Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Στη χώρα μας γνωρίσαμε τον μεγάλο ιστορικό William H. McNeill (1917-2016) από το εμβληματικό έργο του —και απολύτως βασικό για όποιον θέλει να κατανοήσει εις βάθος τις μεταπολεμικές εξελίξεις στην Ελλάδα—, «Η μεταμόρφωση της Ελλάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» (400 σελίδες, μετάφραση Νίκος Ρούσσος, Εκδόσεις Παπαδόπουλος 2017, βιβλίο ενταγμένο στη σειρά Παγκόσμια και Σύγχρονη Ιστορία που διευθύνει η καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου). Προ ολίγου καιρού, στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου, από τις ίδιες εκδόσεις, στην ίδια σειρά και με τον ίδιο εξειδικευμένο μεταφραστή (μία πραγματικά έξοχη δουλειά, προσεγμένη σε κάθε της λεπτομέρεια), βγήκε ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του πολυγραφότατου και πολυβραβευμένου McNeill, το «Επιδιώκοντας την ισχύ: Πόλεμοι, τεχνολογία και κοινωνίες από την Αρχαιότητα έως σήμερα», που πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1982.
Έχουμε τονίσει με άλλες ευκαιρίες, σε αυτή τη στήλη, πόσο σημαντική και απαραίτητη είναι η σπουδή της Ιστορίας από τον καθένα μας. Πόσο απαραίτητη είναι για να κατανοούμε τη ζωή, και τη θέση μας μέσα σε αυτήν· γιατί τίποτε δεν υπάρχει τυχαίως, και τίποτε δεν γεννιέται από μόνο του. Ο ίδιος ο McNeill άλλωστε, αλλά και κάθε ιστορικός που αγαπά πραγματικά την επιστήμη του, πίστευε ακράδαντα, όπως διαβάζουμε, πως η γνώση και η βαθύτερη κατανόηση της Ιστορίας μπορούν να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε διλήμματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον.
Όμως ο λόγος που με έκανε να μην μπορώ να αφήσω από τα χέρια μου το «Επιδιώκοντας την ισχύ» —και ας μου συγχωρεθεί ο προσωπικός τόνος— είναι το γεγονός ότι ο τόμος αυτός των 480 σελίδων με τον αρκετά περίεργο τίτλο είναι μία συναρπαστική και τρομερά πρωτότυπη αφήγηση ολόκληρης της Ιστορίας της ανθρωπότητας, από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τις μέρες μας, με άξονα τους ποικίλους —και ολοένα εξελισσόμενους— τρόπους που επινόησε ο άνθρωπος σε όλη του την πορεία για να πολεμά: για να μάχεται, να επιβάλλεται, να κατακτά (γαίες, προσόδους, εξουσία, χώρες και ηπείρους ολόκληρες) και για να κυριαρχεί, διά των όπλων και διά της ισχύος που αντλεί από αυτά. Μια παγκόσμια ιστορία ιδωμένη «λοξά», αλλά με απόλυτο, καθαρό πραγματισμό.
Το θέμα, όμως, δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Οι άνθρωποι δεν πέρασαν «απλώς» από τους πελέκεις στα σπαθιά, και από αυτά στις βαλλίστρες, και κατόπιν στους καταπέλτες και στις πολιορκητικές μηχανές, για να φτάσουν σιγά-σιγά στα πυροβόλα όπλα, στα κανόνια και στις βόμβες. Ούτε μία χάλκινη ή αργότερα μία σιδερένια πανοπλία αντικατέστησε «απλώς» μία δερμάτινη περιβολή, προσφέροντας έτσι περισσότερη προστασία από τα αντίπαλα «πυρά». Ούτε η ρώμη και η ανδρεία των ομηρικών ηρώων πολλαπλασιάστηκαν «απλώς» με τη χρήση των δίτροχων αρμάτων, με τους σιδερόφρακτους ιππότες, ή με τις παρατάξεις των λογχοφόρων και των μουσκετοφόρων πολλούς αιώνες αργότερα. Όλα αυτά δεν ήταν εύκολο να συμβούν· δεν ήταν καν σίγουρο. Χρειάζονταν μηχανικοί και τεχνίτες. Χρειάζονταν πρώτες ύλες. Χρειάζονταν δρόμοι. Χρειάζονταν πόροι. Χρειαζόταν καλά οργανωμένο εμπόριο. Χρειαζόταν επισιτισμός των στρατευμάτων. Χρειαζόταν ισχυρή κεντρική διοίκηση και περίπλοκη διοικητική οργάνωση — για να αναφερθούμε ακροθιγώς μόνο σε όσα «κρύβονται» πίσω από τις κλαγγές των όπλων.
Όλα αυτά είναι απολύτως συναρπαστικά, ενώ ο McNeill, γράφοντας με έναν γλυκύ και ταυτόχρονα στακάτο τρόπο, ψυχρό και αποστασιοποιημένο όπου πρέπει, καταφέρνει και συνδυάζει τη στρατιωτική και κοινωνική ιστορία, από τους αρχαίους λαούς μέχρι τα σύγχρονα κράτη, με την ιστορία της τεχνολογίας και της οικονομίας, δηλαδή της αγοράς, με τρόπους που συχνά ο ανυποψίαστος αναγνώστης —κι εδώ πάλι μιλώ προσωπικά— δεν τους περιμένει. Μιλά για την εμπορευματοποίηση και την εκβιομηχάνιση του πολέμου, για τη διαρκή και πάντα επίπονη (και πανάκριβη) εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών που θα χρησιμοποιούνταν για πολεμικούς σκοπούς, παρακολουθώντας —και παίρνοντας και εμάς από το χέρι για να μας ξεναγήσει— πώς άλλαξαν, ακριβώς χάρη στις πάντα καινούργιες και ριζοσπαστικές πολεμικές μηχανές, οι κοινωνικές και πολιτικές δομές, πώς ενδυναμώθηκαν και εξαπλώθηκαν τα κράτη και οι αυτοκρατορίες (αλλά και πώς έπεσαν) και πώς, μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τη Βιομηχανική Επανάσταση, μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους του 20ού αιώνα, τα πυρηνικά όπλα και την «κούρσα των εξοπλισμών» του Ψυχρού Πολέμου, φτάσαμε στο σήμερα.
Απλώς συναρπαστικό. Διαβάστε το.
* * *
Αντί άλλων αποσπασμάτων, παραθέτουμε αμέσως παρακάτω δύο παραγράφους από την Εισαγωγή και τον Επίλογο του βιβλίου. Γράφει ο McNeill:
Εξετάζοντας την επιδίωξη της ισχύος σε παλαιότερες εποχές και αναλύοντας τις μεταβολές σε παλαιότερες καταστάσεις ισορροπίας ανάμεσα στην τεχνολογία, την ένοπλη βία και την κοινωνία, δεν πρόκειται να λύσουμε σύγχρονα προβλήματα. Μπορεί, μολαταύτα, να διευρύνουμε την αντίληψή μας και, όπως συμβαίνει συνήθως με την ιστορική επίγνωση, να απαλλαγούμε ως έναν βαθμό από την ανάγκη για απλές λύσεις, καθώς και από τη βαθιά απελπισία. Το ριζικό όλων των παλαιότερων γενεών ήταν να πορεύονται όπως όπως ενώπιον μιας επικείμενης καταστροφής. Ίσως κάνουμε κι εμείς το ίδιο, καθώς και άλλοι μετά από εμάς. Επιπλέον, επειδή ακόμα πρέπει να λαμβάνουμε καθημερινά αποφάσεις, ίσως είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε κάτι παραπάνω για το πώς φτάσαμε στο τρέχον απίστευτο δίλημμά μας.
Ποτέ δεν έχει σημειωθεί τόσο στενή αντιπαράθεση τρομερής δύναμης με τρομερά διλήμματα. Επομένως, το τι πιστεύουμε και πώς ενεργούμε έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι σε συνηθισμένες εποχές. Η καθαρή σκέψη και η τολμηρή δράση, όπως πάντα με βάση ανεπαρκή στοιχεία, είναι το μόνο που έχουμε για να αντιμετωπίσουμε όσα επιφυλάσσει το μέλλον. Αυτό το μέλλον θα διαφέρει από τις επιδιώξεις του καθενός μας τόσο ριζικά, όσο το πραγματικό παρελθόν διέφερε από τα σχέδια και τις επιθυμίες των προγόνων μας. Όμως η μελέτη αυτού του παρελθόντος ίσως περιορίσει τη διαφορά ανάμεσα στην προσδοκία και την πραγματικότητα, αν μη τι άλλο ενθαρρύνοντάς μας να περιμένουμε εκπλήξεις – ανάμεσά τους και μια ανατροπή του μέλλοντος που προτείνεται σε αυτό τον επίλογο. Επειδή, όσο φρικτό και αν είναι να ζει κανείς μέσα στην αβεβαιότητα, το μέλλον, όπως και το παρελθόν, εξαρτάται από την αποδεδειγμένη ικανότητα της ανθρωπότητας να δημιουργεί και να αναδημιουργεί φυσικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, εντός των ορίων που θέτει, κυρίως, η ικανότητά μας να συμφωνούμε πάνω σε στόχους συλλογικής δράσης.