Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Το προηγούμενο σημείωμά μας για το βιβλίο γέννησε πολλές γόνιμες συζητήσεις στα social media, σε βιβλιοφιλικές Σελίδες, και αλλού — πράγμα που μας χαροποίησε ιδιαιτέρως. Ένα από τα ποικίλα θέματα που θίχτηκαν στις συζητήσεις αυτές ήταν το παλιό, κλασικό και πολύ μεγάλο:
«Πώς θα μάθουμε στα παιδιά μας να διαβάζουν βιβλία, πώς θα τα φέρουμε κοντά στη λογοτεχνία;»
Σκοπεύουμε να κάνουμε μία μεγάλη έρευνα για αυτό το θέμα από αυτή τη στήλη, καθώς μάς παρέχεται αυτή η δυνατότητα, γιατί είναι θεμελιώδες και εξαιρετικά κρίσιμο. Κρίσιμο μάλιστα όχι γενικά και αόριστα, επειδή το βιβλίο είναι «καλό». Αλλά κρίσιμο για τη χώρα — για την ποιότητα της χώρας, για την παραγωγική, καλλιτεχνική, πολιτιστική άνθησή της, για την οικονομία της (ναι, για την οικονομία της), για τις δυνατότητές να σταθεί με επάρκεια στο ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου καλείται καθημερινά να παρίσταται και να μάχεται.
Ένα παιδί που θα αγαπήσει πραγματικά το βιβλίο είναι ένας αυριανός αναγνώστης — και δη, απαιτητικός. Αυτό είναι κάτι που θεωρούμε αξιωματική αλήθεια. Μολονότι προσωπικά πιστεύω ότι η εισαγωγή ενός νέου ανθρώπου στη λογοτεχνία ενηλίκων δεν γίνεται μέσω της Παιδικής Λογοτεχνίας αλλά μέσω της Young Adult Λογοτεχνίας (αυτού που στα ελληνικά λέμε συνήθως Λογοτεχνία για Εφήβους — μία λογοτεχνική κατηγορία που στην Ελλάδα απουσιάζει, ενώ σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες είναι η #1 σε πωλήσεις…), μολονότι δηλαδή ένα παιδί δεν θα περάσει δηλαδή απευθείας από τα βιβλία που διαβάζει όταν είναι δέκα ετών στα βιβλία που θα διαβάζει στα είκοσί του, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι το παιδί που θα ΑΓΑΠΗΣΕΙ τα βιβλία από μικρό δεν θα απιστήσει ποτέ στην αγάπη του. Θα συνεχίσει ομαλά με τη ΥΑ Λογοτεχνία και θα καταλήξει στη Λογοτεχνία Ενηλίκων (και στο δοκίμιο, ασφαλώς).
Εξ ου και η σχέση που θα αναπτύξει το παιδί με τα βιβλία δεν πρέπει επ' ουδενί να διακοπεί, δεν πρέπει να χτυπηθεί εκ των έξω — όπως, πολύ φοβόμαστε, συμβαίνει δυστυχώς στο σχολείο, σχεδόν συστηματικά, αντί να γίνεται το ακριβώς αντίθετό του: ένας κύριος ρόλος του σχολείου είναι να προωθεί με κάθε τρόπο τη φιλαναγνωσία.
Στους μήνες που μας έρχονται λοιπόν, επαναλαμβάνω, θα προσπαθήσουμε να δούμε σφαιρικά το θέμα. Ωστόσο σήμερα θα κάνουμε μία εισαγωγή. Μία πολύ καλή αρχή.
Όταν λοιπόν με αφορμή το προηγούμενο σημείωμά μας τέθηκε η ερώτηση, «Κάποια ιδέα για το πώς θα βάλουμε τα παιδιά να διαβάζουν βιβλία;», ο γερός αναγνώστης και έγκριτος μεταφραστής Τάκης Δρεπανιώτης απάντησε, κοινοποιώντας εκείνο το κείμενο:
«Πώς θα βάλουμε τα παιδιά να διαβάζουν βιβλία;» αναρωτιέται ένας σχολιαστής. Μια πολύ καλή και έγκυρη ερώτηση. Η απάντηση δεν είναι απλή. Πρέπει να διαβάζουμε βιβλία μπροστά στα παιδιά, να επαινούμε πράγματα που βρήκαμε ή μάθαμε από και χάρη στα βιβλία, να παραπέμπουμε τα παιδιά να μαθαίνουν να ψάχνουν σε βιβλία (τα λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες ΕΙΝΑΙ βιβλία), να τους εξηγούμε ότι δεν χρειάζεται να απογοητεύονται αν δεν τα καταλαβαίνουν όλα με τη μία και να μην τα παρατούν, να έχουμε άποψη κι εμείς για τα βιβλία που διαβάζουν (τι λένε, πότε και γιατί γράφτηκαν κλπ.) για να μπορούμε να συζητάμε μαζί τους τι τους άρεσε και τι όχι. Αλλά, κυρίως, δεν πρέπει ποτέ να βάζουμε με το ζόρι τα παιδιά να διαβάσουν βιβλία. Δεν πρέπει να επιμένουμε να διαβάσουν με το στανιό κάποιο βιβλίο επειδή, για κάποιον λόγο, «πρέπει στην ηλικία τους» να διαβάσουν τον συγκεκριμένο συγγραφέα ή να «ξεστραβωθούν». Τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν να διαβάζουν βιβλία επειδή μαθαίνουν να τα αγαπούν. Να αγαπούν τα βιβλία και τις γνώσεις και τις απολαύσεις που προσφέρουν από τις σελίδες τους. Και, όπως κάθε αγάπη που θα διαρκέσει ολόκληρη ζωή, η αγάπη για τα βιβλία θέλει δουλειά πολλή. Όμως είναι άφθονα και πολλά τα αντίδωρα που μας προσφέρει.
Η απάντηση με καλύπτει απολύτως, ωστόσο για να εμπλουτιστεί το σημερινό κείμενο απευθύνθηκα σε τρεις πολύ καλούς γνώστες του χώρου της Παιδικής Λογοτεχνίας. Απάντησαν και οι τρεις, και τους ευχαριστώ για την προθυμία και την τιμή. Ιδού τι μας είπαν:
Δομινίκη Σάνδη (υπεύθυνη Παιδικού Βιβλίου των Εκδόσεων Ψυχογιός):
Πολλά παιδιά δυστυχώς δεν διαβάζουν, ακόμα και αν οι γονείς τους είναι βιβλιοφάγοι. Αντιδρούν, καθώς το εξωσχολικό βιβλίο μοιάζει πολύ στα μάτια τους με τα βιβλία του σχολείου. Επίσης, πώς να ανταγωνιστεί το ταπεινό βιβλίο την ταχύτητα και τα χρώματα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών που παίζουν στις κονσόλες, των βίντεο που παρακολουθούν στο τάμπλετ και των κινουμένων σχεδίων που προβάλλονται στην τηλεόραση; Αυτό που μπορούν να κάνουν οι γονείς είναι να φέρουν το βιβλίο με… «ύπουλο» και πλάγιο τρόπο στο σπίτι. Να βρουν βιβλία που να μιλούν για θέματα που ενδιαφέρουν τα παιδιά — όπως για παράδειγμα οι δράκοι, ή οι δεινόσαυροι, ή η ρομποτική. Επίσης, να τους προσφέρουν βιβλία δοσμένα με χιούμορ ή πρωτότυπες αφηγηματικές τεχνικές όπως το graphic novel ή το βιβλίο σε κόμικς. Δεν πειράζει τι είναι, αρκεί το παιδί να μπει στη διαδικασία του διαβάσματος. Αν δείξει ενδιαφέρον, τότε μπορούμε να του προσφέρουμε και κάτι άλλο. Μια άλλη λύση, ακόμα και σε παιδιά 7-11 ετών που έχουν ήδη μάθει να διαβάζουν, είναι να σβήσει ο γονέας την τηλεόραση, να διαλέξει ένα βιβλίο ή να πει στα παιδιά να διαλέξουν μόνα τους ένα βιβλίο, και να τους το διαβάσει σε χαλαρό περιβάλλον. Με μια ιστορία μπορεί να έρθει η οικογένεια κοντά και, γιατί όχι, όλο αυτό να γίνει μια αγαπημένη συνήθεια.
Αργυρώ Πιπίνη (συγγραφέας και μεταφράστρια Παιδικής Λογοτεχνίας):
Θα ήθελα να μη χρειάζεται να πείσω τα παιδιά να διαβάζουν όλο και περισσότερα βιβλία. Θα ήθελα τα ίδια τα βιβλία να αποτελέσουν τα επιχειρήματα που θα πείσουν τα παιδιά. Και, για να γίνει αυτό, πιστεύω πως τα παιδιά πρέπει να βρίσκονται κοντά στα βιβλία. Είναι απαραίτητη λοιπόν η δημιουργία και η λειτουργία βιβλιοθηκών. Επίσης πρέπει να εκδίδονται βιβλία που να μπορούν να διαβαστούν και να προσφέρουν χαρά, απόλαυση, συγκίνηση, κι όχι βιβλία πάνω σε κάποιο θέμα, που γράφονται για να αξιοποιηθούν μιλώντας γι' αυτό. Η «χρησιμότητα» και η «χρηστικότητα» έπονται της απόλαυσης. Η αναγνωστική περιπέτεια προσφέρει καλύτερη και πιο ευρεία θέαση στον κόσμο. Τα βιβλία είναι ο πιο ανέξοδος και ανταποδοτικός τρόπος για να ταξιδεύεις.
Βασίλης Παπαθεοδώρου (συγγραφέας Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας):
Τα παιδιά διαβάζουν! Ασχολούνται με τα μαθήματά τους, ενημερώνονται από το Ίντερνετ, βλέπουν αναρτήσεις, κοιτάνε μηνύματα στο κινητό τους. Ποτέ δεν διάβαζαν (με την γενική έννοια του όρου) περισσότερο, σε καμία άλλη εποχή. Όμως δεν διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία ή διαβάζουν —κάποια— ένα σε όλη τους τη σχολική ζωή, εάν κι εφόσον πάει κάποιος συγγραφέας στο σχολείο τους. Κι εδώ είναι που πρέπει να ψάξουμε καλύτερα τα αίτια αυτής της διαστρέβλωσης. Πώς γίνεται να διαβάζουν τα πάντα και να μη θέλουν τη λογοτεχνία; Μήπως φταίει που αυτή έχει περάσει ως ψυχαναγκασμός στην τάξη; Μήπως έχει συνδεθεί άρρηκτα με την εκπαίδευση σε βαθμό η τελευταία να πνίγει την πρώτη; Μήπως επειδή δεν υπάρχει αναγνωστική χαρά, αλλά projects, εργασίες και «πείτε μου τι καταλάβατε από το βιβλίο»; Κακά τα ψέματα, το ερώτημα πρέπει να απευθύνεται στους ενήλικες. Τι γίνεται λάθος έτσι ώστε τα παιδιά να αποστρέφονται τα λογοτεχνικά βιβλία; Η απάντηση, που είναι πολυσύνθετη, περιλαμβάνει φυσικά και όλα τα προαναφερόμενα. Επιπλέον το βιβλίο έχει απαξιωθεί εντελώς στα μάτια του νεαρού αναγνώστη ως αντικείμενο. Είναι κάτι το οποίο μπορεί να φωτοτυπηθεί, να περάσει από χέρι σε χέρι, να δανειστεί, να του πουν μια περίληψη από αυτό, να…, να…, αλλά όχι να δεθεί ο αναγνώστης μαζί του. Είναι δηλαδή κάτι για το οποίο δεν αξίζει κανείς να σπαταλήσει χρήματα, κάτι που μπορεί να ζητηθεί δωρεάν από εκδοτικούς οίκους και συγγραφείς για να πουληθεί σε bazaar σχολείων και να αγοραστούν ράφια, ενώ ποτέ δεν θα συνέβαινε το αντίθετο. Κι επειδή οι εποχές, λόγω διαδικτύου, έχουν αλλάξει ριζικά, είναι κάτι που θεματολογικά και υφολογικά έχει μείνει αρκετά πίσω, περιέχει διδακτισμό, δεν αφορά καθόλου το υποτιθέμενο κοινό στο οποίο απευθύνεται. Δεν βασίζεται πολλές φορές στην ιστορία, αλλά στο νόημα που μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια λέξη-κλειδί για να βοηθήσει τον εκπαιδευτικό να κάνει τη δουλειά του. Έχει εργαλειοποιηθεί ως βοηθητικό μέσο της διδακτικής διαδικασίας. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να συνυπολογίσουμε και τις παρεμβάσεις των γονέων προς τους εκπαιδευτικούς που θέλουν να κάνουν ανεπηρέαστα και σωστά τη δουλειά τους, παρεμβάσεις που ακροβατούν στα όρια του εκφοβισμού, αν το ανάγνωσμα δεν είναι «κατάλληλο» στα μάτια των γονέων για τα παιδιά τους… Για το βιβλίο δεν υπάρχει πρέπει. Δεν υπάρχει καλό και κακό, παιδαγωγικό ή μη. Αυτό πρωτίστως ας το χωνέψουν οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι συγγραφείς και μετά μπορεί να γίνει ίσως μια καλύτερη κουβέντα για τη φιλαναγνωσία. Αλλά μέχρι τότε ας μην τα φορτώνουμε όλα στα παιδιά. Δεν φταίνε πάντα.
Ας κρατήσουμε αυτές τις σκέψεις, ας τις κοινοποιήσουμε, παρακαλώ, και θα επανέλθουμε.
Ευχαριστώ και πάλι τους φίλους που μας μίλησαν σήμερα, και ευχαριστώ θερμότατα και εσάς που είστε εδώ. Και που διαβάζετε. Και που φροντίζετε να γεννηθούν καινούργιοι αναγνώστες.