Τη στιγμή που ανοίξαμε τα σύνορα και οι Έλληνες μπήκαν σε ρυθμούς καλοκαιριού, όλοι γνώριζαν ότι η διασπορά της πανδημίας θα χειροτερέψει. Η ώρα του απολογισμού για το πως τα πήγαμε το καλοκαίρι του κορονοϊού είναι σε δύο εβδομάδες. Το ζητούμενο τώρα είναι το υπόλοιπο της χρονιάς.
Οι συζητήσεις που γίνονται στην αγορά για την πορεία της οικονομίας μας από το Σεπτέμβριο και μετά είναι αρκετά δυσοίωνες. Όλες οι προβλέψεις μιλούν για σημαντική υποχώρηση του ΑΕΠ, μειωμένα κρατικά έσοδα, μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ πολύ πιθανή είναι η αύξηση των επιχειρήσεων που θα βάλουν λουκέτο και των θέσεων εργασίας που θα χαθούν. Μία αίσθηση για το πως ενδέχεται να χειριστεί η κυβέρνηση αυτές τις οικονομικά γνώριμες συνθήκες μας δίνει η έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη και η μεγάλη έμφαση που δίνει στη μείωση του μη-μισθολογικού κόστους της εργασίας. Για το ζήτημα αυτό, τόσο αυτή η στήλη όσο και αρκετοί άλλοι αναλυτές, έχουν γράψει πολλά. Η φορολογία της εργασίας στη χώρα μας είναι τιμωρητική και στην ουσία αποτελεί εμπόδιο στη δημιουργία και διατήρηση θέσεων εργασίας που τόσο πολύ χρειαζόμαστε.
Πέρα, λοιπόν, από τη μείωση του μη-μισθολογικού κόστους, η κυβέρνηση πρέπει να χρησιμοποιήσει την πανδημία ως αφορμή για να επιταχύνει το μεταρρυθμιστικό της έργο - όπως άλλωστε έκανε και με την ψηφιοποίηση αρκετών υπηρεσιών και διαδικασιών - ώστε οι Έλληνες να μπορούν να βρουν ή να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας πιο εύκολα και πιο γρήγορα από ότι σήμερα. Δυστυχώς, πριν τα μνημόνια η χώρα μας αντιμετώπισε την εργατική νομοθεσία ως ένα μέσο κοινωνική πολιτικής. Μεγάλα προνόμια σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, αυστηρά πλαίσια σε ότι αφορά τα ωράρια, τις ώρες λειτουργίας, τις προσλήψεις και τις απολύσεις, ήταν μέτρα που περισσότερο εξυπηρετούσαν εκλογικές παρά οικονομικές ανάγκες. Ο πραγματικός ρόλος όμως της εργασιακής πολιτικής δεν είναι (μόνο) κοινωνικός αλλά πρωτίστως αναπτυξιακός.
Οι μεταρρυθμίσεις που πέρασαν στα χρόνια των μνημονίων σε αυτόν τον τομέα ήταν λίγες και άτολμες. Όπως σημειώνει και ο καθηγητής εργατικού δικαίου Ιωάννης Ληξουριώτης στην πρόταση του ΚΕΦίΜ για τα εργασιακά “θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της νομοθετικής συμπεριφοράς είναι η λεγόμενη προστατευτική λειτουργία του εργατικού δικαίου, μια θεωρητική κατασκευή που εντάσσει αδιάκριτα στην έννοια της προστασίας οποιαδήποτε συνδικαλιστική διεκδίκηση, ισοπεδώνει τους εργαζόμενους από πλευράς πραγματικών αναγκών και ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για όσους κατέχουν ήδη μία θέση εργασίας, αδιαφορώντας για τους ανέργους. Όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ η υπερρύθμιση στο πεδίο αυτό, αυξάνοντας το κόστος απασχόλησης, καθιστά τις επιχειρήσεις πιο διστακτικές στις προσλήψεις. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ενώ μετά τις μεταρρυθμίσεις του 2012 δεν κατατάσσεται πλέον ανάμεσα στις πιο ρυθμισμένες χώρες του ΟΟΣΑ, η προστατευτικότητα των σχετικών ρυθμίσεων παραμένει πάνω από τον μέσο όρο του οργανισμού.”
Το προσεχές διάστημα θα βρεθούμε μπροστά σε ένα παρόμοιο δίλημμα με αυτό που βρεθήκαμε το 1981 ή το 2000. Με δεδομένο ότι η Ευρώπη θα ρίξει χρήμα στην ελληνική αγορά, εμείς θα πρέπει να αποφασίσουμε πως θα το διαχειριστούμε. Αν στραφούμε στα ευρωπαϊκά κονδύλια που θα έρθουν προκειμένου να επιδοτήσουμε πρωτίστως την κατανάλωση χωρίς μεταρρυθμίσεις, η χώρα μας θα βρεθεί ξανά σε πολύ δύσκολη θέση αρκετά σύντομα. Αν χρησιμοποιήσουμε τα ευρωπαϊκά κονδύλια ως μαξιλάρια για τη μετάβαση σε μία νέα, δυναμική σελίδα της ελληνικής οικονομίας, τότε θα έχουμε καταφέρει ακόμα έναν θρίαμβο: τη μετατροπή της οικονομικής κρίσης της πανδημίας σε πρώτης τάξεως ευκαιρία.