Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Στο χθεσινό σημείωμα ξεκινήσαμε να μιλάμε για τους ανθρώπους του βιβλίου που δουλεύουν από το σπίτι. Όμως παρασυρθήκαμε, και έτσι η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι του βιβλίου είναι —βέβαια— γυναίκες. Γεγονός που είναι καλό. Καλό για το βιβλίο, και καλό για την ανθρωπότητα. Και γεγονός που είναι σπάνιο, εδώ που τα λέμε, αν όχι μοναδικό.
Πράγματι, αν βγάλουμε από την εξίσωση τα «πατροπαράδοτα» κατεξοχήν γυναικεία επαγγέλματα (τις τροφούς, για παράδειγμα — δεν έχω κάποιο άλλο πρόχειρο αυτή τη στιγμή, ή κάποιο που να εξακολουθεί να είναι κατεξοχήν γυναικείο επάγγελμα), δεν ξέρω άλλον επιχειρηματικό-εμπορικό κλάδο που να έχει τόσο πολλές γυναίκες εργαζόμενες, ή μάλλον τόσο περισσότερες από τους άντρες: ασφαλώς αρκετά πάνω από το 50%. Επίσης δεν ξέρω κανέναν πιο σημαντικό επιχειρηματικό-εμπορικό κλάδο από αυτόν, period. Πολύ απλά, δεν μπορούμε να ξαναϋπάρξουμε χωρίς βιβλία. Θα ήταν σαν να γυρνούσαμε σε ένα προηγούμενο εξελικτικό στάδιο, κάτι σαν να είχαμε ξανά ουρές ή βράγχια. Και το να έχεις ξανά ουρές ή βράγχια δεν είναι σαν να φοράς ξανά καμπάνα παντελόνι ή σακάκι βάτες. Είναι σαν να έχεις ξανά ουρές ή βράγχια. Δεν το θέλεις αυτό.
Εν πάση περιπτώσει, μολονότι όλα τα παραπάνω ισχύουν για τα εκδοτικά όπου γης (τουλάχιστον στη Δύση, δεν ξέρω τι γίνεται στο Κουβέιτ και σε άλλες τυραννίες), οι περισσότεροι άνθρωποι του βιβλίου δεν δουλεύουν στα γραφεία των οίκων, ή στα γραφεία που συνεργάζονται με τους εκδοτικούς οίκους — όπως, επί παραδείγματι, στα γραφεία των ατζέντηδων, των λογοτεχνικών πρακτόρων, ή στα Μέσα που γράφουν για το βιβλίο (που γράφουν, που κάνουν podcast, που ανεβάζουν βίντεο κ.ο.κ.). Οι περισσότεροι άνθρωποι του βιβλίου δουλεύουν είτε στα τυπογραφεία, στα βιβλιοδετεία, στα εργοστάσια παραγωγής χαρτιού εκτύπωσης κλπ. κλπ., είτε (και κυρίως) από το σπίτι. Από το σπίτι, σε μία σειρά από δουλειές. Δουλεύουν στα βιβλία από το σπίτι σε διάφορα στάδια του βιβλίου-προϊόντος, πριν αυτό δηλαδή φτάσει στο σημείο να πάει στο τυπογραφείο. Και αυτοί είναι το θέμα μας σήμερα.
Οι άνθρωποι του βιβλίου που δουλεύουν από το σπίτι.
Ποιοι είναι αυτοί και τι κάνουν; Είναι συγγραφείς. Είναι, γενικώς, «γραφιάδες». Είναι μεταφραστές. Είναι επιμελητές. Είναι διορθωτές. Είναι αναγνώστες χειρογράφων. Είναι εικονογράφοι. Και είναι και σχεδιαστές: γραφίστες. Κυρίως αυτές είναι οι κατηγορίες επαγγελματιών του χώρου που κάνουν όλη τη δουλειά, όση δηλαδή δεν προλαβαίνουν να κάνουν οι συνάδελφοι που δουλεύουν στα γραφεία των εκδοτικών. Και που είναι εξίσου σημαντική, και εξίσου δύσκολη. Και που προϋποθέτει επίσης την ύπαρξη συγκεκριμένων δεξιοτήτων, καλά οξυμμένων από την πείρα. Θα μιλήσουμε άλλη φορά για όλους αυτούς. Είναι ένας χώρος που τον ξέρω μάλλον πολύ καλά, και από τα μέσα, καθώς υπήρξα μέλος του για πάνω από μία εικοσαετία. Πλέον, τα τελευταία χρόνια, δουλεύω αποκλειστικά από το σπίτι. Πράγμα που επέλεξα, και που είναι καλό.
Γιατί, πράγματι, η δουλειά από το σπίτι έχει τα καλά της — και είναι πολλά. Διαφορετικά για τον καθένα πολλά από αυτά, αλλά και πολλά κοινά για όλους καλά.
Πρώτα-πρώτα, και αυτό είναι πολύ βασικό, όταν δουλεύεις από το σπίτι δεν χρειάζεται να είσαι ντυμένος. Το καταλαβαίνει κανείς αυτό. Δεν εννοώ ότι είσαι γυμνός, αν και αυτό γίνεται —ή θα μπορούσε να γίνεται— όταν κάνει πολλή ζέστη, ή τέλος πάντων όταν έχεις εξάψεις. Αλλά δεν εννοώ αυτό, όχι βέβαια. Εννοώ ότι δεν χρειάζεται να μπεις στον κόπο να «ετοιμαστείς». Μπορείς απλώς να φορέσεις τη φόρμα που φορούσες και χθες. Πράγμα που αμέσως-αμέσως μπορεί να σε γλιτώσει από τουλάχιστον μισή ώρα κάθε ημέρα. Δεν είναι και λίγο. Ο χρόνος μας είναι η μοναδική μας περιουσία, όπως συνηθίζουμε να θυμίζουμε με κάθε ευκαιρία.
Έπειτα, όταν δουλεύεις από το σπίτι δεν χρειάζεται να μετακινηθείς. (Ταυτολογία). Ακόμη σημαντικότερο αυτό, καθώς δεν εξοικονομείς μόνο και άλλο χρόνο, αλλά και χρήμα. Και δεν βρίσκεσαι στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να μοιραστείς έναν πολύ στενό χώρο με ανθρώπους που δεν θέλεις να βλέπεις, και που, με τη σειρά τους, δεν θέλουν και εκείνοι να σε βλέπουν. (Δεν μιλώ καν για την κατάσταση των ΜΜΜ στην Ελλάδα, ή για την κατάσταση της μασχάλης των χρηστών των ΜΜΜ στην Ελλάδα).
Οπότε ξεκινάς τη μέρα σου με ένα διπλό αβαντάζ. Ή τριπλό, αν σκεφτούμε ότι στη δουλειά —εννοώ στο γραφείο, αν δούλευες σε γραφείο— μπορεί επίσης να υπήρχαν ένας-δυο συνάδελφοι που δεν θα σε γέμιζε χαρά ο συγχρωτισμός μαζί τους. Όχι: δουλεύοντας μόνος από το σπίτι, είσαι κύριος του εαυτού σου. Του χώρου σου. Της ζωής σου. Είσαι εσύ, και το βιβλίο. Οι δυο σας. Οπότε, τι μπορεί να πάει άσχημα, σωστά;
Υπό παραδείσιες συνθήκες, τίποτε δεν μπορεί να πάει άσχημα. Αντιθέτως, μετά από έναν ωραίο ύπνο, θα ξυπνήσεις μία φυσιολογική ώρα, θα τρέξεις δέκα χιλιόμετρα στον διάδρομο, θα κάνεις ένα καυτό/κρύο ντους, θα πάρεις ένα λαχταριστό πρόγευμα με χυμό γκρέιπφρουτ, σμούθι και βιολογική βρόμη, θα φτιάξεις ένα πράσινο τσάι και θα καθίσεις μπροστά στον υπολογιστή σου για να απαντήσεις στα μέιλ σου, να ρίξεις μια ματιά στα νέα και να αρχίσεις την ωραία σου δουλειά. Η οποία δεν μπορεί να ξεπερνά συνολικά τις τέσσερις, άντε πέντε ώρες, καθώς η δουλειά πάνω στα βιβλία είναι τόσο απαιτητική που —ακόμη και στον Παράδεισο— σε εξαντλεί: από ένα σημείο και μετά, απλώς δεν αποδίδεις καλά, γιατί το σώμα σου και το μυαλό σου δεν μπορούν να αποδώσουν πια καλά. Έτσι, και καθώς μιλάμε πάντα για εκείνες τις παραδείσιες συνθήκες που λέγαμε, κάπου το μεσημέρι θα σταματήσεις, θα κλείσεις με ένα χαμόγελο τον υπολογιστή και θα κάνεις όλα τα άλλα — όλα εκείνα τέλος πάντων που λέμε συνήθως «ζωή»: θα φας, θα ξεκουραστείς, θα μιλήσεις με κόσμο, θα βγεις, θα διασκεδάσεις, θα κάνεις σεξ κ.ο.κ.
Ωραία ζωή. Η καλύτερη που μπορώ να σκεφτώ — και μπορώ να σκεφτώ πολλές Καλές Ζωές, είναι η δουλειά μου αυτό.
Αλλά. Αλλά δεν πάει έτσι. Α, δεν πάει καθόλου έτσι.
Οι άνθρωποι του βιβλίου που δουλεύουν από το σπίτι απλώς δουλεύουν όλη την ημέρα. Ξέρουν πως, όποια μικροάδεια πάρουν από τη δουλειά, την έχουν πάρει από τον εαυτό τους: και του τη χρωστάνε. Κάθε ώρα μακριά από τον υπολογιστή σημαίνει μία ώρα λιγότερη από το επόμενο deadline. Και η ζωή των ανθρώπων του βιβλίου είναι γεμάτη deadline. Δεν μπορούν να λείψουν, δεν μπορούν να αργήσουν, δεν μπορούν να πάρουν αναρρωτική, και τελικά δεν μπορούν να πάρουν καν θερινή άδεια: να πάνε διακοπές. Και φυσικά δεν ξέρουν τι πάει να πει Σαββατοκύριακο. Ή αργία. Ή εθνική γιορτή. Ή Πάσχα. Δεν τα ξέρουν αυτά, παρά μόνο από φωτογραφίες και από φήμες.
Ας δούμε μόνο αυτό, για να καταλάβετε. Ας πούμε ότι μία δουλειά (οποιαδήποτε: μία μετάφραση, μία επιμέλεια, ένα σετ από σκίτσα, κάτι) πρόκειται να σου αποφέρει 1.000 ευρώ, καθώς στις δουλειές αυτές πληρώνεσαι «με το κομμάτι». Ωραία; Ωραία. Αν λοιπόν την κάνεις σε μία ημέρα, θα έχεις πάρει ένα μεροκάματο της τάξεως των 1.000 ευρώ. Θα είσαι κάτι σαν ένας μικρός Μπιλ Γκέιτς. Αν όμως την κάνεις σε ένα μήνα (και κάπου τόσο χρειάζεται πολύ συχνά), θα πάρεις ένα μεροκάματο της τάξεως των 33 ευρώ. Και αν, λόγω δυσκολίας ή άλλων παραγόντων, την κάνεις σε δύο μήνες…
Άρα ξέρεις, και το διαπιστώνεις καθημερινά —με πόνο— πως η δουλειά σου είναι μια δουλειά ταχύτητας. Και μία δουλειά που ταυτοχρόνως πρέπει να γίνει καλά. ΠΟΛΥ καλά. Όχι μόνο γιατί μιλάμε για βιβλία εδώ πέρα, δηλαδή για τα αγαθά εκείνα που συνιστούν το μέτρο του πολιτισμού μας, αλλά γιατί αν δεν την κάνεις καλά θα τη χάσεις. Και άντε μετά να ξαναβρείς.
Οπότε, ναι: η δουλειά από το σπίτι έχει τα καλά της — και είναι πολλά. Και έχει και τα κακά της. Που δεν λίγα κι αυτά, ούτε αμελητέα. Να πούμε ακόμη ένα από όλα; Να το πούμε: από αυτό το χιλιάρικο που λέγαμε, ούτως ή άλλως μετά τις κρατήσεις θα έρθουν στα χέρια σου μόνο κάτι σαν 450 ευρώ. Τα άλλα 550 θα έχουν γίνει σοβατίσματα για το αγαπημένο μας κλεινόν κράτος. Και έτσι εκείνο το μεροκάματο της τάξεως των 33 ευρώ δεν θα είναι πια ένα μεροκάματο της τάξεως των 33 ευρώ. Ποτέ δεν ήταν. Αλλά θα έχει πέσει στα ~15 ευρώ. Οπότε πρέπει να δουλέψεις διπλά και τρίδιπλα για να μπορέσεις να πληρώσεις τους λογαριασμούς σου, που λένε κι οι Αμερικάνοι. Ή δεκαπλάσια για να πάρεις εκείνον τον διάδρομο που λέγαμε στην αρχή. Και ΔΕΝ μπορείς να δουλέψεις δεκαπλάσια.
Οπότε, ναι: δεν θα τον πάρεις ποτέ τον διάδρομο. Άλλωστε, δεν έχεις και πού να τον βάλεις. Όλο το πάτωμα είναι γεμάτο βιβλία — ντάνες από βιβλία. Άρα, και να μπορούσες, δεν θα τον έπαιρνες. Έχεις και μικρό σπίτι συνήθως. Και μια γάτα, κατά πάσα πιθανότητα. Που επίσης δεν θα ήθελε εκείνον τον διάδρομο στο σπίτι της. Επομένως θα πρέπει να βρεις άλλους τρόπους να γυμνάζεσαι. Γιατί ΠΡΕΠΕΙ να γυμνάζεσαι. Καθώς ήδη δεν τρέφεσαι καλά. Όχι: δεν παίρνεις εκείνο το χίψτερ-πρωινό που λέγαμε. Ποτέ. (Και ευτυχώς). Αντιθέτως, τρως ψωμί? τρως σνακ? τρως πρόχειρο φαγητό? τρως ό,τι βρίσκεις στο ψυγείο ή στα ντουλάπια? δεν είσαι εσύ για μαγειρέματα και τέτοιες πολυτέλειες.
Συνελόντι ειπείν, ναι. Καθώς όλες οι δουλειές του βιβλίου είναι δουλειές που τις κάνεις (και) με το σώμα σου, αν τουλάχιστον δεν γυμναστείς, αν δεν ασκήσεις καλά (κατά το δυνατόν) όλους σου τους μυς, θα αρρωστήσεις. Το σώμα σου θα αρρωστήσει. Και δεν θα μπορείς να συνεχίσεις τη δουλειά. Και δεν το θέλεις αυτό. Μά τον Θεό, δεν το θέλεις καθόλου αυτό.
Αλλά και πάλι: πώς να αλλάξεις αυτή τη δουλειά με οποιαδήποτε άλλη; Γίνεται; Δεν γίνεται. Όμως γιατί; Υπάρχει απάντηση σε αυτό;
Ναι, υπάρχει. Και την είπαμε ήδη.
ΥΓ1. Μία φίλη (που βέβαια εργάζεται στα βιβλία — και από το σπίτι, τι άλλο) είχε ποστάρει προ δύο μηνών ένα χιουμοριστικό κείμενο του «The New Yorker» που μιλούσε ακριβώς για αυτό το θέμα. Σας προτρέπω να το διαβάσετε γιατί είναι απολαυστικό. Και απολύτως αληθινό, καθώς περιγράφει την κατάσταση του ανθρώπου που δουλεύει από το σπίτι ως έχει. Είμαι και εγώ ένας από αυτούς, και το προσυπογράφω.
ΥΓ2. Δεν τελειώσαμε εδώ, όπως ίσως καταλάβατε. Την άλλη εβδομάδα θα έχουμε μία έκπληξη επί του θέματος. Που ξέρω ότι θα αποκτήσει μεγάλη δημοσιότητα, πολύ-πολύ περισσότερη από όση αυτό το κομμάτι, το σημερινό. Έως τότε, stay tuned, και να διαβάζετε: ΚΑΝΤΕ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΜΟΔΑ.