Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Στο χθεσινό μας σημείωμα αναφερθήκαμε στην κατά 100% αποτελεσματική άμυνα απέναντι στις φυσικές καταστροφές που οφείλει να εξασφαλίσει για την Ελλάδα (ανθρώπους, περιουσίες, φυσικό κεφάλαιο) ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Τονίσαμε πως οφείλει (ξανά το οφείλει, γιατί δεν παίζουμε μ' αυτά: δεν είμαστε ούτε παιδάκια ούτε ΣΥΡΙΖΑ), τονίσαμε λοιπόν πως οφείλει να θέσει σε πρώτη, και υπερεπείγουσα, προτεραιότητα τη δημιουργία ενός υπεροργάνου που θα διασφαλίσει επίσης κατά 100% ότι σεισμοί, πυρκαγιές και καταποντισμοί θα περνάνε σαν χάδι από πάνω μας: θα τους μαθαίνουμε από τις ειδήσεις, ή ούτε καν. Και καταλήγαμε στο εξής: «Δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία για την επόμενη κυβέρνηση. Ας το θυμάται αυτό. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε από το Μάτι, η Νέα Δημοκρατία θα συντριβεί από την πρώτη πλημμύρα».
Διάφοροι φίλοι έσπευσαν να μας πουν ότι κάναμε λάθος, ή ότι ήμασταν υπερβολικοί. Γελοιότητες. Ούτε λάθος κάναμε, ούτε υπερβολικοί ήμασταν. Τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς: όπως τα λέμε. Επίσης τυχαίνει να γνωρίζουμε πολύ καλά ότι όλα αυτά που ισχυριζόμαστε εδώ έχουν ήδη προβλεφθεί από τους ανθρώπους στους οποίους αναφερόμαστε. Μένει απλώς να δούμε πώς θα εφαρμοστούν: μένει να δούμε τις λεπτομέρειες. Τις οποίες θα παρακολουθούμε από κοντά.
Όμως επανέρχομαι στο θέμα αποκλειστικά και μόνο για την κατακλείδα που διαβάσατε ξανά λίγο πιο πάνω. Την επαναλαμβάνω για τρίτη φορά: «Δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία για την επόμενη κυβέρνηση. Ας το θυμάται αυτό. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε από το Μάτι, η Νέα Δημοκρατία θα συντριβεί από την πρώτη πλημμύρα».
Και εξηγούμαι.
Είμαστε πολύ κουρασμένοι. Όλοι μας. Αφόρητα. Είμαστε κάπου μεταξύ στο «δεν πάει άλλο» και στο «μη παρέκει». Κλείσαμε δέκα χρόνια Κρίση, τέλμα, αναδουλειά, αβεβαιότητα και ταραχή. Κλείσαμε επίσης κοντά πέντε χρόνια με τον Τσίπρα και τον Καμμένο στην κυβέρνηση, το αλά Μποστ τέρας με τας δύο κεφαλαί. Είδαμε μισό εκατομμύριο πτυχία να φεύγουν από τη χώρα. Μπουχτίσαμε από τα ψέματα, τις τερατωδίες, τα τρολ, τα δάχτυλα που δείχνουν, τις κλαμένες φάτσες με το φούμο στα μάγουλα, τους ψυχοπαθείς με το λίπος να στάζει από τους πόρους του δέρματός τους, τις πιπεριές γεμιστές και τα προφιτερόλ και τις σαγιονάρες μες στη Βουλή, το κάθε ελεεινό κάθαρμα που ήρθε εδώ για να φάει και να φάει και να φάει και να σκάσει από το φαΐ κοροϊδεύοντας, κλέβοντας τη μάνα μας και τον πατέρα μας και γελώντας μετά μέσα στα μούτρα μας. Πάθαμε πολλά, άλλος πολύ και άλλος ακόμη περισσότερο και ακόμη χειρότερα. Είμαστε στην τσίτα. Και πλέον: είμαστε με λυμένο το ζωνάρι. Άπαντες.
Αυτό δεν το κατάλαβε ο χυδαίος ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί να πέσει (πρώτα ο Θεός) κάτω από το 20% στις εκλογές, μπορεί να διαλυθεί πιο μετά και να πάει στο 4%, μπορεί να γίνει δέκα χωριά και ο ένας να πατάει το κεφάλι του αλλουνού κάτω — δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Όλα αυτά είναι φυσικά παρεπόμενα. Δεν έχουν να κάνουν με την «οργή του λαού». Έξω από τον πλασματικό κόσμο των social media, κανείς δεν τους δίνει σημασία εδώ και πολύ καιρό: να το έχετε υπόψιν σας αυτό. Άλλα πράγματα απασχολούν τον κόσμο.
Ο κόσμος θέλουν ηρεμία. Θέλουν να μη νοιάζονται για την πολιτική. Να ξέρουν πως είναι κάποιος εκεί και κάνει τη δουλίτσα. Να χαλαρώσουν. Και οι ίδιοι να έρχονται σπίτι από τη δουλειά και να είναι κατά το δυνατόν ξέγνοιαστοι. Όχι πλούσιοι και αραχτοί: ξέγνοιαστοι. Και να παίζουν με τη γάτα.
Αυτό, άπαξ και δεν επιτευχθεί άμεσα, θα είναι casus belli. Γιατί; Γιατί ο κόσμος ωρίμασε: με τον άσχημο, με τον κακό τρόπο. Με τον λάθος τρόπο. Αλλά, τι να κάνουμε τώρα: δεν έχει σημασία με ΠΟΙΟΝ τρόπο. Δεν έχει σημασία ποιοι και τι ψήφισαν στις τρεις κάλπες τού 2015. Αυτά πάνε, παραγράφτηκαν. Ό,τι έγινε έγινε. Είναι last year. Είναι last century. Κανείς στη γη δεν είναι σαν τον Βούδα που τάχα μου έλεγε, «Εγώ φταίω για τα δεινά του πλανήτη». Αυτά, ούτε στα παραμύθια με τα ανόητα ηθικοπλαστικά διδάγματα που καταστρέφουν τα παιδιά. Κανείς μα κανείς συμπολίτης μας δεν θα βγει να πει, «Αχ, ναι, χίλια συγγνώμη που με την ψήφο μου στους Τσίπρες και στα Όχι έβαλα σε μπελάδες τη χώρα, δεν θα το ξανακάνω, φυλάω σταυρό, σόρι». Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Το μόνο που υπάρχει είναι κούραση. Πολλή. Αφόρητη. Και γενική απαίτηση για ξεγνοιασιά.
Αν δεν φανεί αυτή η ξεγνοιασιά, αν δεν στραφταλίσει σαν διαφημιστικό αερόστατο πάνω από την πόλη μια μέρα με ήλιο, θα γίνει μεγάλο κακό. Και η πρώτη που θα πληρώσει τον λογαριασμό θα είναι η επόμενη κυβέρνηση, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Πλέον, χρειάζεται να ΓΙΝΟΥΝ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. Δεν είναι ούτε χωρατό αυτό, δεν είναι Βάνα Μπάρμπα, ούτε κάτι για να μην του δίνουμε σημασία. Είναι το μόνο που υπάρχει — χωρίς αυτό, χωρίς να ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, η Ελλάδα δεν θα είναι πια εδώ για να την εξευτελίζουμε παραπέρα. Δεν έχουμε πια καιρό: μας σώθηκε. Game over.
Δεν τίθεται θέμα να ανοίγει ο άλλος την τηλεόρασή του να δει ειδήσεις και να ακούει ότι οι Ρουβίκωνες έκαναν αυτό ή εκείνο. Οι Ρουβίκωνες πρέπει να γίνουν σαν τους Atenistas, και να πλέκουνε πουλόβερ για τα δεντράκια στο πεζοδρόμιο. Δεν τίθεται θέμα να πει o χι υπουργός, «Οι μπουλντόζες ΘΑ πάνε στο Ελληνικό ΤΟΤΕ». Το μόνο που προβλέπεται να πει είναι, «Οι μπουλντόζες έσκαψαν τόσα κυβικά μέτρα στο Ελληνικό σήμερα, και πιάσανε το χρονοδιάγραμμα κατά 120%. Θα δοθεί μπόνους». Δεν τίθεται θέμα να γίνονται δηλώσεις τού στιλ, «Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να εμπορικά σήματα με τον όρο Μακεδονικό στην ετικέτα τους». Αλλά καλό θα ήταν να ακούγαμε κάτι σαν, «Ιδού δέκα σοβαρά κίνητρα για να πάνε Έλληνες οινοποιοί να αγοράσουν όλα τα αμπέλια της Βόρειας Μακεδονίας, με τους αμπελουργούς και με τα χωριά και με τα μαμούνια μαζί, και να κάνουνε μπίζνες». Δεν θέλουμε να ακούμε ότι ΘΑ έρθουν επενδύσεις. Θέλουμε να ακούσουμε τον ήχο της μονέδας που μπαίνει στο ταμείο. Τα δολάρια. Σαν τον Σκρουτζ.
Όπως επίσης —και πρέπει να δώσουν βάση εδώ όσοι πρέπει να δώσουν— δεν είναι ώρα πια για δικαιολογίες. Από κανέναν. Ούτε από τον πιο αθώο του αίματος. Δηλαδή, για να το πούμε πιο απλά (αν και νομίζουμε είμαστε ξεκάθαροι), όποιος ψιθυρίσει από μετά τον Δεκαπενταύγουστο, «Παραλάβαμε καμένη γη», καλό θα είναι να βάλει ξανά δυο αλλαξιές στις βαλίτσες του και να απομακρυνθεί ησύχως από την επικράτεια. Δεν θα είναι για να βγαίνει βόλτες. Γιατί ΟΛΟΙ ΞΕΡΟΥΝ ΠΩΣ Η ΓΗ ΚΑΗΚΕ. Δεν χρειάζεται να μας το πει κανείς πολιτευτής τού 20ού αιώνα.
Για να το κλείσουμε: Κανείς πολίτης δεν θα πει, «Θέλουμε τα πάντα και τα θέλουμε τώρα». Αλλά όμως ΘΑ ΠΕΙ: «Να είστε αποτελεσματικοί και να μη μιλάτε πολύ, δεν θέλουμε να σας ακούμε, δεν θέλουμε να σας πολυξέρουμε, δεν είστε όμορφοι. Αυτό που θέλουμε, αυτό που απαιτούμε, είναι να βλέπουμε αποτελέσματα — και κυρίως να μας αφήσετε ησύχους, γιατί μπαφιάσαμε. Θέλουμε να ερχόμαστε σπίτι από τη δουλειά και να είμαστε ξέγνοιαστοι. Και να παίζουμε με τη γάτα».
Να ξέρετε καλά, και να το θυμάστε, πως έχουν δίκιο.