«Μόνο τις σκέψεις μου, εν τέλει, δεν λέω να αποχωριστώ», διαπίστωνε το 2014 ο «Ανέστιος» ήρωας της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη στα Ημερολόγιά του, συνειδητοποιώντας τη νέα τάξη πραγμάτων, ήτοι μιας κρίσης που ξεσπούσε και αφορούσε τους πάντες και σε πολλούς τομείς. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο ανέστιος Ηλίας Κ., ένας ηλεκτρολόγος μηχανικός που αιφνιδίως καταστρέφεται, έντιμος πανεπιστημιακός και συνεταίρος σε μιαν ανθηρή τεχνική εταιρία, ξαφνικά νιώθει να χάνει κάθε διάθεση για εκείνους τους μικρούς αλλά συνεχείς συμβιβασμούς που κάνουν εφικτή μια συνηθισμένη ζωή. «Επιλέγοντας αντί της άμεσης αυτοκτονίας μια βραδεία αυτοεξόντωση, μοιράζει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία και αναχωρεί φυγάς θεόθεν και αλήτης σ' ένα ταξίδι εξερεύνησης του εαυτού του» όπως έχει γραφτεί χαρακτηριστικά.
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη «Κοιλάδες του φόβου», εκδ. Εκκρεμές, σελ. 376
Και η συγγραφέας Αλεξάνδρα Δεληγιώργη αντιμετώπιζε σε αυτό το λεγόμενο και μυθιστόρημα της κρίσης, μέσα από τον ήρωά της, την κρίση που ήδη είχε ξεσπάει, μετωπικά. Το κεντρικό πρόσωπο εξέφραζε μέσα από τον πιο μύχιο εαυτό του, δηλαδή τα ημερολόγιά του, την ανεστιότητά του: ρεαλιστική -κυριολεκτικά δίχως στέγη-, κοινωνιολογική, ιδεολογική και κομματική, πολιτιστική τουλάχιστον όσον αφορά τους υπάρχοντες θεσμούς.
Στο καινούργιο της μυθιστόρημα, μια υπαρξιακή και φιλοσοφική δυστοπία, με τίτλο «Κοιλάδες του Φόβου», η πανεπιστημιακός και έμπειρη συγγραφέας, αφήνει το επί μέρους της κρίσης και αντιμετωπίζει το δάσος μιας ήδη γενικευμένης κατάστασης, ήτοι όλη την ανθρωπότητα στο εγγύς μέλλον. Όπου, μια Κυριακή του Σεπτεμβρίου 2029, μια σειρά από εκρήξεις βομβών σε μεγάλες πόλεις του κόσμου συγκλονίζουν την ανθρωπότητα. Θα το έχετε αντιληφθεί, εξάλλου, ότι πια τα τρομοκρατικά κτυπήματα είναι τυφλά. Ανάμεσα στις πληγείσες πόλεις και η Αθήνα, όπου η πλατεία Συντάγματος τινάζεται στον αέρα, δημιουργώντας ένα τεράστιο κρατήρα, με ανυπολόγιστο αριθμό θυμάτων και χωρίζοντας τον χώρο στα δυο.
Ως επακόλουθο μας κρίσης που ταλανίζει τη χώρα πάνω από 20 χρόνια, οι ήρωές της, ο Δημοσθένης μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων, βρίσκει δουλειές σε χωράφια στην επαρχία για να μπορέσει να ζήσει, κουβαλώντας μαζί του τον αγαπημένο του Ρώσο ποιητή Μάντελσταμ, ως κεντρικό άξονα και αφετηρία. Και η αρχαιολόγος Ειρήνη, σε απόλυτη ένδεια, επίσης, θα αναζητήσει την τύχη της στην επαρχία κι εκεί συναντώντας τον Δημοσθένη θα προσπαθήσουν να κτίσουν μια κοινή ζωή. Δύο άνθρωποι, εξάλλου, αποτελούν ήδη μια βεβαιότητα και από την στιγμή που σκέφτονται, μιλούν, ονειρεύονται, φαντάζονται, θυμούνται και επικοινωνούν, μπορούν να κτίσουν μια νέα πραγματικότητα, έστω πάνω από τα συντρίμμια της παλιάς.
Αναγνωρίζοντας πως όλα αποτελούν μια ακολουθία, ένα φράκταλ ενός κύματος που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό, η συγγραφέας εγκιβωτίζει στις «Κοιλάδες του Φόβου», τη μαρτυρία ενός χρεωκοπημένου, 6ο καινούργιο τετράδιο ημερολογίων, ως απόλυτη φυσική συνέχεια του «Ανέστιου», τους φιλοσοφικούς διαλόγους του Δικαστή και του Ποιητή, την ιστορία του εγγονού του Στίβεν Χόκινγκ, την περίπτωση ενός νεαρού πρόσφυγα, αντιμετωπίζοντας την δυστοπία του μέλλοντός μας, πολυπρισματικά. Καταλύοντας χρονικά και τοπικά σύνορα, αντιμετωπίζονται σε βάθος σαράντα χρόνων με όλη την γνώση, την εμπειρία και την ποίηση του παρελθόντος, οι καινούργιες απολυταρχικές σχεδόν εξουσίες, το σχεδόν γενικευμένο πια μεταναστευτικό/ προσφυγικό με τον διάλογο των ανθρώπων να βρίσκεται πια υπό διωγμόν.
Ολοκληρώνοντας στις «Κοιλάδες του Φόβου» η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη κατ’ αυτόν τον τρόπο την εξίσωση με την ελπίδα του «Ανέστιου» «Μόνο τις σκέψεις μου, εν τέλει, δεν λέω να αποχωριστώ. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να θελήσει να κουβεντιάσουμε, αν τολμήσει να με κοιτάξει κατάματα.»
Και μέσα στον απόλυτο τρόμο και σε μιαν εποχή όπου όλοι και όλα είναι ρευστά σαν κινούμενη άμμος, εκείνος που θα θελήσει να κουβεντιάσει και να τολμήσει να κοιτάξει κατάματα βρίσκεται, και έτσι η συγγραφέας κατορθώνει να φανταστεί μέσα από τους ήρωές της μια νέα πραγματικότητα όπου η ιερότητα της φιλίας, της ανθρώπινης ύπαρξης και η μαγική σχεδόν βεβαιότητα της ποίησης προσφέρουν, επί τέλους, μια καινούργια, στέρεα γη. Ο Μάντελσταμ, η Αχμάτοβα, ο Άρης Αλεξάνδρου επιστρατεύονται για να βρεθούν απαντήσεις και η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη σε ένα δοκιμιακό μυθιστόρημα, μας προσφέρει γενναιόδωρα τα σταθερά πατήματα μιας νέας εποχής.
Διασώζοντας σε ένα μυθιστόρημα – κιβωτό όλα τα τιμαλφή: συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης, ιερότητα της φιλίας και του άλλου, ποίηση, υπαρξιακή αγωνία και στοχασμό.
Θα μπορούσε να είναι το μυθιστόρημα της δεκαετίας αν αναγνωρίζαμε ότι όλες μας οι βεβαιότητες βρίσκονται πια υπό διωγμόν. Αυτό μας είπε η συγγραφέας το 2014 με τον «Ανέστιο», αυτό ακριβώς συνεχίζει να κάνει στις «Κοιλάδες του Φόβου» το 2019 διασώζοντας μέσα από τις πολύτιμες γνώσεις στον πυκνό αφηγηματικό της λόγο τις σταθερές για να χτιστεί η καινούργια γλώσσα και οπτική ζωής.
Υπαρξιακό μυθιστόρημα ιδεών που εγείρει προβληματισμούς για την ζωή και τα όριά της, για την δύναμη ή την αδυναμία της λογικής, για την απώλεια και την συμπόνοια, για τον διάλογο με την τέχνη, για τον άνθρωπο και το μέλλον του, μέσα από μια κατακερματισμένη αφήγηση που είναι πια και ο καθρέφτης της εποχής. Αναζητώντας το Νόημα και το Χαμένο Κέντρο σε μια εποχή άκεντρη, σε έναν κόσμο παράφορο και παραλογισμένο.
Εξάλλου και ευτυχώς για όλους μας μπορεί «Με το σκοτάδι που πέφτει σε κάποια γυρίσματα των καιρών, διεργασίες ζωτικής σημασίας, όπως είναι η καλλιέργεια εδαφών ή ψυχών, (να) ανακόπτονται ή ατονούν. Αλλά τίποτα δεν τελειώνει. Με το φως της ημέρας ξαναρχίζουν ασχέτως αν κάποιες νύχτες πάνω στη γη φαίνονται ατελείωτες.»