Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Πέρασα ένα μάλλον μεγάλο μέρος από το Σαββατοκύριακό μου μιλώντας εμπιστευτικά με αρκετούς φίλους που ζουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και, χάρη στη γενικότερη σκευή τους ή/και στις θέσεις που κατέχουν, ξέρουν πολύ περισσότερα από όσα εγώ (όχι ότι αυτό είναι δύσκολο ή σπάνιο) για το φλέγον θέμα των ημερών — ή καλύτερα των καιρών μας, ή ίσως κάποιας εποχής που ξεκίνησε μέσα στο 2019. Μπορεί να μην έμαθα πολλά, καθώς όλα είναι πολύ ρευστά και οι πάντες βαδίζουν πάνω σε ένα (το δικό τους) τεντωμένο σχοινί, αλλά σίγουρα τα κατάφερα να ανησυχήσω πολύ.
Η κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο και εντέλει στο ίδιο το Αιγαίο δεν ήταν ποτέ «ομαλή», δεν ήταν ποτέ ακύμαντη, για να το πούμε έτσι, αλλά σχεδόν πάντα βρίσκονταν τρόποι και μισές λύσεις για να ξεπερνιούνται τα όποια προβλήματα —ή να σπρώχνονται προς το μέλλον— και για να σβήνονται εν τη γενέσει τους οι φωτιές που κατά καιρούς απειλούνταν να ανάψουν.
Είναι και αυτή, η τωρινή, μια τέτοια περίπτωση;
Απαντώντας με το συναίσθημα, θα έλεγα: «Το ελπίζω». Απαντώντας με τη λογική, θα έλεγα: «Ναι». Όμως αυτή η λογική, η δική μου, δεν θα έπαυε να είναι κυρίως ενστικτώδης, καθώς θα στηριζόταν στις όποιες, ελάχιστες, πληροφορίες μπορώ να έχω, αφενός, και στις όποιες γνώσεις αντλούμε όλοι από ανάλογες περιόδους κρίσης του παρελθόντος, αφετέρου — συν το ενθαρρυντικό γεγονός ότι σήμερα βρισκόμαστε κάπου μεταξύ «του τέλους της αρχής και της αρχής του τέλους» αυτής της κρίσης, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν ακόμη πολλά, πάρα πολλά περιθώρια ελιγμών, διαπραγματεύσεων και (πιθανότατα αμοιβαίων) υποχωρήσεων, πολλά περιθώρια εν πάση περιπτώσει για ένα διπλωματικό παζάρι.
Ως εκ τούτου, δεν θα ήμουν ο κατάλληλος για να απαντήσει έστω και με κάποια θεωρητική «σιγουριά» για το τι πρόκειται να δούμε, ή να πάθουμε, τον αμέσως επόμενο καιρό. Οποιοσδήποτε τρίτος θα σας τα πει καλύτερα.
Από την άλλη όμως, είμαι κι εγώ σίγουρος για ένα πράγμα. (Αναγνωρίζω πως στην ΠΑΡΟΥΣΑ περίπτωση είναι δευτερεύον. Αλλά γενικότερα δεν είναι). Ότι και αυτή είναι μια ευκαιρία για να ροκανιστεί ακόμη περισσότερο το σχοινί που μας δένει με την Ευρώπη. Κι εγώ —και όχι από πείσμα— δεν θα πάψω να πιστεύω ότι το μέλλον μας είναι συνδεδεμένο ΜΟΝΟ με αυτήν. Αλλιώς, για να το πω ξεκάθαρα όπως πάντα, δεν θα έχουμε μέλλον.
Τις ημέρες που προηγήθηκαν ακούστηκαν ήδη αρκετά —και πώς να γινόταν διαφορετικά;…— κατά της στάσης της Γερμανίας, επί παραδείγματι. (Όχι κατά της Μέρκελ μόνο, ή κατά της Μέρκελ συγκεκριμένα: κατά της Γερμανίας συλλήβδην). Τις προσεχείς ημέρες πιθανόν να ακουστούν πολλά περισσότερα. Η Γερμανία κατέχει κεντρική, κεντρικότατη θέση στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, οι αποφάσεις που παίρνει, και ο τρόπος και οι λόγοι που παίρνει την καθεμία, ελέγχονται από όλους μας γιατί μας αφορούν άμεσα, και ως εκ τούτου μπορεί η κριτική εναντίον της να μην είναι μεν αρχικά μία κριτική στην ίδια την Ένωση, αλλά λίγο από δω, λίγο από κει, εκεί καταλήγει. Μάλιστα, δεν πρόκειται να εκπλαγώ αν διαβάσω πολεμικές και λιβέλους που, εκκινώντας από το Βερολίνο, δεν θα στρέφονται κατά της… ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, για την οποία θα ξαναρχίσουμε να μιλάμε κάποια στιγμή στο (όποιο) μέλλον, αλλά και κατά της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης καθαυτής, με όσα κακά αυτό συνεπάγεται. Με όσα μύρια κακά…
Οι καιροί είναι δύσκολοι, και όλοι ελπίζουμε πως σύντομα θα βρεθούν λύσεις για να εξομαλυνθεί η κατάσταση που προκαλεί ο άφρων, μεγαλομανής ηγέτης της γείτονος — αλλά είναι και διπλά πονηροί. Απαιτούν εγρήγορση και κατά το δυνατόν καθαρή σκέψη.