Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Πρωτοχρονιά χθες και, είτε από τοπική συνήθεια είτε επειδή είναι τουριστικός προορισμός η πόλη, τα εστιατόρια στη γειτονιά μας ήταν όλα τους ανοιχτά. Εδώ που μένουμε είναι κάπως μακριά από το κέντρο πάντως και δεν είχε πολλή κίνηση.
Ωστόσο και σήμερα —λογικό: κανείς τρώει κάθε μέρα— πέρασε έξω από το βιετναμέζικο ένας άστεγος που βλέπουμε συχνά, και που μάλλον κοιμάται κάπου κοντά μας, δεν ξέρουμε πού, και στάθηκε περιμένοντας στη γωνία, χωρίς να λέει ή να κάνει κάτι. Μετά από λίγο, η μικροσκοπική σερβιτόρα βγήκε και του έφερε τη σούπα του σε πακέτο. Ο άντρας με το αιώνιο σακίδιο στην πλάτη την ευχαρίστησε κουνώντας σοβαρά το κεφάλι —είναι κάπως βλοσυρός, σαν ηττημένος αξιωματικός—, πήγε ώς την πλατεία έξω από το σούπερ-μάρκετ και έκατσε να τη φάει.
Τον παρατηρούμε συχνά όπως κάνουμε τη βόλτα μας, και προσωπικά ποτέ δεν θα πάψει να μου κάνει εντύπωση που χρησιμοποιεί chopsticks, αυτά τα κινέζικα ξυλάκια που εγώ δεν ξέρω πώς τα κρατάνε και που, όποτε το επιχείρησα, έγινα ρεζίλι.
* * *
Χθεσινό μήνυμα στο Messenger #1, από φίλο συνάδελφο συγγραφέα:
«Βγάλε όλα τα άλλα (το γούστο μας, την τέχνη κλπ.) και βάλε μονάχα εμένα στην εικόνα. Ας πούμε, την εγωιστική μου πλευρά μόνο. Είμαι σχεδόν νεκρός επαγγελματικά, με το ζόρι καθάρισα 3.000 ευρώ φέτος από όλες τις άλλες μου δουλειές (χειρότερο προσωπικό ρεκόρ στην ιστορία), κι αν δεν υπήρχε αυτό το ενοίκιο από το δυάρι στο Αιγάλεω, το πράγμα δεν έβγαινε. Πρέπει να αναταράξω λίγο τα νερά, μήπως συμβεί κάτι τα επόμενα χρόνια. Δεν έχω άλλη επιλογή. Αλλά τέλος πάντων, έχω πάθει 500 burnout μέχρι τώρα και είμαι ακόμα εδώ, οπότε μη μασάς, όλα καλά θα πάνε. Το νου σου. Καλή Χρονιά!»
* * *
Αναζητώντας ένα κάποιο αντίδοτο, ξανάδαμε χθες στην τηλεόραση, μετά από χρόνια, μια παλιά ταινία με πολύ συγκροτημένα πλάνα και αργούς, αρχοντικούς ρυθμούς, την περισσότερη στο καθιστικό και την τελευταία μισή ώρα ξαπλωμένοι στην κρεβατοκάμαρα.
Αισθανθήκαμε ωραία που το κάναμε, σαν να κερδίσαμε μια μικρή νίκη.
* * *
Χθεσινό μήνυμα στο Messenger #2, από φίλη που έχασε τη γάτα της:
«Ο Γιώργος ο άντρας μου κλαίει συνέχεια από χθες. Τρεις μόνο φορές τον έχω δει να κλαίει στην πολύχρονη κοινή ζωή μας, όταν αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε, κάτι με την υγεία του πέρυσι (πέρασε μια μικρή περιπέτεια, και ο πόνος, που τραβούσε κάπως σε μάκρος, τον είχε τρομάξει) και τώρα. Κανέναν δεν θα διάλεγα για να χάσω, φυσικά, αλλά αυτό το καημενάκι το μεγαλώσαμε κοντά μας, δεν έβγαινε ποτέ έξω γιατί είχε αναπτύξει μια φοβική αντίδραση μετά τη στείρωσή του, όμως μέσα στο σπίτι ήταν ζωηρό, παιχνιδιάρικο, πλακατζίδικο, και όντως τις νύχτες, όταν σβήναμε τα πορτατίφ, ερχόταν και κοιμόταν κολλητά μου, στο ύψος της καρδιάς... Τουλάχιστον ήταν ακαριαίο. Εκτός από τα αρχικά του βάσανα με κάτι διάρροιες όταν ήταν μηνών και το κυνηγητό των άλλων γατιών που μας έκανε να το κρατήσουμε μέσα, όλη η υπόλοιπη ζωούλα του ήταν ζεστή, χορτασμένη και μες στην αγάπη. Μια αγάπη που, τα πρωινά όταν ξυπνούσε στην αγκαλιά μου και με κοίταζε, έβλεπα πως την καταλάβαινε κι αυτό πολύ καλά. Τι να σου πω… Αυτά. Γεροί να είστε όλοι στο σπίτι. Καλή Χρονιά…»
* * *
Για μερικά λεπτά, ένα πουλί πετούσε κυκλικά έξω από το παράθυρό μας σαν να ήθελε να μπει μέσα, ή σαν να έφερνε ένα μήνυμα αλλά σε λάθος γλώσσα.
Μείναμε να το κοιτάμε, μέχρι που έδωσε μία και χάθηκε.
* * *
Χθεσινό μήνυμα στο Messenger #3, από φίλο:
«Μιας και μιλάς με πολύ κόσμο, μήπως θα μπορούσες να ρωτήσεις αν ξέρει κανείς κάποιον για να φροντίζει τη μητέρα μου; Δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί πια, είναι όλη μέρα στο κρεβάτι, δεν μας θυμάται πάντα και… καταλαβαίνεις. Αλλά κάποιον που να είναι σε θέση να την αγαπήσει κάπως. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Καλή Χρονιά».
* * *
Είναι οι καλύτερες μέρες, είναι οι χειρότερες μέρες· είναι τα χρόνια της σοφίας, είναι τα χρόνια της ανοησίας· είναι ο καιρός της πίστης, και ο καιρός της δυσπιστίας· η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους· η άνοιξη της ελπίδας και ο χειμώνας της απελπισίας. Έχουμε στα χέρια μας τα πάντα και δεν έχουμε τίποτε. Πηγαίνουμε όλοι μαζί στον Παράδεισο — κι όλοι μαζί τραβάμε κατά την άλλη μεριά.