Η επίφαση έστω, μιας διαδικασίας συζητήσεων, δίνει πολλές απαραίτητες ανάσες στην τουρκική πλευρά, ενόψει κυρώσεων από πλευράς Ε.Ε. Η έντονα δοκιμαζόμενη τουρκική οικονομία, οι συνέπειες της επιδημίας covid-19 που αγγίζουν τα όρια του καταστροφικού, και τα «απροσδόκητα» πλήγματα στην λιβυκή πολιτική της Άγκυρας, έχουν πολλά να επωφεληθούν απ’ αυτό το «ιντερλούδιο» συμβιβαστικής διάθεσης που επιδεικνύει η άλλη πλευρά, εδώ και περίπου μια εβδομάδα.
Αναμφίβολα το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για την ελληνική πλευρά, σε πολύ λιγότερο όμως βαθμό.
Ενώ όμως για την Άγκυρα η επιστροφή στην αδιάλλακτη επιθετική στάση θα καταστεί λιγότερο δαπανηρή (μετά κόστους δηλαδή), για την Ελλάδα θα έχει απωλεσθεί σε μεγάλο βαθμό το μομέντουμ που οδήγησε κοντά σε λήψη μέτρων. Ένα μομέντουμ που αποκτήθηκε με πραγματική υπερπροσπάθεια στο πεδίο της διπλωματίας, αλλά κυρίως στο πεδίο της αποφασιστικότητας για δράση. Μια δυναμική που δεν είχε εξαντλήσει τα όρια της, αλλά που αφέθηκε στο παρασκήνιο, προς τέρψιν παραγόντων οι οποίοι εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται τις τουρκικές στοχοθεσίες, έχοντας λανθασμένες και ανιστόρητες πλέον προσλαμβάνουσες.
Η εγκατάλειψη του μομέντουμ αυτού, ελάχιστα απέδωσε (κάποιες δηλώσεις από μέρους της Γερμανίας και του ΝΑΤΟ που απλά ως φιλικό άγγιγμα στον ώμο μπορούν να εκληφθούν) για την Αθήνα, ενώ αντίθετα για την Άγκυρα που ούτως ή άλλως αναμένει και τα αποτελέσματα της …κάλπης του Νοέμβρη (ΗΠΑ), σχεδόν «αναβολή εκτέλεσης» (execution stay).
Το πλέον δυσάρεστο, επώδυνο ίσως, είναι ότι η εγκατάλειψη αυτής της δυναμικής, ήδη προσφέρει νέο βήμα στους ουκ ολίγους εντός Ε.Ε. που αναριγούσαν με απέχθεια στο άκουσμα κυρώσεων κατά της Τουρκίας, τούτη τη φορά κατηγορώντας την Αθήνα για … αδιαλλαξία.
Ούτως ή άλλως, τα «εχέγγυα» ενός διαλόγου «άνευ απειλών» στην πραγματικότητα δεν υφίστανται, καθ’ όσον, η Άγκυρα συνεχίζει να «ασελγεί» έναντι της Κυπριακής Α.Ο.Ζ. Δεν είναι διόλου τυχαία η στάση της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι των κυρώσεων κατά της Λευκορωσίας και η ευθεία σύνδεση του με μέτρα κατά της Τουρκίας. Και ουδόλως δεν περιποιεί τιμή στην Αθήνα, η σιωπηρή αποστασιοποίηση της, αφού αυτό το ζήτημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πολιορκητικός κριός, προς την κατεύθυνση των κυρώσεων της Ε.Ε. (που πρέπει να «κλειδώσουν» τουλάχιστον ως απειλή σε νέα παρασπονδία της τουρκικής πλευράς).
Χωρίς αυταπάτες, το ζήτημα των κυρώσεων αντιμετωπίσθηκε εξ αρχής άκρως επιφυλακτικά από τη Γερμανία κυρίως, η οποία μόλις εχθές, διευκρίνισε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, το τι μέλλει πραχθήναι.
Ξεκάθαρα λανθασμένη, η γερμανική στάση είναι αυτή που είναι, και το ζητούμενο για την ελληνική πλευρά είναι να αναζητήσει «αντίβαρο» σε αυτή. Στην παρούσα συγκυρία, το μόνο που θα αύξανε την πίεση προς το Βερολίνο, είναι το μέτρο της αρνησικυρίας στο συλλογικό επίπεδο της Ε.Ε., σε ζητήματα πρωτεύοντος ενδιαφέροντος, και το πλέον πρόσφορο -αν και όχι μοναδικό- είναι η αντίθεση στην επιλογή της μετωπικής σύγκρουσης με το καθεστώς του Μίνσκ.
Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος πως τα τελευταία 24ωρα, ακόμη και η γαλλική πλευρά, χαμήλωσε τους τόνους στην στάση της έναντι του καθεστώτος Ερντογάν -κάτι στο οποίο αναμφίβολα διαδραμάτισε ρόλο και το Βερολίνο- η επιλογή αυτή, είναι δύσκολη.
Είναι μια επιλογή όπου στη σχέση κόστους -οφέλους, το όποιο βραχυπρόθεσμο κόστος (οι επιθέσεις που αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν από τον γερμανικό παράγοντα) , δεν μπορεί να υπερισχύει του μεσο-μακροπρόθεσμου οφέλους (περιορισμός/έλεγχος της τουρκικής επιθετικότητας).
Ολοκληρώνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα, είναι χρήσιμη ίσως μια «άσκηση στη Σημειολογία».
Η ελληνική πλευρά χρησιμοποιεί τον όρο «διερευνητικές επαφές/συνομιλίες», η τουρκική τη λέξη «tartışmalar» και οι μεσολαβητές τις λέξεις «talks-gespräche». Οι τελευταίες, δεν εμπεριέχουν αυτομάτως το χαρακτηριστικό των «διαπραγματεύσεων», πλην όμως δεν το αποκλείουν, και βέβαια απόντος του προσδιοριστικού όρου «exploratory» ή «araştırma-soruşturma», ερμηνεύονται διαφορετικά, από την Άγκυρα, τις Βρυξέλλες, τη Μονς, το Βερολίνο, ή την …Ουάσιγκτον.
Περιγράφοντας το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, οι αγγλοσάξωνες έχουν εφεύρει το ευρηματικό λογοπαίγνιο «tomayto, tomahto» (αναφέρεται φυσικά στην πασίγνωστη τομάτα). Ας ελπίσουμε πως οι «διερευνητικές συνομιλίες» θα παραμείνουν διερευνητικές, παρά την αλλαγή που είναι πολύ πιθανό να επιχειρήσουν οι μεσολαβητές, «έντιμοι» και μη, στην υφή και το περιεχόμενο τους.
* Ο Αφεντούλης Λαγγίδης είναι Δρ. Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δ/ντής Ερευνών, Κέντρο Ανατολικών Σπουδών