Εθνικό συμφέρον και εθνική ανευθυνότης

Εθνικό συμφέρον και εθνική ανευθυνότης

Του Θανάση Διαμαντόπουλου*

Θέμα πρώτον: Η συμφωνία των Πρεσπών 

Υπάρχουν πολλοί ειδικοί και «ειδικοί», τηλε-περιφερόμενοι και τηλε-ειδήμονες, οι οποίοι αυτές τις μέρες αναλύουν και αναδεικνύουν, από κάθε δυνατό δημόσιο βήμα, τις αδυναμίες της συμφωνίας των Πρεσπών. Σε σχέση, φυσικά, προς τα εθνικά μας συμφέροντα.

Μη έχοντας καμία ειδίκευση επί του θέματος, δεν θα μπορούσα να τους αντικρούσω. (Όπως, άλλωστε, ούτε και εκείνους που θεωρούν το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας ως περίπου ιδανικό για εμάς). Ούτε, όμως, θα εστιάσω στη διερεύνηση του κατά πόσο μεθοδολογικά είναι λογικό να διερευνάται και να αξιολογείται μια διμερής συμφωνία, με πλήθος εμπλεκομένων και επενδυόντων σε αυτή, μόνον από την οπτική γωνία της μιας μόνον πλευράς. Θα προσπαθήσω μόνον ελλαδοκεντρικά να προσεγγίσω το ζήτημα.

Ακόμη και αν πιστέψουμε μόνον τους αρνητικά τοποθετούμενους προς -κάποιους από- τους συμφωνηθέντες όρους και δεχθούμε πως πράγματι υπήρχαν θετικότερες για την πλευρά μας δυνατές διατυπώσεις… Και αν δεχθούμε, ακόμη περισσότερο, πως οι θετικότερες αυτές διατυπώσεις ήταν τω όντι επιτεύξιμες…

Το σημερινό δίλημμα είναι άραγε ανάμεσα στην παρούσα συμφωνία και μια άλλη -ενδεχομένως και θεωρητικώς- δυνατή και καλύτερη ή ανάμεσα στην παρούσα συμφωνία και την παρούσα κατάσταση; Και, ακόμη περισσότερο, μήπως η σύγκριση πρέπει να γίνεται όχι ανάμεσα στην επιτευχθείσα συμφωνία και την ιδανική εκδοχή της, αλλά ανάμεσα στις αρνητικές και τις θετικές πλευρές της ενεστώσης συμφωνίας;

Για δε την αξιολόγηση και τη στάθμιση των όποιων αρνητικών –ή προσβλητικών για την εθνική φιλοτιμία μεγάλου μέρους των συμπατριωτών μας- προβλέψεών της δεν θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη και πόσο πιθανό είναι να προκύψουν στο ορατό μέλλον διεθνοπολιτικές συνθήκες τέτοιες που θα επιτρέπουν μια ευνοϊκότερη προς τα συμφέροντά μας ρύθμιση;

Τέτοια, μάλιστα, που να δικαιολογεί την, προς τον παρόν και για άδηλο ακόμη χρόνο, διατήρηση μιας πραγματικότητας καταφανώς επιβλαβούς τόσο για τη χώρα μας όσο και για τη γεωπολιτική ισορροπία της περιοχής (πλην όμως προσφερόμενης να διευκολύνει τα παρεμβατικά και αναθεωρητικά σχέδια δυνάμεων «δομικά» και διαχρονικά ανταγωνιστικών ή εχθρικών προς τα εθνικά μας συμφέροντα);

Πέραν, βέβαια, του ότι αυτή η παράταση πλήθους νομικών και πολιτικών εκκρεμοτήτων οδηγεί στην κατασπατάληση του όχι απεριόριστου διπλωματικού μας κεφαλαίου για ένα θέμα όπου δεν διακυβεύονται τα κρισιμότερα από τα εθνικά μας συμφέροντα;

Θέμα δεύτερον: Η διαχείριση της συμφωνίας

Αν η εκρίζωση ενός τέτοιου καρκινώματος -για τη δημιουργία του οποίου πολλές πλευρές ευθύνονται και στη θεραπεία του αναρίθμητοι, διεθνείς και εσωτερικοί, καλοπροαίρετοι και κακοπροαίρετοι, παράγοντες αντιτίθενται- προϋπέθετε τη μεγαλύτερη δυνατή συστράτευση των υγιών πολιτικών δυνάμεων του τόπου, υπήρξε σχετική προσπάθεια εκ μέρους των κυβερνώντων;

Ή, αντίθετα, μήπως ένα μεγάλης εθνικής σημασίας ζήτημα επιδιώχθηκε να αντιμετωπιστεί με χυδαία μεθοδολογία αλλά και με ακραία εσωστρέφεια και επιδίωξη μικροκομματικών ωφελημάτων στην εσωτερική πολιτική ζωή;

Ειδικότερα…

Μια κυβέρνηση που μετέτρεψε τη δημόσια τηλεόραση σε χυδαίο προπαγανδιστικό όργανο και μηχανισμό καθύβρισης και κατασυκοφάντησης των αντιπάλων της…

Που δημιούργησε σύστημα ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης με στόχο την ηθική απαξίωση και την ποινική δίωξη όσων βρίσκονται απέναντί της, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή όχι ενδείξεων ενοχής τους…

Που έκανε, με τη δημόσια ρητορεία της, τις οξύτερες στιγμές της πάντα εύφλεκτης και στο παρελθόν πολιτικής ζωής του τόπου να θυμίζουν κοινωνικές φιλοφρονήσεις συνοδευόμενες από αποστολή ανθέων…

Διευκόλυνε, άραγε, την επίτευξη της αναγκαίας σύμπνοιας, τουλάχιστον στο πολιτικό επίπεδο;

Και αξίζει την όποια κοινωνική κατανόηση για το γεγονός πως επιδίωξε να εκμεταλλευτεί τη διεθνή συγκυρία για να βγάλει σωρευμένα κάστανα από τη φωτιά;

Θέμα τρίτον: Ο καταλογισμός των ευθυνών 

Μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το γεγονός πως την απόπειρα αντιμετώπισης του χρονίζοντος και διπλωματικά πολυδάπανου πολιτικού καρκινώματος, που είναι η γειτνίαση με μια χώρα «ακατονόμαστη» μεν, αλλά ελκυστική για πλήθος επικίνδυνων για μας Δυνάμεων, την έκανε η χειρότερη ίσως, η πιο καταστροφική, η πιο επικίνδυνη κυβέρνηση που είχε ποτέ αυτός ο τόπος; (Χαρακτηρισμός που αξίζει, παρά τις ευθύνες και την ανευθυνότητα πολλών προκατόχων της…).

Και κυρίως μπορεί κανείς να παραγνωρίσει πως αυτή η απόπειρα αντιμετώπισης του προβλήματος γίνεται με τον πιο χυδαίο, καιροσκοπικό, επικίνδυνο και πολιτικά ιδιοτελή –αλλά και εθνικά επιβλαβή- τρόπο;

Από την άλλη όμως…

Μπορεί κανείς να αθωώσει όσους στέκονται στο ότι η κυβέρνηση αυτή λειτουργεί σαν ένα ρολόι όχι απλά χαλασμένο και σκουριασμένο, αλλά και πολλαπλώς βλαπτικό –ακόμη και μολυσματικό- για το περιβάλλον, αρνούμενοι να εξετάσουν μήπως το συγκεκριμένο πολυπροβληματικό ρολόι βρίσκεται τώρα στη μία από τις δύο στιγμές του 24ώρου, κατά τις οποίες συμβαίνει να «έχει δίκαιο»;

* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Πολιτικός Επιστήμονας, ομοτ. Καθηγητής Πανεπιστημίου