Είστε εξοργισμένοι; Αν όχι, θα έπρεπε! Μπορεί η δικαστική απόφαση για την ενοχή των ναζιστών να μας έδωσε λόγους χαράς, όμως το Σάββατο για ακόμα μία φορά τα τελευταία χρόνια, ομάδες ατόμων απολυταρχικής κοσμοθεώρησης που λειτουργούν ανενόχλητα ανάμεσά μας επιχείρησαν να τρομοκρατήσουν έναν δημοσιογράφο που προφανώς τους ενοχλεί αφάνταστα. Φυσικά αναφέρομαι στην τελευταία φασιστική επίθεση που δέχθηκε ο Άρης Πορτοσάλτε στο σπίτι του, όταν οι εν λόγω απολυταρχικές δυνάμεις, φορώντας κουκούλες, εισέβαλαν στην πολυκατοικία του πετώντας φέιγ-βολάν και γράφοντας συνθήματα στους τοίχους.
Και γράφω «τελευταία φασιστική επίθεση» γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στον κ. Πορτοσάλτε. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και τον Φεβρουάριο, όταν ο Ρουβίκωνας έκανε “παρέμβαση” (όπως εντελώς αναίσχυντα χαρακτήρισαν τότε την επίθεση κάποια προσκείμενα στην αριστερά μέσα). Δυστυχώς, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι η επίθεση αυτή θα είναι και η τελευταία.
Για να γίνει αντιληπτή η σοβαρότητα του ζητήματος πρέπει να ξεχάσουμε λίγο τα πρόσωπα και τις ιδεολογικές προσηλώσεις των εμπλεκόμενων μερών. (Αν θέλετε την προσωπική μου γνώμη πάντως, ο κ. Πορτοσάλτε μού είναι ιδιαίτερα συμπαθής ενώ απεχθάνομαι τις ιδεολογικές αναφορές του Ρουβίκωνα και των αριστεροφασιστών που τον τραμπούκισαν). Πέρα λοιπόν από τα όποια προσωπικά αισθήματα και τις προτιμήσεις, το να επιτίθεται μία ομάδα πολιτών και να καταστρέφει την περιουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι μια πράξη, ξένη προς μία ευνομούμενη δημοκρατία που επιθυμεί την αρμονική συμβίωση των μελών της - και γι’ αυτό αξιόποινη. Η συγκεκριμένη ενέργεια όμως έχει και ένα δεύτερο συστατικό που την καθιστά ακόμα πιο καταδικαστέα.
Ο Άρης Πορτοσάλτε είναι δημοσιογράφος. Η δουλειά του είναι να ενημερώνει τους πολίτες, να σχολιάζει τις εξελίξεις, να ασκεί κριτική και να θέτει ερωτήματα στους πολιτικούς. Ανεξαρτήτως του αν προσωπικά σε κάποιον αρέσουν ή όχι αυτά που λέει, αν ως κοινωνία δείξουμε ανοχή σε τέτοιου είδους επιθέσεις, τότε δεν θα κινδυνεύει μόνο ο κ. Πορτοσάλτε, η οικογένειά του και οι γείτονές του, αλλά και το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
Η δημοκρατία για να λειτουργήσει χρειάζεται τους δημοσιογράφους ελεύθερους να γράφουν και να λένε ελεύθερα τη γνώμη τους. Κάθε ατιμώρητη απόπειρα φίμωσης, εκφοβισμού, ή εκβιασμού των δημοσιογράφων, στοιχίζει σε ολόκληρη την κοινωνία, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις, την ιδεολογία ή τις κομματικές προτιμήσεις όσων μπαίνουν κάθε φορά στο στόχαστρο των τραμπούκων.
Όσοι λοιπόν αντιμετωπίζουν αυτό το ζήτημα κοντόφθαλμα, κοιτάζοντας μόνο το αν συμφωνούν με τον Πορτοσάλτε ή όχι, στην ουσία διαλέγουν με ποιους φασίστες θα συμπαρασταθούν. Μπορεί σήμερα το θύμα του φασισμού να τους είναι αντιπαθές, όμως είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα και των δικών τους. Εξάλλου, τις τελευταίες δεκαετίες η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά είναι εξίσου ικανές να ωθήσουν πολίτες και κοινωνίες προς την απολυταρχία.
Το ζητούμενο είναι το πώς μπορούμε να αντιδράσουμε σε αυτή την επικίνδυνη προοπτική. Τον πρώτο λόγο εδώ τον έχει η πολιτεία η οποία δυστυχώς έχει αποτύχει να φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης αυτούς που για παράδειγμα έδειραν τον δημοσιογράφο τότε Κωνσταντίνο Μπογδάνο στα Εξάρχεια, αυτούς που έκαψαν τα γραφεία της Athens Voice και τρομοκράτησαν τους εργαζομένους της, και αυτούς που εισέβαλαν στο σπίτι του Άρη Πορτοσάλτε.
Η πολιτική μας τάξη πρέπει να καταλάβει ότι αυτά τα περιστατικά δεν περνούν απαρατήρητα. Η μεγάλη δημοκρατική πλειοψηφία των Ελλήνων, ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων, δεν ανεχόμαστε την ατιμωρησία εκείνων που με τις τρομοκρατικές, δήθεν «ακτιβιστικές», τους πράξεις υπονομεύουν τη δημοκρατία μας. Ήρθε η ώρα οι τραμπούκοι να βρουν απέναντί τους τη δικαιοσύνη. Και ιδιαίτερα η σημερινή κυβέρνηση, που εξελέγη με την υπόσχεση της αποκατάστασης της νομιμότητας, δεν έχει κανένα άλλοθι αδράνειας.