα έχει ορίσει έναν υποψήφιο. Συνεπώς ο εκλογέας επιλέγει το κόμμα και βουλευτής εκλέγεται αυτός που έχει ορίσει το κόμμα ως μοναδικό υποψήφιο στη μονοεδρική περιφέρεια. Οσον αφορά την ευρεία περιφέρεια και τη δεύτερη ψήφο, εκεί η σειρά των υποψηφίων είναι καθορισμένη από το κόμμα και η εκλογή γίνεται με βάση τη σειρά που αναγράφονται οι υποψήφιοι στο ψηφοδέλτιο και τις έδρες που αναλογούν στο κάθε κόμμα.
- Προβλέπεται όριο για τη συμμετοχή ενός κόμματος στη Βουλή;
- Τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε επίπεδο κρατιδίων το όριο είναι 5% επί του συνόλου των ψήφων που προέρχονται φυσικά από τη δεύτερη ψήφο, εκτός κι αν ένα κόμμα κερδίσει τουλάχιστον 3 άμεσες έδρες από τις μονοεδρικές περιφέρειες, οπότε σε αυτήν την περίπτωση παίρνει αναλογικά από τη δεύτερη ψήφο όσες έδρες δικαιούται με βάση το παγγερμανικό ποσοστό του. Η επιβολή του ορίου αυτού στην είσοδο των κομμάτων στη Βουλή αποτελεί την εξισορρόπηση στην κατανομή των εδρών με βάση το σύστημα της απλής αναλογικής, ούτως ώστε να αποφευχθεί η ακυβερνησία.
- Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα αυτού του εκλογικού συστήματος;
- Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτού του εκλογικού συστήματος για τη Γερμανία είναι η σταθερότητα και διαχρονικότητά του, προϊόν συναίνεσης του πολιτικού συστήματος. Είναι μεγάλο κέρδος για τη δημοκρατία σε μία χώρα να διεξάγονται οι εκλογές με σταθερούς κανόνες, που δεν αλλάζουν ανάλογα με τα καιροσκοπικά συμφέροντα των εκάστοτε κυβερνώντων. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα είναι ότι παρά την επιβολή του ορίου της ρήτρας του 5% στην είσοδο των κομμάτων στη Βουλή, δεν εξασφαλίζεται αυτοδυναμία και πολλές φορές για να σχηματιστεί κυβέρνηση και να μη διαλυθεί πρόωρα η Βουλή γίνεται ένας παράξενος συνδυασμός κομμάτων, που μεταξύ τους έχουν ελάχιστες προγραμματικές συγκλίσεις.
- Μπορεί αυτό το σύστημα να αποτελέσει πρότυπο στη χώρα μας για το μελλοντικό εκλογικό σύστημα που ετοιμάζει η κυβέρνηση;
- Το γερμανικό εκλογικό σύστημα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί στη χώρα μας ατόφιο, όπως εφαρμόζεται στη Γερμανία. Κι αυτό γιατί η συνολική κατανομή των εδρών γίνεται με την απλή αναλογική που σπάνια εξασφαλίζει αυτοδυναμία. Η Ελλάδα δεν έχει πολιτική κουλτούρα συμμαχικών κυβερνήσεων και η εφαρμογή της απλής αναλογικής την περίοδο 1989-1990 επέφερε τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις σε διάστημα 10 μηνών και ουσιαστική ακυβερνησία. Επίσης, οι κυβερνήσεις μειοψηφίας είναι σπανιότατο φαινόμενο και η μοναδική περίπτωση της κυβέρνησης Τσίπρα των τελευταίων 6 μηνών, που ονομάστηκε «κυβέρνηση κουρελού», μάλλον αρνητικούς συνειρμούς δημιουργεί. Εχει όμως ορισμένα θετικά χαρακτηριστικά, που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση του νέου εκλογικού συστήματος, όπως ο χωρισμός των περιφερειών σε στενές (μονοεδρικές) και ευρείες (πολυεδρικές). Με τον τρόπο αυτό μπορεί να απεξαρτηθεί το πολιτικό σύστημα από τον σταυρό προτίμησης, που συμβάλλει σε ποικίλες εξαρτήσεις των υποψηφίων για να πετύχουν την εκλογή ή επανεκλογή τους.
Ο συνδυασμός αναλογικού και πλειοψηφικού συστήματος κρίνεται θετικός, αρκεί τα αναλογικά στοιχεία να εμπλουτιστούν με στοιχεία ενισχυμένης αναλογικής. Βέβαια, είναι αμφίβολο εάν οι βουλευτές μας επιθυμούν μία τέτοια διαφοροποίηση στον τρόπο εκλογής τους. Το παράδειγμα της κυβέρνησης Γ.Α. Παπανδρέου που επιχείρησε να εισαγάγει ένα τέτοιο σύστημα και προσέκρουσε στις αντιδράσεις των βουλευτών όλων των κομμάτων είναι χαρακτηριστικό. Από την άλλη, η νέα κυβέρνηση έχει νωπή λαϊκή εντολή και η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία αποτελείται ως επί το πλείστον από νέα πρόσωπα, τα οποία δυσκολότερα θα εκφράσουν αντιρρήσεις και μάλιστα στην αρχή της κοινοβουλευτικής περιόδου. Και βέβαια παραμένει ανοικτό το ζήτημα του χρόνου ισχύος του νέου εκλογικού συστήματος, που για να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές προϋποθέτει είτε να το ψηφίσουν τουλάχιστον 200 βουλευτές, πράγμα μάλλον αδύνατο, ή την αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος και την υποχρεωτική συναίνεση τουλάχιστον των βουλευτών του ΚΙΝΑΛ.