Του Αλέξανδρου Σκούρα
Τα εργασιακά είναι ίσως το μεγαλύτερο πολιτικό ταμπού της χώρας μας καθώς περιλαμβάνει ισχυρές δόσεις οικονομικού αναλφαβητισμού, πανίσχυρες ομάδες συμφερόντων (τα συνδικάτα), και μία μεγάλη παράδοση ανάμειξης των κυβερνήσεων για την παροχή προνομίων που μετέπειτα μετονομάζονται σε κεκτημένα δικαιώματα. Αν θέλετε μία επίκαιρη και φιλελεύθερη ανάγνωση στο θέμα που προέκυψε πρόσφατα με το νομοσχέδιο της κυβέρνησης, συνιστώ ανεπιφύλακτα το άρθρο του του Τάσου Αβραντίνη στον Φιλελεύθερο της περασμένης Παρασκευής και του Ιωάννη Ληξουριώτη στην Καθημερινής της Κυριακής.
Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε στον τομέα των εργασιακών μοιάζει με το λεγόμενο δίλημμα του φυλακισμένου. Είναι σαφές, όπως περιγράφει και ο Αβραντίνης, ότι η εργασιακή νομοθεσία είναι ασφυκτικά ρυθμισμένη χωρίς αποτέλεσμα. Παρά τις γενναίες αποζημιώσεις και τα εργασιακά δικαιώματα, η μαύρη εργασία παραμένει σε υψηλά επίπεδα, το πρόβλημα της ανεργίας παραμένει ως μία από τις μεγαλύτερες πληγές της κρίσης - ιδιαίτερα στις νέες και τους νέους - και οι μεταρρυθμίσεις είναι λίγες και πολύ σταδιακές. Από την άλλη, όλοι μας γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι που δεν πληρώνονται υπερωρίες, δεν εργάζονται σε ένα σωστό και επαγγελματικό περιβάλλον και συνεχώς βρίσκουν τα δικαιώματά τους καταπατημένα.
Η τρέχουσα κατάσταση, θα μπορούσε κανείς να πει, ότι αποτυπώνει το ακόμα βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, αυτό της έλλειψης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής εμπιστοσύνης. Πώς, θα σκεφτεί ένας καλοπροαίρετος πολίτης, θα εμπιστευτούμε τους εργοδότες δίνοντάς τους περισσότερη ευελιξία από τη στιγμή που αποδεδειγμένα δεν σέβονται τους κανόνες. Αντίστοιχα, θα σκεφτεί ένας επιχειρηματίας, γιατί να προσλάβω μόνιμο προσωπικό όταν το κόστος της απόλυσης είναι τόσο μεγάλο. Το συγκλονιστικό είναι ότι και οι δύο υποθετικές πλευρές έχουν δίκιο. Όταν οι συμβάσεις δεν τηρούνται πρέπει να υπάρχει γρήγορη και δίκαιη επίλυση των διαφορών. Για αυτό άλλωστε έχουμε και την επιθεώρηση εργασίας τα δικαστήρια.
Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει συμβεί είναι ένα κλασικό φαινόμενο δημόσιας επιλογής. Το κράτος, που σε μεγάλο βαθμό είναι διαβλητό, έχει την εξουσία να επιλέξει πότε και που θα εφαρμόσει το νόμο και πότε θα κάνει τα στραβά μάτια. Με αυτή την εξουσία μπορεί να εξισορροπεί τη σχέση ισχύος του τόσο με τους εργοδότες όσο και με τους εργαζομένους. Έχοντας την κρατική ισχύ με το μέρος τους, οι πολιτικοί μπορούν (έμμεσα ή άμεσα) να εξασφαλίσουν πολιτική στήριξη και από τις δύο πλευρές. Αν αντίθετα, το κράτος φρόντιζε να τηρούνται οι συμβάσεις και η δικαιοσύνη απένειμε γρήγορα τις αποφάσεις της, τότε η συζήτηση για τα εργασιακά θα μεταφερόταν από τους πολιτικούς στην πολιτική.
Δηλαδή, αντί να παριστάνουν οι πολιτικοί μας τους προστάτες των σωματείων (για ψηφοθηρία συνήθως), θα καλούμασταν ως χώρα να απαντήσουμε τα πιο θεμελιώδη και σοβαρά ερωτήματα όπως το αν το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί κίνητρο για τη μαύρη εργασία, το αν οι νόμοι για τα ωράρια, τις αποζημιώσεις, τις απεργίες και τον συνδικαλισμό είναι δίκαιοι, αμερόληπτοι και αποδοτικοί.
Όσο το κράτος αποτυγχάνει πρώτα στην τήρηση των συμβάσεων και δευτερευόντως στην απονομή γρήγορης και αμερόληπτης δικαιοσύνης, το πολιτικό ζήτημα των εργασιακών θα πρέπει να περιμένει, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ακόμα μία χαμένη γενιά νέων που θα πιάσει την πρώτη “κανονική” της δουλειά στα 30+.