Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Πριν από το σημερινό, γράψαμε ήδη τρία ακόμη κείμενα σε αυτή τη σειρά βιβλιοφιλικών σημειωμάτων: για το στοκάρισμα βιβλίων, για τα ιερά αδιάβαστα βιβλία μας και για τους περισπασμούς από την ανάγνωση. Όπως παρατηρεί κανείς, δεν αναφερθήκαμε στους λόγους για τους οποίους διαβάζει κανείς, στο γιατί τόση φασαρία τέλος πάντων, μιας και αυτό (α΄) δεν συνιστά σοβαρό ερώτημα τις τελευταίες δύο χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον και (β΄) διαφέρει από αναγνώστη σε αναγνώστη: δεν διαβάζουμε βιβλία για τους ίδιους λόγους (εξαιρούνται τα σήματα για τις εξετάσεις οδήγησης), ενώ ούτως ή άλλως ποτέ και κανείς δεν διαβάζει καν το ίδιο βιβλίο με έναν άλλον: τα βιβλία πλάθονται και αναδημιουργούνται κάθε φορά που τα διαβάζει οποιοσδήποτε, ακόμη και αν αυτός ο οποιοσδήποτε είμαστε (α΄) εμείς στη νεαρή μας ηλικία και (β΄) ξανά εμείς σήμερα, και τυχαίνει να διαβάζουμε (και άρα να ξαναδιαβάζουμε) το ίδιο ακριβώς βιβλίο — γιατί, αφ' ης στιγμής δεν είμαστε πια εμείς ο ίδιος άνθρωπος, δεν είναι πια ούτε αυτό το «ίδιο» βιβλίο? είναι ένα άλλο.
Οπότε όχι. Ο καθένας μας διαβάζει για τους δικούς του λόγους. Και δεν μας πέφτει λόγος για τους λόγους τού οιουδήποτε. Όπως δεν μας πέφτει λόγος για το αποσμητικό που φοράει επίσης, για το τι κόμμα ψηφίζει, για το τι κάνει στο κρεβάτι του ή για το ποιον φιλάει στον δρόμο κ.ο.κ.
Δεν ασχοληθήκαμε λοιπόν με αυτό το θέμα, αλλά διερωτηθήκαμε για το μεγάλο πρόβλημα των καιρών μας: πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε χώρο για διάβασμα, σε μια εποχή γεμάτη περισπασμούς (και αναγνωστικούς μεν, πλην απολύτως άχρηστους αναγνωστικούς περισπασμούς), σε μια εποχή που ο χρόνος μας φαίνεται να συρρικνώνεται, βαλλόμενος πανταχόθεν: από την πολλή, κατ' ανάγκην, δουλειά μας (ή από την προσπάθεια να βρούμε δουλειά, ή από το άγχος μας να διατηρήσουμε την υπάρχουσα), από την εύκολη, ανέξοδη, ξεκούραστη λύση τού Netflix (ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ στον χώρο σου), από τη δίνη των social media, που πλέον καταναλώνουν τη μερίδα του λέοντος από τον ελεύθερο χρόνο μας (κι εμείς κάνουμε τα στραβά μάτια: ας το παραδεχτούμε), κ.ο.κ.
Πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε χώρο για να διαβάσουμε τα βιβλία μας λοιπόν; Γιατί, ναι, καλό είναι να μαζεύουμε βιβλία σπίτι μας, διά παν ενδεχόμενον. Αλλά τι γίνεται με το διάβασμα καθαυτό;
Πριν όμως προχωρήσουμε σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα, ας γυρίσουμε λίγο πίσω. Μίλησα πριν για «άχρηστους αναγνωστικούς περισπασμούς». Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, εννοούσα κυρίως το μπλα-μπλα των μέσων κοινωνικής εκτόνωσης (που, ναι: κατά 99,99% είναι απολύτως και μετρημένα άχρηστο), δεν εννοούσα βιβλία — προς Θεού. Δεν υπάρχουν άχρηστα βιβλία.
Ας το ξαναπούμε όμως άλλη μία: δεν υπάρχουν άχρηστα βιβλία.
Κατά τον ίδιο τρόπο που δεν υπάρχουν άχρηστοι άνθρωποι.
Γιατί το λέω αυτό; Πάνω-κάτω για τούτο: Ξέρουμε, π.χ., ότι γενικά υπάρχουν Κινέζοι. Πολλοί Κινέζοι. Ξέρουμε ότι κάπου στη βορειοανατολική Κίνα υπάρχουν επίσης Κινέζοι. Που είναι κι αυτοί πολλοί. Και, κούφια η ώρα, μια μέρα ακούμε για ένα δυστύχημα εκεί, σε μία μονάδα παραγωγής κάποιου πράγματος. Και ότι σκοτώθηκαν, λέει, δεκαεφτά άνθρωποι. Η είδηση —βασικά, αν τυχόν φτάσει στα μάτια μας— είναι δυσάρεστη μεν, αλλά δεν μας αφορά καθόλου. Δεν ξέρουμε τους δεκαεφτά νεκρούς Κινέζους. Δεν ξέρουμε την πόλη τους, που λέγεται Κουάν-Ζαν, ή Ζιέν-Τσιν, κάτι τέτοιο. Δεν ξέρουμε καν τίποτε για όλη τη βορειοανατολική Κίνα. Εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε πιο ενδιαφέρον να διαβάσουμε τι έγινε στα παρασκήνια ενός κάποιου ριάλιτι μαγειρικής. Το προσπερνάμε.
Ε, δεν πάει έτσι. Οι άνθρωποι αυτοί είμαστε εμείς, απολύτως. (Και κατά βάθος το ξέρουμε, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που μας ωθούν να πάμε στην παρακάτω είδηση: ο φόβος ότι πεθάναμε, η εκκωφαντική υπενθύμιση της θνητότητας: της θνητότητάς μας). Οι άνθρωποι αυτοί, οι δεκαεφτά Κινέζοι, είχαν τα ίδια όνειρα για τη ζωή με εμάς. (Αν είχαν μεγαλύτερα όνειρα από τα δικά μας, ή πιο σημαντικές πιθανότητες να τα πετύχουν, δεν έχει σημασία). Δεν υπάρχουν άχρηστοι άνθρωποι. Δεν υπάρχουν καν ξένοι, ή άλλοι. Είμαστε όλοι μαζί σε αυτή τη σφαίρα που τρέχει έξαλλα στο κρύο διάστημα. Και έχουμε όλοι την ίδια αξία.
Ναι, ακραίο το παράδειγμα, αλλά ενδεικτικό: τα βιβλία που αγαπά ο άλλος —για να γυρίσουμε στο θέμα που μας απασχολεί— είναι αυτά που αγαπάμε εμείς, γιατί οι λόγοι που τον οδηγούν σε αυτά είναι οι ίδιοι, καρμπόν, με αυτούς που οδηγούν εμάς στους δικούς μας αγαπημένους συγγραφείς, λογοτεχνικά είδη, εποχές κ.ο.κ.
Κατ' αυτά, είναι πολύ ουσιαστικό, πολύ βιβλιοφιλικό, να μην έχουμε παλιές, σκουριασμένες, μικροαστικές προκαταλήψεις περί «ποιότητος», «ειδικού βάρους», «αξίας» και τα λοιπά και τα λοιπά όταν μιλάμε για τα βιβλία, ιδίως όταν η κουβέντα πάει στο τι, διάολο, βιβλίο θα διαβάσουμε εμείς — ή (κυρίως) στο τι διαβάζει ή προτιμά να διαβάζει κάποιος άλλος. Αυτό, η αποτίμηση των βιβλίων (του περιεχομένου τους, όχι κατ' ανάγκην της επιδραστικότητάς τους) είναι δουλειά της λογοτεχνικής κριτικής — μιας επιστήμης με μακρά παράδοση και σπουδαίες αυθεντίες, από την οποία μπορεί κανείς να προσποριστεί πολλαπλά χρήσιμες γνώσεις και πληροφορίες — αλλά όχι απαραίτητα «απόλαυση»? και όχι απαραίτητα δάφνες αυθεντίας ο ίδιος.
Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα στον πραγματικό κόσμο. (Υπάρχουν όμως πολλοί σκιτζήδες, που θέλουν να μας μειώσουν σκαρφαλώνοντας στην πλάτη μας). Στον πραγματικό κόσμο υπάρχουμε εμείς: εσύ. Και οι επιλογές σου. Στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν τα βιβλία. Και τα βιβλία είναι πολλά. Και διάφορα. Και, δόξα τω Θεώ, όχι ίδια. Και όχι καλά και κακά.
Υπάρχει όμως σίγουρα ένα «καλό». Ποιο είναι αυτό; Το εξής:
Είναι καλό να διαβάζεις. Είναι καλό να χαίρεσαι το διάβασμα. Είναι καλό να βουτάς στις σελίδες, στην πλοκή, στην Ωραία Αφήγηση. Είναι φοβερά εντυπωμένη στο DNA μας η ανάγνωση: για την ακρίβεια, ζούμε για τις αφηγήσεις. Είναι καλό να το θυμόμαστε, να το επεξεργαζόμαστε, να το οξύνουμε, να το μεγεθύνουμε και να το πολλαπλασιάζουμε όλο αυτό.
Όπως είναι βέβαια καλό (πολύ καλό) να κόβουμε προσεκτικά με τον χαρτοκόπτη τις άκοπες σελίδες μιας έκδοσης πολυτελείας — αλλά, ναι, είναι εξίσου καλό (πολύ καλό) και ένα βιβλίο περιπτέρου. Όπως είναι καλό να κυνηγάς τον Μόμπι-Ντικ παρέα με τον Ισμαήλ — αλλά, ναι, είναι εξίσου καλό και να κυνηγάς κατασκόπους μαζί με τον Λε Καρέ. Είναι καλός ο Φράνζεν, και είναι καλός ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας — και είναι καλή η Μαντά. Και είναι καλός ο Νέσμπο. Ή ο τελευταίος σούπερ-σταρ Σκανδιναβός.
Είναι καλό ένα πολυτονικό κείμενο, ένας Ρίλκε για παράδειγμα, τυπωμένος σε χειροποίητο ιταλικό χαρτί και δεμένος στο χέρι — και είναι καλά και τα τσέπης. Είναι καλά τα τυπωμένα, έντυπα βιβλία — και είναι καλά και τα e-book. Είναι καλό να διαβάζεις τα βιβλία που μόλις μεταφράστηκαν και για τα οποία συζητούν οι πάντες — και είναι καλό να ανακαλύπτεις ένα από μόνος σου, όποιο κι αν είναι αυτό, όποτε κι αν βγήκε, όσο λίγο ή πολύ και αν συζητήθηκε.
Είναι καλό να διαβάζεις στο γραφείο σου υπογραμμίζοντας, κρατώντας σημειώσεις και ελέγχοντας τη μετάφραση με το πρωτότυπο από δίπλα, ή και με παλαιότερες μεταφράσεις που έχεις αραδιάσει μπροστά σου — και είναι καλό να διαβάζεις στο κρεβάτι, μισονυσταγμένος. Είναι καλό να διαβάζεις πολλά βιβλία, και συχνά ταυτόχρονα — και είναι καλό να προσπαθείς να μάθεις να αγαπάς το διάβασμα βασανίζοντας λίγο-λίγο ένα αισθηματικό ή περιπετειώδες μυθιστόρημα. Είναι καλό να είσαι μέλος σε μία λέσχη ανάγνωσης — και είναι καλό να σου φαίνονται σαχλές, ή να είσαι αρκετά συνεσταλμένος και να τις αποφεύγεις. Είναι καλό να τελειώνεις ένα βιβλίο — και είναι καλό να το παρατάς στη μέση, ή και μετά από δέκα σελίδες, έτσι και δεις ότι, διάολε, δεν σου πάει, δεν σου αρέσει, δεν είναι του γούστου σου.
Είναι καλό να διαβάζεις — και είναι καλό να μη διαβάζεις.
Ψέματα: αυτό ΔΕΝ είναι καλό.
Γιατί, ναι: είναι καλό να διαβάζεις. Είναι το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί. Βαθαίνει το αποτύπωμά σου στον κόσμο, για πάντα. Και σου χαρίζει ένα χάδι (ή πολλά) από το χέρι της δικής σου ευτυχίας.
* * *
Μ' αυτά και μ' αυτά, περάσαμε και σήμερα κατά πολύ το όριο ανοχής των αναγνωστών μας, και δεν απαντήσαμε στο ερώτημα της αρχής: Πώς μπορούμε τελικά να δημιουργήσουμε χώρο για να διαβάσουμε τα βιβλία μας λοιπόν; Λοιπόν, είμαστε τυχεροί: έχουμε γράψει παλιότερα τι πρέπει να κάνει κανείς.
Αυτά. Να είστε όλοι καλά. Καλές αναγνώσεις. Και, όπως λέμε πάντα: Κάντε το διάβασμα μόδα.