Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει κανέναν μας να διαβάσει ένα μυθιστόρημα. Αλλά όλοι, άλλος λιγότερο άλλος πολύ περισσότερο, έχουμε υποχρέωση να μάθουμε ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ να αγαπούν τη λογοτεχνία.
Δεν το καταλαβαίνουμε πάντα αυτό. Ή, το καταλαβαίνουν λίγοι. Ή το καταλαβαίνουν πολύ περισσότεροι μεν, αλλά δεν του δίνουν τη σημασία που όφειλαν να του δείξουν.
Ζούμε σε μια πανέμορφη και σκοτεινή εποχή: τόσο σκοτεινή, που δεν είμαστε σε θέση να συνειδητοποιήσουμε την ομορφιά της. Κι αν υπάρχουν δέκα, εκατό ή χίλιοι τρόποι για να μπορέσουμε να ανοίξουμε τα μάτια μας απέναντι σ' αυτή την ομορφιά —να πατήσουμε τον διακόπτη, να ανάψουμε ένα φως: γιατί αυτό και μόνο αυτό είναι η ζωή, η ζωή δεν είναι γκρίνια, επιχειρηματολογία, διενέξεις ή το πέρασμα του χρόνου, αλλά το να μένουμε έκθαμβοι μπροστά στις δυνατότητες της ζωής—, όσοι τρόποι και να υπάρχουν για να μας ανοίξουν τα μάτια, ο πρώτος στη σειρά είναι πάντα, και θα είναι πάντα, το βιβλίο.
Ίσως να είναι αργά πια για κάποιους (που ποτέ δεν είναι, αλλά ας το δεχτούμε χάριν της συζητήσεως), όμως εξ ορισμού δεν είναι αργά για ένα παιδί. Για ένα παιδί είναι τώρα — ή ποτέ.
Και εκεί επάνω ξεκινά, και δεν τελειώνει ποτέ, η υποχρέωση που λέγαμε. Γιατί τέτοια ακριβώς είναι — υποχρέωση: να μάθουμε στα παιδιά να αγαπούν τη λογοτεχνία, το διάβασμα, το βιβλίο. Για να πατηθεί αυτός ο διακόπτης και για να γεμίσει φως το δωμάτιο. Μόνο έτσι θα φανούν οι ομορφιές της ζωής και των συναρπαστικών καιρών που ζούμε — και μόνο έτσι θα φανεί και η ασχήμια της ζωής, η ασχήμια του κόσμου, στις σωστές της διαστάσεις και με την πραγματική της μορφή, και όχι με τη μορφή που πουλάνε στην αγορά.
Έχουμε υποχρέωση σαν γονείς, και έχουμε υποχρέωση σαν συγγενείς και φίλοι ανθρώπων με παιδιά? έχουμε υποχρέωση σαν πολιτεία και σαν εκπαιδευτικοί? έχουμε υποχρέωση σαν συγγραφείς και σαν εκδότες.
Δεν θα μιλήσουμε εδώ για τα προφανή οφέλη που παρέχει το βιβλίο σε ένα παιδί — έχουν ειπωθεί, καταγραφεί και αποδειχτεί πάμπολλες φορές. Παρ' όλα αυτά, θα επανέλθουμε σε άλλα σημειώματά μας. Σήμερα θέλουμε να πούμε μόνο για την υποχρέωσή μας, ως ενηλίκων, να συντηρούμε όσο μπορούμε αυτή τη σχέση που, άπαξ και εδραιωθεί σε μια τέτοια ηλικία, έχει πολύ υψηλές πιθανότητες να συντηρηθεί σε όλη τη ζωή ενός ανθρώπου. Και, ναι, να τον ωφελήσει όσο τίποτε άλλο.
Οι γονείς που δεν παρέχουν συστηματικά βιβλία στα παιδιά τους (εξωσχολικά βιβλία: λογοτεχνία, και όχι μόνο) πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι μοιάζει σαν να τους στερούν τη δυνατότητα να μάθουν μια ξένη γλώσσα. Ουσιαστικά, τα περιορίζουν σε έναν πολύ συγκεκριμένο χώρο, έναν χώρο που στην πέρα πόρτα του γράφει, «Αυτή η πόρτα δεν είναι για σένα». Είναι καλά εκεί μέσα, σ' αυτόν τον πολύ συγκεκριμένο χώρο, όχι πολύ ζεστά και όχι πολύ δροσερά. Μπορείς να μείνεις πράγματι όλη τη ζωή σου. Θα μεγαλώσεις και θα γεράσεις εκεί, θα κάνεις κι εσύ παιδιά, θα γεμίσεις κι εσύ ρυτίδες. Αλλά, ναι: θα μείνεις εκεί. Και τα παιδιά σου θα έχουν τις ίδιες πάνω-κάτω πιθανότητες με εσένα να διαβούν εκείνη την πόρτα που θα την περνούν οι υπόλοιποι — ελάχιστες? μηδαμινές. Είναι μια καλή ζωή αυτή? και μια άχαρη ζωή. Μια ζωή περιορισμένη. Μια ωραία φυλακή.
Τα ίδια ισχύουν και για όλους εκείνους που σχετίζονται με ανθρώπους που έχουν παιδιά. Είναι φίλοι τους και συγγενείς τους. Και είναι πολλοί. Ας επιλέξουν ένα από όλα αυτά τα παιδιά — θα βρουν εκείνοι ποιο. Αν στη θρησκεία υπάρχει ο ρόλος του «πνευματικού γονέα», που δεν σημαίνει τίποτε στην πραγματικότητα έξω από την υποχρέωση της αγοράς κάποιων δώρων το Πάσχα, στην κοσμική ζωή αυτός ο ρόλος μπορεί να αποκτήσει διαστάσεις κυριολεξίας. Πηγαίνετε τέτοια δώρα σ' αυτό το ένα (τυχερό) παιδί που θα επιλέξετε, είτε είναι ο ανιψιός σας, είτε η κόρη του καλύτερού σας φίλου. Ξοδέψτε πέντε λεπτά κάθε φορά για να μιλήσετε μαζί του για το προηγούμενο βιβλίο που του πήγατε, και μάθετε αν του άρεσε και γιατί. Αυτά τα πέντε λεπτά «αγγαρείας» εκ μέρους σας θα είναι πέντε πολύ ακριβά λεπτά γι' αυτό το παιδί. Και τα δώρα σας θα είναι η πρώτη του βιβλιοθήκη: τα θεμέλιά της. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο κοντά στη Δημιουργία είναι κάτι τέτοιο.
Η πολιτεία, αυτό που λέμε κράτος, πρέπει κάποια στιγμή να δει επιτέλους σοβαρά το θέμα των σχολικών βιβλιοθηκών. Ναι, είναι έξοδο, και, ναι, πρέπει να προσληφθούν και βιβλιοθηκονόμοι όπου δεν μπορεί να γίνει αυτή η δουλειά εκ των ενόντων και από την καλή προαίρεση κάποιων φωτισμένων δασκάλων. Αλλά αυτή η πληγή πρέπει κάποτε να κλείσει. Δεν μπορεί να υπάρχει ένα τέτοιο μεγάλο κενό στα σχολεία. Γνωρίζουμε πως ούτως ή άλλως όλο το σύστημα της εκπαίδευσής μας πάσχει — και δεν βλέπουμε, δυστυχώς, και φως πουθενά. Εξ ου και δεν μιλάμε εδώ καν για τα γυμνάσια και τα λύκεια. Αλλά οι δημόσιες σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (μια φιλελεύθερη δημοκρατία στηρίζεται μόνο στα δημόσια σχολεία, όχι στα ιδιωτικά), τα δημοτικά σχολεία οφείλουν να έχουν και να συντηρούν με αυστηρότητα επαγγελματία βιβλιοθήκες, και μάλιστα βιβλιοθήκες ανοιχτές, ζωντανές και σύγχρονες. Οι σχολικές βιβλιοθήκες, εξοπλισμένες και με υπολογιστές, και με ψηφιακά βιβλία, πρέπει να γίνουν, αν όχι το κέντρο, σίγουρα η καρδιά των δημοτικών σχολείων. Γίνεται παντού στον κόσμο αυτό — η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ουραγός, με τα αποτελέσματα που όλοι βλέπουμε.
Κι όσο για τους εκδότες και τους συγγραφείς, ας συνεχίσουν τη δουλειά που κάνουν, προσπαθώντας όσο γίνεται να αφουγκράζονται τα μηνύματα των καιρών. Ξέρουμε πολλούς που ακόμη συντηρούν έναν παλιομοδίτικο, πεπαλαιωμένο τρόπο προσέγγισης των νεαρών αναγνωστών, έναν τρόπο που δεν προσήκει στις σύγχρονες ανάγκες: γράφονται και εκδίδονται πολλά βιβλία που ηθικολογούν, που μιλούν για συγκεκριμένα προβλήματα της εποχής σαν manual ηλεκτρικών συσκευών, που ξεχνούν ότι αυτό που λαχταράει ένας αναγνώστης σε ένα βιβλίο (ένας αναγνώστης έξι χρονών, ένας αναγνώστης δώδεκα χρονών, ένας αναγνώστης πενήντα και εξήντα χρονών) είναι να βυθιστεί σε μια ιστορία και να βιάζεται να γυρίσει τη σελίδα. Τέτοια βιβλία υπάρχουν επίσης πολλά — και αυτά είναι που βάζουμε στην καρδιά μας και προτείνουμε κι εμείς. (Και που τα διαβάζουμε και σαν ενήλικοι, με πραγματική απόλαυση). Δώστε βάρος εκεί: στην ιστορία, στην αφήγηση, στη γλώσσα, στους πραγματικούς χαρακτήρες, στην αλήθεια: είτε γράφετε και εκδίδετε ρεαλιστικά βιβλία, είτε φανταστικά. Η αλήθεια είναι το παν.
Και τι άλλο είναι η λογοτεχνία παρά ένα ψέμα που λέει την αλήθεια;