Τελικά, μεγάλο μέρος της ελληνικής αριστεράς, με λίγες αλλά ηχηρές εξαιρέσεις όπως αυτή της Ζωής Κωνσταντοπούλου, επέλεξε να αδιαφορήσει για την απόφαση - που δεν ακυρώθηκε από το ΣτΕ - της Ελληνικής Αστυνομίας να απαγορεύσει τις συγκεντρώσεις εν μέσω της πανδημίας. Είτε με την όπως συνήθως υποδειγματικά συντεταγμένη μορφή του ΚΚΕ, είτε λιγότερο οργανωμένα, τα αριστερά κόμματα βγήκαν τελικά στους δρόμους.
Οι περισσότεροι βέβαια μη αριστεροί αναρωτηθήκαμε τι ακριβώς μήνυμα ήθελαν να στείλουν με την απόφασή τους αυτή - ανυπακοής; αντίστασης; τήρησης μιας συμβολικής παράδοσης; έκφρασης της δυσανασχέτησης όσων δεν αντέχουν άλλο τα μέτρα της κοινωνικής αποστασιοποίησης; Όλα αυτά μαζί ή μήπως κάτι το εντελώς διαφορετικό;
Πολλοί απ’ όσους σεβόμαστε και τιμούμε τόσο το ιστορικό γεγονός του Πολυτεχνείου, όσο και εκείνους που αγωνίστηκαν για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και της ελευθερίας, βλέπουμε με μια κάποια δυσπιστία τις κινήσεις αυτές. Τις ερμηνεύουμε υπό το πρίσμα του υπό κανονικές συνθήκες πολιτικού παιχνιδιού στη χώρα μας που σε μεγάλο βαθμό έχει τη μορφή της επιδίωξης συμβολικών νικών στο πλαίσιο μιας αμπάριζας ισχύος.
Έτσι, τα αριστερά κόμματα που βγήκαν στο δρόμο μπορούν να επικαλούνται σήμερα την αγωνιστικότητά τους, και η κυβέρνηση μπορεί να επικαλείται τη δυναμική αντίδραση της αστυνομίας σ’ εκείνο το μέρος του ακροατηρίου της που θέλγεται από τέτοιες εικόνες. Κερδισμένες και οι δύο πλευρές απ’ αυτή την άποψη δηλαδή.
Ποιοι είναι οι χαμένοι; Αφενός, τα νέα κρούσματα του κορονοϊού που στατιστικά και μόνο να το δει κανείς θα προκύψουν απ’ αυτή την ιστορία. Αφετέρου, όλοι εμείς που δεν θελγόμαστε ούτε με δήθεν αντιστασιακές παραβάσεις του νόμου, ούτε με τις αντιδράσεις της αστυνομίας σ’ αυτές - δηλαδή οι, θέλω να ελπίζω, περισσότεροι.
Το Πολυτεχνείο είναι μια πολιτική επέτειος, και ως τέτοια θα λειτουργεί ως ευκαιρία έκφρασης και διεκδίκησης των διακυβευμάτων της κάθε εποχής. Πρέπει όμως κάποτε όλοι, από κάθε σκοπιά, να δούμε σοβαρά ποιο είναι αυτό το διακύβευμα. Κάποιοι, ακόμη και σήμερα, πιστεύουν ότι βρισκόμαστε σε χούντα και άρα η κατάρριψή της είναι ο υπέρτατος σκοπός. Άλλοι πιστεύουν πως καλό θα ήταν να μιμηθούμε πρακτικές της χούντας για να εγγυηθούμε μια κάποια κοινωνική ασφάλεια και ηρεμία. Τόσο οι μεν, όσο και οι δε θα πρέπει να δουν την πραγματικότητα. Ή μάλλον, θα πρέπει αυτή την πραγματικότητα να τους την επισημάνουμε αποφασιστικά εμείς οι υπόλοιποι, σπάζοντας αυτόν τον γελοίο κύκλο της αμοιβαίας και εντέλει αντικοινωνικής τους ανατροφοδότησης.
Άξιζε τον κόπο αυτό που συνέβη χθες; Συνέβαλε, από την οποιαδήποτε σκοπιά, στο να γίνει η κοινωνία, η ζωή μας καλύτερη; Άξιζε ο κίνδυνος να υπονομευτεί η προσπάθεια περιορισμού της πανδημίας την ώρα που πλέον οι θάνατοι κάθε μέρα στη χώρα μας πλησιάζουν πλέον τριψήφιους αριθμούς;
Να το πω κι αλλιώς: Σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, το μήνυμα που θέλησε να στείλει η αριστερά άξιζε να είναι μήνυμα ανυπακοής απέναντι στα - νόμιμα και συνταγματικά - μέτρα του απαγορευτικού; Ας αναμετρηθούμε όλοι με τη συνείδησή μας.