Της Μαρίας Χούκλη
Τα ιερά και τα όσια –θρησκευτικά, κοινωνικά, πολιτικά- τα τιμάς με τελετουργίες. Με κινήσεις έξω από τα καθημερινά ειωθότα που διαθέτουν συμβολικό νόημα. Το νόημα που προσδίδουμε στο προς ανάμνηση γεγονός. Άλλωστε, δεν υπάρχουν γεγονότα, μόνον ερμηνείες. Όσοι εμείς, τόσες και οι σηματοδοτήσεις του ιδίου συμβάντος.
Ας αφήσουμε στην άκρη τις θρησκευτικές γιορτές, αποτελούν διακριτή κατηγορία. Ας μείνουμε στις κοσμικές επετειακές εκδηλώσεις που διοργανώνουμε για να θυμόμαστε λαμπρές στιγμές του συλλογικού βίου αλλά και ήττες του, κατορθώματα προσώπων ή ομάδων, εκτροπές από την κανονικότητα, τη νομιμότητα, τον δημοκρατικό βίο. Επαναλαμβάνουμε τις τελετές μνήμης με συνέπεια για την αυτοσυνειδησία μας ως κοινωνίας, για να νιώσουμε υπερηφάνεια ή περισυλλογή, για να ελπίσουμε σε επανάληψη των κατορθωμάτων ή σε αποφυγή αποτρόπαιων πράξεων.
Η τελετουργία, όμως, κρύβει τον κίνδυνο, από χρονιά σε χρονιά, η εκδήλωσης μνήμης να εκπέσει σε εθιμοτυπική υποχρέωση, σε αναμάσημα λόγων και συνθημάτων, σε αφόρητες κοινοτοπίες, «άδειες» φράσεις και κηρύγματα τόσο που αν κλείσεις τα μάτια, ξεχνάς σε ποια –αριθμητικά- επέτειο βρισκόμαστε. Κάπως έτσι έφθασε το Πολυτεχνείο, από κλέος και σημαντική εθνική στιγμή, να μοιάζει με θαμπό λάφυρο πολέμου που δεν μπορούμε πια να καθρεφτιστούμε επάνω του.
Ακόμη και οι βανδαλισμοί έγιναν σαν τους μουσώνες. Τους περιμένουμε κάθε χρόνο, διερωτώμενοι απλώς για τη διάρκεια και την έντασή τους. Συστημικές και αντισυστημικές συνιστώσες της ελληνικής κοινωνίας δίνουν τέτοιες μέρες το ετήσιο ραντεβού τους, οι μεν με επωδό το «…να διδαχθούμε όλοι…» μπροστά από το χάλκινο κεφάλι του Μακρή, οι δε με εκατοντάδες μολότοφ στο κέντρο της Αθήνας για να ανανεώσουν τα ένσημα στο βιβλιάριο της βίας. Τι απέμεινε από το πνεύμα του Πολυτεχνείου;
Δεν είναι συλλογική αποτυχία, 42 χρόνια μετά, να αποτελούν πάλι αίτημα και το Ψωμί και η Παιδεία και η Ελευθερία;
Εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, ανεπαρκής για τις απαιτήσεις των καιρών Παιδεία, υπαγορευόμενη από τους δανειστές τακτοποίηση τα του πτωχευμένου οίκου μας.
Περιφέρουμε, από χρονιά σε χρονιά, σαν τοτέμ το '73 και μόλις ολοκληρωθούν οι επετειακές εκδηλώσεις, το ξανακλείνουμε στις προθήκες με τα εθνικά κειμήλια, με απολογισμό των καταστροφών και ηθικολογίες που καταπραΰνουν τα αισθήματα ενοχής.
Η Ελλάδα του 2015 είναι μια άλλη χώρα, ασφαλώς καλύτερη από τη μεταδικτατορική εκδοχή της σε πολλούς δείκτες, οικονομικούς και κοινωνικούς. Με βαριές αναπηρίες όμως, που δεν της επιτρέπουν να ανταποκριθεί στα ζητούμενα και στις απειλές της εποχής, να κρατήσει εντός συνόρων τη νέα γενιά, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή για ένα ειρηνικό Πολυτεχνείο. Μια εξέγερση κόντρα στις στρεβλώσεις δεκαετιών για τις οποίες φέρουν ευθύνη όλες οι πολιτικές δυνάμεις, συγκεκριμένα πρόσωπα, κακομαθημένα κομμάτια της κοινωνίας, η συλλογική μας αμνησία. Δεν θα πω «όλοι μαζί τα φάγαμε», αλλά ισχύει ότι «όλοι μαζί βρήκαμε βολικούς τρόπους να συνυπάρξουμε εις βάρος της συλλογικής προόδου».
Δεν υπάρχει έσχατο δόγμα. Ποτέ δεν είναι αργά να κάνουμε με ειλικρίνεια την αυτοκριτική μας, να αμφισβητήσουμε τις ιδεοληψίες- δεξιές και αριστερές- να αλλάξουμε με τη μέγιστη δυνατή συνεννόηση όσα συνιστούν τροχοπέδη στη βελτίωση της χώρας, να την στερεώσουμε στον αναπτυγμένο κόσμο, τώρα που άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Έτσι, τα στερνά θα τιμούσαν σωστά τα πρώτα.